Στο 11,5% διαμορφώνεται η συμβολή του ελληνικού τουρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ με τον κλάδο να αυξάνει περαιτέρω το αποτύπωμά του φέτος, με νέο ιστορικό ρεκόρ. Παρόλ’ αυτά, με φόντο και τις εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό πεδίο, για την επόμενη χρονιά, το 2024, δεν είναι σίγουρο ότι ο ελληνικός τουρισμός θα διατηρήσει αντίστοιχη δυναμική
Τα στοιχεία για την «ακτινογραφία» του ελληνικού τουρισμού προκύπτουν από την τελευταία ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝSΕΤΕ) για πρώτη φορά, με στοιχεία από όλο το φάσμα της τουριστικής δραστηριότητας αλλά και την ενδιάμεση έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσίευσε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος.
Από την ετήσια έκθεση του ΙΝΣΕΤΕ προκύπτει ότι η άμεση συμβολή του τουρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ το 2023 εκτιμάται στα 24 δισ. ευρώ ή αλλιώς το 11,5%, με πέντε Περιφέρειες να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 90% των εισπράξεων της χώρας, τρεις από τις οποίες αποτελούν αμιγώς τουριστικές Περιφέρειες.
Για φέτος με βάση τις εκτιμήσεις από την ΤτΕ, για το σύνολο του έτους, τα ελληνικά τουριστικά μεγέθη αναμένεται να ξεπεράσουν τα υψηλά επίπεδα του 2019, λόγω και της ανόδου της κρουαζιέρας. «Όμως, οι προοπτικές για τα τουριστικά μεγέθη κατά το έτος 2024 ενδέχεται να μην είναι τόσο ευοίωνες, καθώς παραμένουν κάποιοι παράγοντες κινδύνου, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και η ενδεχόμενη κλιμάκωση του πολέμου στη Μέση Ανατολή», όπως αναφέρει η ΤτΕ.
Μέχρι στιγμής για το 2023, με βάση τα επίσημα νούμερα και παρά την αβεβαιότητα στις αρχές του έτους εξαιτίας των επιπτώσεων των συνεχιζόμενων πληθωριστικών πιέσεων στο πραγματικό εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, οι μέχρι τώρα επιδόσεις του κλάδου μπορούν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα θετικές. Το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2023, που περιλαμβάνει και το κρίσιμο, λόγω εποχικότητας, γ’ τρίμηνο, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν σε 17,9 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας κατά 2,4 δισ. ευρώ τις αντίστοιχες περυσινές εισπράξεις και κατά 1,8 δισ. ευρώ τις επιδόσεις του 2019, έτους- ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023, οι αφίξεις επιβατών εξωτερικού σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019 κατά 13,1%. Επιπλέον, οι διεθνείς αφίξεις στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας ήταν κατά 6,3% περισσότερες από τις περυσινές και κατά 14,4% από τις αντίστοιχες του 2019. Παράλληλα, το ξενοδοχειακό δυναμικό της χώρας εμφανίζεται ενισχυμένο, με τις συνολικές κλίνες και τις κλίνες των πολυτελών ξενοδοχείων να ξεπερνούν εκείνες του 2022 και του 2019. Η απασχόληση στις υπηρεσίες καταλύματος και εστίασης διαμορφώθηκε σε 391 χιλ. άτομα κατά μέσο όρο το εννεάμηνο του 2023, οριακά ενισχυμένη (κατά 0,2% και 1,5%) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 και του 2019.
Ο κλάδος, με βάση την ετήσια έκθεση του ΙΝSETE, έχει επιδείξει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και δυναμικότητα από το 2022, χρονιά που σηματοδότησε την έξοδο από την πανδημία, έχοντας μάλιστα στη διάρκεια των πρώτων μηνών και σχετικούς περιορισμούς. Νότιο Αιγαίο με μερίδιο 27% επί των εισπράξεων, Κρήτη με 21%, Αττική με 17%, Ιόνια νησιά με 15% και Κεντρική Μακεδονία με 9% συγκεντρώνουν σχεδόν το 90% των εισπράξεων.
