Του Θανάση Κούστα
Και ποιος άραγε δεν έχει αναπολήσει τα παιδικά η εφηβικά του χρόνια κάθε τέτοια ημέρα, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και τούτο γιατί είναι τόσες πολλές και μαζεμένες οι εικόνες αυτές.
Άλλες εικόνες, σε κάποιο χωριό της λίμνης Τριχωνίδας, που βρέθηκα μικρός κι ο Επιτάφιος πέρναγε ανάμεσα σε σκοτεινά καλντερίμια πλακόστρωτα και οι αναμμένες λαμπάδες φώτιζαν απόκοσμα τα πρόσωπά μας. Εκεί δεν είχε μετά καλαμαράκια και γαμπαρομακαρονάδες αλλά χοντρομπίγουλι ορφάνη δηλαδή δίχως λάδι, ελιές και κρασάκι.
Όταν μεγάλωσα κάπως, ερχόμουν κάθε Πάσχα, στην Πάτρα και οι μνήμες μου είναι στην Ευαγγελίστρια και συγκλονιζόμουν στην αποκαθήλωση καθώς μετά ο παπά-Μιχάλης, με θλίψη ανείπωτη και οδύνη, μετέφερε σκυφτός στον ώμο του, τον Επιτάφιο. Και καθώς χτυπούσαν πένθιμα οι καμπάνες με σβηστά φώτα, μας μετέφερε το Θείο Δράμα με την Βιβλική αγαπημένη μορφή του:
«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασι εν μνήματι απεθέτο»
Αυτή την Mεγάλη Παρασκευή, θα την θυμάμαι για πάντα, όπως ακριβώς είναι μελαγχολική, ζωσμένη με όλα τα συναισθήματα του πάθους. Και θα την θυμάμαι κάθε φορά που θα απολαμβάνω – καθώς τις έχω συνδέσει – τις μεθυστικές μυρωδιές από τα φουντωμένα άνθη στις νεραντζιές που κυρίευαν την πόλη, τέτοια εποχή.
Και γιατί μετά την αποκαθήλωση, τρέχαμε να προλάβουμε, την ταινία «Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου» με τον Μαξ Φον Σύντοφ στον ρόλο του Ιησού, στο REX.
Και το απόγευμα νωρίς – νωρίς πιάναμε στασίδι στον πρώτο νεκροταφείο, για να θαυμάσουμε την μπάντα της πόλης, που συνόδευε τον Επιτάφιο με τη σύνθεση του μαέστρου Θεόφιλου Κάββουρα, το πένθιμο εμβατήριο «Marcia Funebre Lacrimosa», Κι αυτός μπροστά, αυστηρός και βλοσυρός, με την βέργα του, συμμετείχε στο Θείο Δράμα αλλά και μετέδιδε ένα απόλυτα έντονο συγκινησιακό συναίσθημα…..
Και δεν σταματάγαμε εκεί, καθώς το βράδυ στημένοι στην Μαιζώνος περιμέναμε, με αναμμένες τις πένθιμες λαμπάδες από του Καραβαγγέλη, να ακολουθήσουμε τον Επιτάφιο της Ευαγγελίστριας, συμμετέχοντας μαζί με τους ψάλτες στα εγκώμια:

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Και… «αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθαίας, εν τάφω σε κηδέυει».
Αλλά τώρα θα σας γυρίσω πίσω στα 1965, που την Μεγάλη Παρασκευή ανηφόρισα με την Νόνα μου στα Ταμπάχανα, για να δεί τον άλλο εγγονό της και ξάδελφό μου, που φιλοξενούνταν στον παππού του τον Κρίκη που είχε και την γνωστή ταβέρνα.
