Συγγενείς εξαγριωμένοι, έτοιμοι να λιντσάρουν τον πατέρα που ξέχασε -άκουσον, άκουσον!- το μωρό του μέσα στο αυτοκίνητο. Το πλήθος σκέφτηκε ενστικτωδώς την αυτοδικία, σε απόλυτη συμμετρία με τους γονείς του χαμένου βρέφους που σκέφτηκαν την αυτοκτονία. Οσο για το παιδί, πέθανε από ασφυξία πριν γνωρίσει καλά-καλά τι σημαίνει ζωή (πόσο μάλλον τι σημαίνει αγωνία για τη ζωή που τελειώνει) μέσα στο -ολοκαίνουριο, αεροστεγές, με τα φιμέ πίσω κρύσταλλα- αυτοκίνητο της οικογένειας.
Μια ιστορία που εξελίχθηκε σαν ένα εφιαλτικό σενάριο, όπως σχεδόν προφητικά το έχουν αφηγηθεί οι Pink Floyd με τους στίχους «ένα γλίστρημα και πέφτουμε όλοι μαζί στην τρύπα / φαίνεται σαν να μη χρειάζεται καθόλου χρόνος για να γίνει όλο αυτό / απλώς ένα στιγμιαίο λάθος του λόγου / που δένει ζωή με ζωή / κάτι παραμικρό για να το μετανιώσεις, κάτι που όμως ποτέ δεν θα ξεχάσεις/ εδώ κανείς δεν κοιμάται απόψε».
Το τραγούδι έχει τίτλο «One Slip» και μιλάει για ένα γλίστρημα, ένα στιγμιαίο βραχυκύκλωμα της λεγόμενης «προοπτικής μνήμης», φυσιολογικό, συνηθισμένο, απ’ αυτά που σε άλλες περιπτώσεις δεν έχουν καμία άλλη συνέπεια παρά λίγα νεύρα ή πολύ γέλιο. Στην περίπτωση του 37χρονου Κ., εναερίτη υπαλλήλου του ΔΕΔΔΗΕ από την Αρτα, όμως, οδήγησε στην τραγωδία.
Η οποία, παραδόξως, δεν είναι ούτε «ασύλληπτη» ούτε «ανείπωτη» ούτε τίποτα απ’ όσα πασχίζουν να αποδώσουν τα κλισέ που θεωρούνται αρμόζοντα. Η ιστορία της Αρτας είναι εξίσου συνηθισμένη όσο και φρικιαστική, καθώς ανήκει σε ένα είδος ανθρωποκτονιών που προκαλούν εξίσου οργή όσο και οίκτο προς τον υπαίτιο. Μια κατηγορία αμέλειας η οποία αναδύεται επίμονα, με πληθώρα περιστατικών παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα.
Οι δηλώσεις του Κ. απηχούν το δράμα που προκάλεσε και το δράμα που βιώνει ως διπλός πρωταγωνιστής. «Νιώθω άχρηστος, θα ήθελα να μη ζω εγώ και να ζει το παιδί μου», δήλωσε μετά την απολογία και την απελευθέρωσή του – υπό τον όρο να παραμείνει εντός Ελλάδας έως ότου η Δικαιοσύνη καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση.
Την προηγούμενη Τρίτη, αφού διαπιστώθηκε ο θάνατος του παιδιού και ο Κ. συνελήφθη, μεταφέρθηκε φρουρούμενος στο Νοσοκομείο Αρτας, υπό τον φόβο απόπειρας αυτοκτονίας. Εκεί του χορηγήθηκε κατασταλτική φαρμακευτική αγωγή, κάτι που έγινε και για τη μητέρα του βρέφους, η οποία αρχικά κρατήθηκε μακριά από τον σύζυγό της, προς αποφυγήν ανεξέλεγκτης έκρηξης με ό,τι αυτό θα μπορούσε να συνεπάγεται.