Την ίδια στιγμή για τους υπόλοιπους προορισμούς ανά την Ελλάδα είναι δεδομένη η «κρυμμένη υπεραξία» ξεκινώντας από το ισχυρό αποτύπωμα του πολιτισμού σε όλη τη χώρα, αλλά και σε μία σειρά από αξιοθέατα και δραστηριότητες: από τον θαλάσσιο τουρισμό (μαρίνες, γαλάζιες σημαίες, καταδυτικούς προορισμούς κ.α.) μέχρι την αξιοποίηση των ορεινών προορισμών της χώρας (πεζοπορία, ορειβατικά καταφύγια, αναρριχητικά πεδία, χιονοδρομικά κέντρα, canoe- kayak- rafting κ.α.) και από τους παραδοσιακούς οικισμούς μέχρι την πλούσια γαστρονομία και τις περιοχές που προσφέρονται για οινοτουρισμό.
H ετήσια έκθεση από το INSETE παρουσιάζει την «ακτινογραφία» του ελληνικού τουρισμού σε όλο το φάσμα του, είτε πρόκειται για τις τουριστικές υποδομές, το ξενοδοχειακό δυναμικό, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τις επιπλωμένες κατοικίες και επαύλεις, το δυναμικό των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης και κάμπιγνκ, είτε για τις αφίξεις, τις εισπράξεις, τις διανυκτερεύσεις και τη μέση διάρκεια παραμονής ανά κατηγορία καταλύματος κλπ..
Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, η πλειοψηφία των τουριστών της χώρας έρχονται με αεροπλάνο και ακολουθούν οι οδικές αφίξεις, με πολύ μικρά ποσοστά για το πλοίο και το τρένο. Μάλιστα η τάση στις αεροπορικές αφίξεις έχει ενισχυθεί για την περίοδο από το 2019 και μετά, αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό τους έχει αυξηθεί από 66% το 2019 σε 76% το 2022, ενώ αντίθετα μειώθηκε στις υπόλοιπες κατηγορίες: αυτοκίνητο από 31% το 2019 σε 22% το 2022, πλοίο από 3% το 2019 σε 2% το 2022 και τρένο από μόλις 0,02% το 2019 στο 0,01% το 2022. Όπως, ωστόσο, προαναφέρθηκε το 2022 δεν ήταν ένα «κανονικό» τουριστικό έτος. Σε σχέση με την εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού, ο κύριος όγκος των αφίξεων παραδοσιακά εντοπίζεται στο τρίτο τρίμηνο, με την περίοδο Ιουλίου- Σεπτεμβρίου να συγκεντρώνει το 56% των αφίξεων των επισκεπτών της χώρας, με βάση τόσο τα στοιχεία του 2022 όσο και του 2019.
Η έκθεση παραπέμπει και στις 18 στρατηγικές κατευθύνσεις σε εθνικό επίπεδο από την ομαδοποίηση των Δράσεων της μελέτης του ΙΝΣΕΤΕ «Ελληνικός Τουρισμός 2030 │ Σχέδια Δράσης» για τον προσδιορισμό κρίσιμων πεδίων παρέμβασης στον τομέα, με επιτακτική την ανάγκη δημόσιος και ιδιωτικός τομέας να ενώσουν δυνάμεις και συγκροτημένα να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητα και τη μελλοντική, υγιή ανάπτυξη του ελληνικού Τουρισμού με όρους βιωσιμότητας. Η επόμενη μέρα προϋποθέτει στοχευμένη στρατηγική την οποία ο ΣΕΤΕ, έχει οριοθετήσει σε πέντε κεντρικούς πυλώνες, που περιλαμβάνουν: τις υποδομές, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, την αποτελεσματική διαχείριση των προορισμών, την αγορά εργασίας και τη βιωσιμότητα.
Σύμφωνα με τους επιτελείς του ΣΕΤΕ, η αποτελεσματική λήψη αποφάσεων απαιτεί αξιόπιστες πληροφορίες ικανές να τροφοδοτήσουν όλους τους εμπλεκόμενους κατά τη χάραξη στρατηγικών σε εθνικό, σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο επιχείρησης. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία στον απόηχο της πανδημίας και σε μια εποχή πολλαπλών γεωπολιτικών κρίσεων και έντονου ανταγωνισμού μεταξύ των προορισμών σε όλο τον κόσμο.