Η πλατεία Ταμπαχάνων, αλλά και τα γύρω στενά, εκείνη την εποχή, έμοιαζαν με σκηνικό κινηματογράφου. Πρώτη εικόνα, η μικρή πιάτσα των καροτσέρηδων με τα διπλόκαρα, που περίμεναν για κανένα ξεχασμένο αγώγι.. Στην πιάτσα και ο Αντώνης με τη σούστα, ο μάγκας των Ταμπαχάνων με μυτερό μαύρο γυαλισμένο παπούτσι, στενό παντελόνι, γιλέκο, τραγιάσκα φορεμένη χαμηλά και μουστάκι «ποντικοουρά». Μπροστά το τσαγκαράδικο του Αυγερινόπουλου που έκανε επιδιορθώσεις αλλά και επί παραγγελία χειροποίητα παπούτσια, με εργαλεία βελόνες, σακοράφες και σουβλιά. Και να στα δεξιά μας το χασάπικο των Κατσουγκράκηδων, που είχαν και δική τους στάνη. Δίπλα τους το γαλακτοπωλείο του Μελά και ακριβώς δίπλα του το ψιλικατζίδικο της Γληγόραινας. Στα αριστερά μας ο φούρνος του Χαρίση, που πήγαιναν οι φαντάροι από το ΚΕΤΕΣ τις λαμαρίνες με τον μπακαλέο πλακί, που ήταν ανάμεσα στο μπακάλικο του Λιόλιου και το ψαράδικο της ψαρούς.
Τα Ταμπάχανα, μου έμειναν στην μνήμη, εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή και για έναν άλλο λόγο, γιατί είχε πολύ παιχνίδι. Το απόγευμα με τον ξάδερφο ανηφορίσαμε για μπάλα στην αλάνα Γουλί. Πολλά παιδιά και μια μπάλα πέτσινη, φαγωμένη, με ένα «βυζί» ροζ πεταχτό, που την υποχρέωνε να αλλάζει διεύθυνση σε κάθε χτύπημα. Προτού να πέσει ο ήλιος, το παιχνίδι συνεχίστηκε με διαφορετικό θέμα.
Στο καμίνι του Γιαννακόπουλου, ανάμεσα σε τούβλα και χώματα, στήθηκε ο «πόλεμος». Ξύλινα σπαθιά και ασπίδες από ανοιγμένο ντενεκέ και ιδανικές κρυψώνες στο άβατο του καμινιού. Δεν παίζαμε όλοι τον «πόλεμο» και έτσι ο ξάδερφός μου συνέχισε την ξενάγησή μου στον μαγικό κόσμο των Ταμπαχάνων.
Μουσικές παράξενες έβγαιναν από τα παράθυρα. Ο Φίλιππος Καρμακόλιας με το κλαρίνο του έκανε πρόβες, ετοιμαζόταν για τα καλοκαιρινά πανηγύρια και οι μελωδίες αγκάλιαζαν όλη τη γειτονιά. Ο Καρμακόλιας, εκτός από τα πανηγύρια, συμμετείχε και σε κομπανίες, όπως αυτή του Φωτάκια, που εμφανιζόταν στη Ζούγκλα του Πίνδαρου. Τη μουσική βραδιά από τα παράθυρα των Ταμπαχάνων συμπλήρωνε ο ήχος από το βιολί του Κωστόπουλου, που κι αυτός έκανε πρόβες για τον ίδιο λόγο. Μόλις νύχτωσε για τα καλά, φύγαμε γρήγορα, γιατί δίπλα από το καμίνι ήταν το στενό του Σπανού και εκεί -όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι- κάποιοι νυχτερινοί τύποι καπνίζανε περίεργα τσιγάρα. Ο Σπανός δεν είχε καθόλου τρίχες, κακομούτσουνος και με το μπαστούνι του, ήταν το φόβητρο των πιτσιρικάδων.
Καταλήξαμε στο σπίτι του ξαδέρφου, όπου μας περίμενε μια ευωδιαστή χοντρομπίγουλη. Και μετά στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής για τον Επιτάφιο, που τον ακολουθήσαμε πριν αναχωρήσουμε για τον ναό των Αγίων Αναργύρων, που έπρεπε να περάσουμε και να προσκυνήσουμε πριν φθάσω κατάκοπος στο σπίτι της Γούναρη, κάτω από τα Ψηλαλώνια.