Κρεμασμένος παντού
Για την ιστορία, αυτό που συνέβη ήταν, σύμφωνα με τη διήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης του 37χρονου Κ., ότι «τη νύχτα που προηγήθηκε του τραγικού περιστατικού, το παιδί δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, διότι είχε κολικούς. Οι γονείς έμειναν άγρυπνοι, ενώ υπήρχε και το άγχος της εργασίας. Ηταν μια δύσκολη μέρα για τον πατέρα. Η γυναίκα, πριν από λίγες μέρες, είχε ένα τροχαίο ατύχημα μαζί με το παιδί, και δεν ήθελε πλέον να οδηγεί. Ετσι, έβαλαν το παιδί στο κάθισμά του και ο πατέρας ανέλαβε να το μεταφέρει στον βρεφονηπιακό σταθμό. Στον δρόμο ο πατέρας σταμάτησε να πάρει έναν καφέ και εκείνη τη στιγμή μπλόκαρε το μυαλό του. Το παιδί μάλλον κοιμόταν και ο πατέρας αγνόησε εντελώς την παρουσία του. Ούτε που το σκέφτηκε. Στο τελείωμα της βάρδιας, πήγε η γυναίκα του να πάρει το παιδί.
Συμπληρωματικά στα προηγούμενα, βάσει της πρώτης κατάθεσής του, ο 37χρονος Κ. περιέγραψε ότι το πρωί της Τρίτης έφυγε από το σπίτι του έχοντας αναλάβει το παιδί και τη μεταφορά του στον βρεφονηπιακό σταθμό. Κατόπιν θα συνέχιζε προς την εργασία του. Ομως, ενώ βρισκόταν εν κινήσει, οδηγώντας, απάντησε σε μια τηλεφωνική κλήση. Κάποιος από την υπηρεσία του τον ενημέρωσε ότι υπήρχε έκτακτη ανάγκη άμεσης μετάβασης στη Λευκάδα, για την αποκατάσταση βλάβης. Μετά το τηλεφώνημα, όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος ο Κ., το μυαλό του κόλλησε. Στο μυαλό του υπήρχε πλέον μόνο η εντολή να φτάσει το ταχύτερο δυνατόν στην υπηρεσία του. Το παιδί εξαφανίστηκε τελείως από τον πνευματικό ορίζοντά του. Ενδεχομένως στο κρίσιμο αυτό σημείο να κυριάρχησε το ένστικτο ενός ανθρώπου συνηθισμένου να ασκεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο επάγγελμα.
Ως εναερίτης τεχνικός, δηλαδή ως κάποιος που κρεμιέται από τους στύλους του ηλεκτρικού δικτύου και εργάζεται εκτεθειμένος πανταχόθεν πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, συγκεντρώθηκε απόλυτα στο έργο που του ανατέθηκε. Ισως ο εγκέφαλός του να έχει προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας, στην οποία κάθε κίνηση πρέπει να είναι προσχεδιασμένη και να εκτελείται με ακρίβεια – ειδάλλως το κενό ή η ηλεκτροπληξία παραμονεύει για την αδυσώπητη τιμωρία.
Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα της αφηρημάδας του Κ. ήταν ο θάνατος του παιδιού από πνευμονικό οίδημα, καθώς είχε μείνει επί περίπου επτά ώρες στο κλειστό αυτοκίνητο, το οποίο μετατράπηκε σε θάλαμο θανάτωσης. Το βρέφος, μόλις 5,5 μηνών, κατά την ιατροδικαστική έκθεση, υπέστη αίσθημα ασφυξίας, εφίδρωση, συριγμό στους πνεύμονες, δύσπνοια, βήχα, δυσκολία αναπνοής και υποξία – δηλαδή έλλειψη οξυγόνου, κάτι που οδήγησε στο πνευμονικό οίδημα και τελικά στην ανακοπή της καρδιάς του, με υποξυγοναιμία, ταχυκαρδία και κυάνωση.
Ο θάνατος του παιδιού, η ασυγχώρητη αμέλεια του πατέρα δίχασαν τον κύκλο των οικείων τους. Ωστόσο, εκτός από εκείνους που διεμήνυσαν ότι ήρθε το τέλος του Κ., υπήρξαν και οι αντίθετες φωνές: «Ηταν καταπληκτικοί γονείς και οι δυο τους. Υποδειγματικός πατέρας ο Κ., αγαπημένο ζευγάρι. Ηρθε το παιδάκι τους το φθινόπωρο με μεγάλη χαρά, δύο αγαπημένα παιδιά, πολύ ηθικά, τίμια, εργατικά. Η Μ. στηρίζει τον Κ., τον αγαπάει». «Τον είπε “ψυχούλα μου”», δήλωσαν φίλοι και συνάδελφοι του άτυχου 37χρονου, κάνοντας λόγο χαρακτηριστικά για «άσχημο παιχνίδι της μοίρας» κ.λπ.
