Όλοι μας έχει τύχει να χρησιμοποιήσουμε στις καθημερινές μας συζητήσεις, πολλές φορές χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε, παροιμίες, γνωμικά και εκφράσεις του λαού.
Μπορεί αυτές οι παροιμίες να ξέρουμε τι σημαίνουν, ωστόσο, τις περισσότερες φορές δεν έχουμε ιδέα γιατί το λέμε και από που βγήκε η κάθε παροιμία.
Ήρθε, λοιπόν η ώρα να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από κάποιες από αυτές τις παροιμίες. Πρόκειται για ιστορίες -αληθινές ή ψεύτικες- οι οποίες «χάνονται» στο βάθος των αιώνων;
Ας δούμε από πού βγαίνουν κάποιες από τις πιο γνωστές παροιμίες
«Κάνει την πάπια»
Στην Βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού ονομαζόταν παπίας. Το όνομα αυτό, με τον καιρό θεωρήθηκε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς.
Κάποτε ως παπίας του παλατιού είχε αναλάβει ο Ιωάννης Χανδρινός, με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Απ’ όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, άρχισε να διαβάλλει τους πάντες στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούνταν τον έκπληκτο. «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος», του έλεγε, «Πώς μπορώ να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;»
Η διπροσωπία αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι΄ αυτό από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει ψέματα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του έλεγαν ειρωνικά: « Ποιείς τον Παπίαν;», φράση που διασώθηκε έως σήμερα με μια μικρή παραλλαγή.
«Άλλου παπά ευαγγέλιο…»
Αυτή η φράση προέρχεται από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σ’ ένα χωριό της Κεφαλλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για μεγάλο διάστημα.
Ο παπάς, όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μιας και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια, κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Στο ξένο ευαγγέλιο, όμως, δεν υπήρχαν τα σημάδια αυτά, καθώς ο παπάς αυτού του χωριού ήταν μορφωμένος και δεν τα χρειαζόταν.
Άρχισε, λοιπόν, εκείνος να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος απ’ το εκκλησίασμα του φώναξε: «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο….».
«Εμ, τι να κάνω»; απαντά αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο».
«Ακόμα δεν τον είδανε, Γιάννη τον βαφτίσανε»
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη, που ήταν στενός του φίλος, να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι, πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει. Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά.
Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμιά προετοιμασία για βάφτιση. Τι είχε συμβεί;
Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί, οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί, τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: – Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
«Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου»
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του.
Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση.
Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου!».
«Μου’ ψησε το ψάρι στα χείλη»
Ο λαός του Βυζαντίου τηρούσε, κατά γράμμα, τις νηστείες και ήταν ιδιαιτέρως αυστηροί μ’ αυτές στα μοναστήρια. Κάποιοι καλόγεροι, όμως, πολλές φορές δεν μπορούσαν να τις κρατήσουν και έπεφταν συχνά σε κρυφές αμαρτίες, τρώγοντας αυγά ή πίνοντας γάλα.
Αν τύχαινε κανένας απ΄ αυτούς να υποπέσει στην αντίληψη των άλλων μοναχών, καταγγελλόταν στον ηγούμενο και καταδικαζόταν σε φοβερές ποινές.
Κάποτε, λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια σε μια σπηλιά, κοντά στο μοναστήρι και καταδικάστηκε από το ηγουμενοσυμβούλιο στην ακόλουθη τιμωρία.
Του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και εκεί πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι για να ψηθεί. Όπως ήταν φυσικό, ο καλόγερος μετά από λίγο ξεψύχησε, μέσα σε τρομερούς πόνους, αφήνοντας ως παρακαταθήκη την εν λόγω φράση.