Κατά 14,4% αυξήθηκε πέρυσι η μέση τιμή των δωματίων στα ξενοδοχεία των Αθηνών και της Αττικής παρά το γεγονός ότι οι πληρότητες ήταν 10,7% χαμηλότερες από το 2019, το τελευταίο πριν από την πανδημία έτος. Ωστόσο, κατά τον τελευταίο μήνα του έτους, τον Δεκέμβριο, οι πληρότητες ενισχύθηκαν κατά 7,9% σε σχέση με το 2019 μαρτυρώντας τη δυναμική που έχει αποκτήσει η Αθήνα ως αυτοτελής προορισμός. Σύμφωνα με στοιχεία της Ενωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής και Αργοσαρωνικού (ΕΞΑΑΑ), το 2022 έκλεισε με μέση πληρότητα της τάξεως του 69,1%, έναντι 54% το 2021 και 77,4% το 2019. «Η αρνητική μεταβολή που παρατηρείται στο σύνολο της μέσης πληρότητας του 2022 έναντι του 2019, κατά -10,7%, ωστόσο, είναι λογικό να μας προβληματίζει», αναφέρει η Ενωση Ξενοδόχων Αθηνών, υπονοώντας πως ένα πολύ μεγάλο μέρος των επισκεπτών της πρωτεύουσας δεν φιλοξενήθηκε σε ξενοδοχεία αλλά σε βραχυχρόνιες μισθώσεις.
Ξεπέρασαν το 2019 κατά 7,9% οι πληρότητες του Δεκεμβρίου.
Η μέση τιμή δωματίου (ADR) του 2022 για τα ξενοδοχεία της Αθήνας διαμορφώθηκε στα 121,45 ευρώ, τιμή αυξημένη κατά 14,4% έναντι του 2019. Αύξηση και επίπεδο που είναι όμως μικρότερα από αυτά που σημειώθηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Για παράδειγμα, η μέση τιμή ανά δωμάτιο στο Λονδίνο είναι πλέον στα 213,47 ευρώ, στο Παρίσι στα 295,26 και στη Ρώμη στα 175,12. Οσον αφορά τις πληρότητες, αξίζει να σημειωθεί πως μόνο Λονδίνο, Παρίσι, Βαρκελώνη και Κωνσταντινούπολη πέτυχαν σημαντικά υψηλότερες πληρότητες από την Αθήνα το 2022. Το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) στην Αθήνα σε επίπεδο έτους δεν ξεπέρασε πάντως τα 83,95 ευρώ, έναντι 82,2 ευρώ το 2019. Ετσι, «σε μια εποχή υψηλού πληθωρισμού, αυξημένων εξόδων για τις επιχειρήσεις και αυξημένων λειτουργικών αναγκών, σημειώθηκε μόνο μια πολύ μικρή θετική μεταβολή (σ.σ. των εσόδων), της τάξεως του 2,1%, έναντι του 2019», υπογραμμίζει η Ενωση Ξενοδόχων της Αθήνας.
Οι παραπάνω γενικευμένες επιδόσεις όμως κρύβουν το γεγονός ότι πλέον στην Αθήνα, όπως και σε άλλους ελληνικούς προορισμούς, υπάρχουν ξενοδοχειακές επιχειρήσεις διαφορετικών ταχυτήτων: όπως εξηγούν κύκλοι της αγοράς, τα πολυτελή ξενοδοχεία και γενικότερα τα καταλύματα υψηλής ποιότητας και εξαιρετικών υπηρεσιών απολαμβάνουν πολύ υψηλότερες πληρότητες και ακόμη υψηλότερα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο. Στον αντίποδα, ξενοδοχεία χαμηλότερης αξιολόγησης παραμένουν σε συνθήκες κρίσης ειδικά λόγω της αύξησης των λειτουργικών εξόδων τους. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις έχει ενταθεί ιδιαίτερα. Με βάση στοιχεία μελέτης που παρουσίασε τον Δεκέμβριο η ΕΞΑΑΑ, περισσότερες από 4 στις 10 διαθέσιμες κλίνες για φιλοξενία τουριστών στο κέντρο της Αθήνας στα τέλη του 2019 αντιστοιχούσαν σε ακίνητα που διατίθενται μέσα από βραχυχρόνιες μισθώσεις. Σήμερα ο αριθμός αυτός εκτιμάται πως έχει αυξηθεί περαιτέρω πλησιάζοντας το 50% των διαθέσιμων κλινών στον κεντρικό τομέα της Αθήνας. Επιπλέον, ο ρυθμός ανάπτυξης των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι πολλαπλάσιος εκείνου των ξενοδοχείων. Συγκεκριμένα, από το 2019 έως σήμερα η αύξηση του αριθμού των ξενοδοχειακών κλινών διαμορφώνεται κοντά στο 11%. Αντιστοίχως, από το 2015, οπότε και ξεκίνησε να μεγεθύνεται ουσιωδώς η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεών, έως σήμερα, η αύξηση των διαθέσιμων κλινών πλησιάζει το 400%, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη της ΕΞΑΑΑ.
Σε κάθε περίπτωση, τα πρώτα στοιχεία από το 2003 είναι ενθαρρυντικά για τον τουρισμό της Αθήνας: Για πρώτη φορά μετά τρία χρόνια, τον Ιανουάριο η επιβατική κίνηση στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών αλλά και ο αριθμός των πτήσεων κινήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα του 2019. Η επιβατική κίνηση από το εξωτερικό ενισχύθηκε κατά 5%. Η Αθήνα εμφανίζεται έτσι να έχει ανακτήσει τη δυναμική ανάπτυξης του τουρισμού της με την οποία ξεκίνησε το 2020, πριν δηλαδή ενσκήψει η πανδημία. Εκείνος ο Ιανουάριος, του 2020, παραμένει, αν και οριακά σε σχέση με τον φετινό (25.000 επιβάτες περισσότεροι τότε), ο καλύτερος όλων των εποχών για την επιβατική κίνηση στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Ωστόσο, ο αριθμός των πτήσεων του φετινού Ιανουαρίου ξεπερνάει ακόμη και εκείνον του 2019.