Το φαινόμενο της αμέλειας
Στην Ελλάδα δεν τηρούνται στατιστικά στοιχεία για τους θανάτους βρεφών και παιδιών εξαιτίας της εγκατάλειψής τους μέσα σε αυτοκίνητα. Με δεδομένη την πλήρη έλλειψη δεδομένων, η εκτίμηση για το αν οι Ελληνες γονείς είναι λιγότερο ή περισσότερο αφηρημένοι σε σχέση με άλλες εθνικότητες διαμορφώνεται κατά το δοκούν. Η πραγματική συχνότητα των περιστατικών δεν αποτυπώνεται σε αριθμούς, ούτε κατ’ εκτίμηση.
Τα μεμονωμένα συμβάντα, τα οποία παγίως προκαλούν στο κοινό σοκ, θλίψη και θυμό εφόσον τα θύματα διανύουν τους πρώτους μήνες ή τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, στον δημόσιο διάλογο χαρακτηρίζονται εξίσου παγίως «πρωτοφανή». Μολονότι επαναλαμβάνονται από καιρού εις καιρόν με πανομοιότυπο, σχεδόν, τρόπο. Τα βασικά, στερεοτυπικά, θα έλεγε κανείς, χαρακτηριστικά, τα οποία παρατηρούνται στην πλειονότητα των τραγικών περιπτώσεων, απασχολούν την επιστήμη (Ψυχολογία, Ιατρική), τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας και ΜΚΟ, καθώς και την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία.
Οι φριχτοί, μαρτυρικοί θάνατοι ανηλίκων ξεχασμένων μέσα σε κλειδωμένα οχήματα απασχολούν επίσης, όπως είναι εύλογο, τα ΜΜΕ. Μάλιστα, το 2009 ο δημοσιογράφος της αμερικανικής εφημερίδας «The Washington Post» Τζιν Γουαϊνγκάρτεν είχε κερδίσει ένα από τα δύο βραβεία Πούλιτζερ στην καριέρα του, χάρη στο εκτενές άρθρο που είχε δημοσιεύσει με τον τίτλο «Θανάσιμη περίσπαση προσοχής: Ξεχνάς ένα παιδί στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου.
Ολέθριο σφάλμα. Είναι όμως έγκλημα;». Με το ρεπορτάζ του, γραμμένο ως μια σπαρακτική διήγηση συντετριμμένων γονέων, ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε στόχο, όπως ο ίδιος εξήγησε εκ των υστέρων, «να πείσω τον κόσμο ότι τα περιστατικά αυτά είναι ατυχήματα. Χωρίς καμία αμφιβολία πρόκειται για φοβερά ατυχήματα, αλλά θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι οι γονείς που τα προκαλούν δεν είναι τέρατα. Η ευαισθητοποίηση γύρω από το φαινόμενο των παιδιών που ξεχνιούνται μέσα σε αυτοκίνητα θα μας οδηγήσει στο να περιορίσουμε τη συχνότητα επανάληψής του».
Το άρθρο του Τζιν Γουαϊνγκάρτεν προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στις ΗΠΑ, μια από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως στην οποία τα περιστατικά θανάτων ξεχασμένων παιδιών καταγράφονται και αναλύονται διεξοδικά. Ωστόσο, τα κρούσματα εξακολουθούν να προστίθενται, παρά τις παραινέσεις των αρμόδιων δημόσιων φορέων για την οδική ασφάλεια, την παιδική προστασία κ.ο.κ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιεύονται στο noheatstroke.org, κατά την περίοδο 1998-2023, δηλαδή κατά τη διάρκεια της 25ετίας από τότε που δόθηκε στατιστικό ενδιαφέρον στο ζήτημα, στις ΗΠΑ έχουν καταγραφεί 942 θάνατοι παιδιών από υπερθερμία μέσα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα. Σε αναγωγή, κατά ετήσιο μέσο όρο, περισσότερα από 37 άτομα βρεφικής και παιδικής ηλικίας πεθαίνουν ξεχασμένα μέσα σε οχήματα σε χώρους στάθμευσης ανά την αμερικανική επικράτεια.
Η noheatstroke.org δεν είναι ακριβώς οργάνωση, αλλά μια πρωτοβουλία ενός μετεωρολόγου, μέλους του επιστημονικού και ερευνητικού προσωπικού στο Πανεπιστήμιο του Σαν Χοσέ στην Καλιφόρνια, ονόματι Γιαν Ναλ. Εδραία άποψή του -και το κίνητρο για τη συστηματική ενασχόληση με το πρόβλημα– είναι ότι όλοι οι θάνατοι ξεχασμένων παιδιών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Πέραν αυτού, όμως, ορισμένοι από τους επιμέρους δείκτες που αναδεικνύονται από την επεξεργασία των στατιστικών δεδομένων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καταρχάς, το 52,6% των θανάτων οφείλεται στην αμέλεια των ανθρώπων που φέρονται ως γονείς ή κηδεμόνες των θυμάτων και εξ ορισμού ήταν επιφορτισμένοι με τη φροντίδα τους. Το 25,3% έχει ως αίτιο ενέργειες των παιδιών μέσα στο αυτοκίνητο, π.χ. το να γυρίσουν τον διακόπτη και να θέσουν το όχημα σε κίνηση, χάριν παιδιάς. Ωστόσο, το 20,3% των παιδιών που ανευρέθηκαν νεκρά είχε αφεθεί συνειδητά εκεί από τους μεγαλύτερους. Και η μέση ηλικία των θυμάτων είναι 27,2 μήνες, δηλαδή λίγο μεγαλύτερα από 2 ετών.
Σε ό,τι αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης, στο 38% των περιστατικών ένοχη αμέλειας είναι η μητέρα, στο 25% ο πατέρας και στο 11% και οι δύο γονείς. Πάντως, ένα στοιχείο που προξενεί κατάπληξη είναι ότι πάνω από τους μισούς θανάτους (52%) συμβαίνουν στη μόνιμη κατοικία των θυμάτων. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι Αμερικανοί γονείς -ή γενικότερα οι γονείς- παρκάρουν το όχημά τους, φροντίζουν να πάρουν μαζί τους προσωπικά αντικείμενα και άλλα φορτία όπως σακούλες και τσάντες με ψώνια κ.λπ., εισέρχονται στην οικία τους και απορροφώνται στις καθημερινές ασχολίες τους, αλλά λησμονούν εντελώς το παιδί τους.
Μετά το σπίτι, το αμέσως πιο συχνό σημείο όπου καταγράφονται εγκαταλείψεις παιδιών σε αυτοκίνητα είναι ο χώρος εργασίας, στο 22% των περιπτώσεων.
Το αυτοκίνητο-θερμοκήπιο του θανάτου
Πόσο επικίνδυνη για την ανθρώπινη ζωή –και δη τη βρεφική ή παιδική- είναι η άνοδος της θερμοκρασίας σε ένα ακίνητο όχημα χωρίς εξαερισμό; Στο ερώτημα αυτό προσπάθησε ο μετεωρολόγος και ιδρυτής της noheatstroke.org Γιαν Ναλ να απαντήσει με μια ειδική μελέτη. Μετά από πειράματα και μετρήσεις σε διάφορες συνθήκες, δημοσίευσε το πόρισμα της επιστημονικής έρευνάς του.
Εν περιλήψει, βρήκε ότι η θερμοκρασία εντός του οχήματος αυξάνεται με ρυθμό 1,8 βαθμό Κελσίου ανά 5 λεπτά, με το 80% της ζέστης να ανεβαίνει μέσα στα πρώτα 30 λεπτά μετά το κλείδωμα του οχήματος. Η θερμοκρασία φτάνει τουλάχιστον έως τους 47,2 βαθμούς Κελσίου, ακόμη κι όταν η αντίστοιχη εξωτερική τιμή είναι η πιο χαμηλή απ’ όσες μέτρησε ο Ναλ.
Πιο αναλυτικά, σε ένα εύρος θερμοκρασίας του περιβάλλοντος από 22,2 έως 35,5 βαθμούς Κελσίου, η μέτρηση μέσα στο κλειστό αυτοκίνητο ήταν αυξημένη κατά 22 βαθμούς. Πολύ απλά αυτό σημαίνει ότι, όταν έξω από το όχημα η ζέστη ξεπερνά τους 35 βαθμούς, μέσα στο αυτοκίνητο το ξεχασμένο παιδί ψήνεται στους 57 βαθμούς Κελσίου. Πάντως, τα τελευταία χρόνια οι κατασκευαστές αυτοκινήτων εξοπλίζουν όλο και περισσότερα οχήματα με συστήματα ειδοποίησης και υπενθύμισης στον οδηγό, με φωτεινή ή και ηχητική σήμανση, να ελέγξει τα πίσω καθίσματα προτού κλειδώσει και απομακρυνθεί.
Ο Ναλ σημειώνει επίσης ότι, ακόμη κι αν κάποιος δημιουργήσει άνοιγμα, ενδεχομένως αφήνοντας κάποια παράθυρα ελαφρώς ανοιχτά ή με τη θραύση κάποιου από τα κρύσταλλα των παραθύρων, το αυτοκίνητο εξακολουθεί να θερμαίνεται περίπου με τον ίδιο ρυθμό όπως και εάν ήταν εντελώς κλειστό.
Πέρα από τους αριθμούς, ο ειδοποιός και κρίσιμος παράγοντας είναι βιολογικός. Στο πρώιμο στάδιο του βίου του ο άνθρωπος δεν έχει αναπτύξει ακόμη επαρκώς ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας στις ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εφίδρωση, ως μέσο αποβολής θερμότητας και προσαρμογής στην περιβαλλοντική θερμοκρασία, υφίσταται στοιχειωδώς και αδυνατεί να προφυλάξει ένα παιδί που εκτίθεται σε μεγάλη ζέστη.
Η θερμοκρασία σώματος ενός ατόμου ηλικίας μερικών μηνών ή ετών ανεβαίνει πολύ ταχύτερα από αυτήν ενός ενηλίκου – συγκεκριμένα, από 3 έως 5 φορές ταχύτερα. Πρακτικά, ένα παιδί φτάνει απότομα στο κατώφλι του θανάσιμου κινδύνου από την υπερθερμία, ερήμην κάποιου ενηλίκου, ο οποίος πιθανώς δεν νιώθει καν δυσφορία στις ίδιες συνθήκες που αποβαίνουν μοιραίες για εκείνο.
Επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες
Τον Ιούνιο του 2018 η 38χρονη Αμερικανίδα νοσηλεύτρια σε παιδιατρική κλινική του Ορεγκον Νικόλ Ενγκλερ άφησε το παιδί της να πεθάνει από υπερθερμία μέσα στο αυτοκίνητό της. Λίγες ώρες αργότερα, η ίδια, αφού συνελήφθη και προφυλακίστηκε με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, ικέτευε τους αστυνομικούς να την αφήσουν να αυτοκτονήσει. Είχε κιόλας αρχίσει να αυτοτραυματίζεται και να ξεριζώνει τα μαλλιά της.
Η ιστορία της έχει χτυπητές ομοιότητες με αυτήν της Αρτας: όπως και ο 37χρονος πατέρας, η Νικόλ δεν ήταν αυτή που πήγαινε την κόρη της στον παιδικό σταθμό σε καθημερινή βάση. Αυτό ήταν κάτι που είχε αναλάβει ο άνδρας της. Απλώς τη μοιραία, όπως θα αποδεικνυόταν μέρα, η ίδια ανέλαβε το καθήκον καθώς δεν θέλησε να ξυπνήσει νωρίς το πρωί τον σύζυγό της. Εκείνος κοιμόταν, εξαντλημένος ύστερα από μια ολονύκτια βάρδια στην εργασία του, ως τεχνικός ιατρικού εξοπλισμού.
Μόνο που η Νικόλ αφαιρέθηκε και διέγραψε τελείως το παιδί από το μυαλό της, σχεδόν αμέσως μετά τις κινήσεις που έκανε για να το τοποθετήσει στο κάθισμά του. Οδήγησε για αρκετά χιλιόμετρα οδεύοντας φυσικά προς την εργασία της. Και μόνο όταν τελείωσε τη βάρδιά της, το απόγευμα, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Η κόρη της είχε ξεψυχήσει μέσα στο αυτοκίνητο.
Μετά τη σύλληψή της το αμερικανικό κράτος διόρισε συνήγορο για την αφηρημένη μητέρα. Η πρώτη ενέργεια του οποίου ήταν να συμβουλευτεί τον Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, έναν νευροεπιστήμονα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, ο οποίος είχε γίνει διάσημος στις ΗΠΑ λόγω της εξειδικευμένης ενασχόλησής του με την εγκατάλειψη παιδιών μέσα σε οχήματα. Εως τότε ο δρ Ντάιμοντ είχε κληθεί να καταθέσει σε 18 δίκες εγκληματικά αμελών γονέων, ακριβώς όπως η Ενγκλερ. Οχι όμως για να συμβάλει στην καταδίκη, αλλά προς υπεράσπισή τους, κάτι το οποίο επιτύγχανε στις περισσότερες περιπτώσεις. Αλλωστε, ο ίδιος θεωρεί ότι δεν υπάρχει καν το λεγόμενο «σύνδρομο του ξεχασμένου παιδιού» – όπως δεν υπάρχει π.χ. το «σύνδρομο της ξεχασμένης τσάντας/κινητού τηλεφώνου/κλειδιών» κ.λπ.
Ο Αμερικανός νευροεπιστήμονας είναι πεπεισμένος ότι οι άνθρωποι απλώς ξεχνούν τα παιδιά τους εξαιτίας τυχαίων, εντελώς φυσιολογικών και αναμενόμενων, στιγμιαίων αστοχιών στη μνημονική λειτουργία του εγκεφάλου τους. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί κυριολεκτικά να συμβεί σε οποιονδήποτε. Οσο υπερπροστατευτικός κι αν είναι με τα παιδιά του, με όσο πάθος και αφοσίωση μοχθεί για να εκπληρώνει άριστα τα γονεϊκά καθήκοντά του.
Σε συνεντεύξεις του ο δρ Ντάιαμοντ επαναλαμβάνει ότι «ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που δυσχεραίνουν την πρόληψη και αποτροπή τέτοιου είδους τραγωδιών είναι η απροθυμία πολλών γονών να αποδεχτούν ότι κανείς, ούτε οι ίδιοι, δεν εξαιρείται από τα σφάλματα της μνήμης. Κι επειδή βρισκόμαστε σε άρνηση να συμβιβαστούμε με το ενδεχόμενο ότι κι εμείς μπορεί να ξεχάσουμε το παιδί μας στο αυτοκίνητο και να φύγουμε, δεν ξέρουμε πώς να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας να μην κάνει αυτό που δεν πρέπει να συμβεί. Υπάρχει η αίσθηση ότι, εάν πρέπει να έχουμε τέτοιες υπενθυμίσεις για το ίδιο το παιδί μας, τότε είμαστε κιόλας αμελείς».
Υπεισερχόμενος σε κάποιες βασικές έννοιες Νευροφυσιολογίας, ο δρ Ντάιαμοντ επισημαίνει ότι ο αδύναμος κρίκος είναι ο μηχανισμός της «προοπτικής μνήμης», η οποία δεν ανακαλεί, αλλά προοιωνίζεται ενέργειες. Είναι, δηλαδή, κάτι σαν την ψηφιακή εφαρμογή (app) σε ένα smartphone. Υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι πρέπει να κάνει κάτι συγκεκριμένο στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα: εντός των επόμενων δευτερολέπτων, λεπτών κ.λπ. Για να το πετύχει αυτό, η προοπτική μνήμη επαναλαμβάνει ήδη καταχωρημένες πληροφορίες και βάσει αυτών προχωρά στην υπενθύμιση. Του τύπου «κοίταξε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου πριν να το κλειδώσεις φεύγοντας.
Λύσε τις ζώνες και πάρε το παιδί σου από το καθισματάκι του» κ.ο.κ. Ομως, η προοπτική μνήμη, από τη φύση της (η οποία δεν έχει αποκωδικοποιηθεί πλήρως από την επιστήμη) είναι κάπως χαλαρή. Δεν υποχρεώνει τον εγκέφαλο να προβεί σε ενέργειες, όπως συμβαίνει με τις ενστικτώδεις αντιδράσεις. Η προοπτική μνήμη υπενθυμίζει και προτείνει μια ενέργεια, δεν την επιβάλλει, ούτε καταφεύγει σε συναγερμό αν η εν λόγω ενέργεια δεν εκτελεστεί. Αυτή είναι και η δομική αδυναμία της. Επίσης, από ανατομικής άποψης, η προοπτική μνήμη έχει διπλή έδρα, αφενός στον ιππόκαμπο του εγκεφάλου, εκεί όπου αποθηκεύονται όλες οι καινούριες πληροφορίες, και αφετέρου στον προμετωπιαίο φλοιό, το τμήμα σχεδιασμού μελλοντικών ενεργειών.
Τόσο ο δρ Ντάιαμοντ όσο και άλλοι ψυχολόγοι στις ΗΠΑ έχουν προχωρήσει σε τυποποίηση των συμπεριφορών γονιών που έχουν εγκαταλείψει το παιδί τους σε αυτοκίνητο. Το γεγονός ότι το έκαναν άθελά τους, όπως και το ότι δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι λάτρευαν τα παιδιά τους, δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Σχετικά με τη ροπή των γονιών προς τη συγκεκριμένη πράξη κραυγαλέας αμέλειας οι επιστήμονες έχουν ξεχωρίσει δύο σταθερά χαρακτηριστικά μοτίβα:
1) Οι πιθανότητες για έναν γονέα να εγκαταλείψει το παιδί του μέσα στο αυτοκίνητο πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα όταν υπάρχει κάποια ανατροπή στην παγιωμένη ρουτίνα των ενεργειών του. Ο δρ Ντάιαμοντ τονίζει πως «δεν έχω συναντήσει ποτέ, και εννοώ ποτέ κυριολεκτικά, ξεχασμένο παιδί σε αυτοκίνητο όταν ο οδηγός ακολουθεί σταθερά ένα δρομολόγιο στο οποίο συμπεριλαμβάνεται κάποια δομή παιδικής φροντίδας όπου καθημερινά αφήνει και το δικό του παιδί. Ακόμη και μία ανεπαίσθητη τροποποίηση, όπως μια αλλαγή λωρίδας στον δρόμο, είναι αρκετή για να μπλοκάρει την εύρυθμη, κανονική λειτουργία της προοπτικής μνήμης και να κατεβάσει τον διακόπτη σε ό,τι αφορά τη συναίσθηση του γονέα ότι στο πίσω κάθισμα βρίσκεται το παιδί του. Ετσι, αντί για το βρεφικό ή τον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο, το σχολείο κ.λπ., στρίβει και πηγαίνει στη δουλειά του».
2) Σχεδόν όλοι οι γονείς που έχουν ξεχάσει παιδί σε αυτοκίνητο δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι δεν το είχαν αφήσει, όπως έπρεπε να κάνουν, στην εκάστοτε δομή φροντίδας. «Ο εγκέφαλος παίρνει αυτό που αξιολογεί ως ορθολογικό και το μετατρέπει σε βεβαιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, το λογικό είναι, π.χ., ο πατέρας να αφήσει το παιδί του στον παιδικό σταθμό. Ομως ακόμη κι όταν δεν το κάνει, επειδή απλώς το ξέχασε, το μυαλό του θεωρεί ότι όλα έγιναν όπως ορίζει η ρουτίνα. Ακραίο παράδειγμα σχετικά με αυτό είναι η περίπτωση μιας μητέρας στο Μισισίπι, η οποία πήγε να παραλάβει τη δίχρονη κόρη της από τον παιδικό σταθμό. Οι υπεύθυνοι την κοίταξαν με έκπληξη και απορία, διότι εκείνη τη μέρα το κοριτσάκι απουσίαζε. Η μητέρα πανικοβλήθηκε, επιστρέφοντας όμως στο αυτοκίνητό της ανακάλυψε το παιδί δεμένο στο κάθισμά του, δυστυχώς νεκρό από υπερθερμία».