Τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις της διατήρησης των λεγόμενων επιχειρήσεων «ζόμπι» για την ελληνική οικονομία, δηλαδή εκείνων που επί σειρά ετών δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους τόκους επί των δανειακών υποχρεώσεών τους αναλύει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τη μελέτη πραγματοποίησαν οι κκ. Νίκος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκά και Κωνσταντίνος Πέππας και αναλύει τα οφέλη για την ελληνική οικονομία από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των εταιριών ζόμπι.
Η ανάλυση χρησιμοποιεί στοιχεία διαστρωματικών και χρονολογικών σειρών που αφορούν ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2002-2021, με διάκριση ανά μέγεθος και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Η περιγραφική ανάλυση αναδεικνύει τη θετική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του αριθμού των επιχειρήσεων «ζόμπι» τα τελευταία 20 χρόνια. Ακολούθως, η ποσοτική ανάλυση αποκαλύπτει σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από το βαθμό πυκνότητας των επιχειρήσεων «ζόμπι» σε επίπεδο συνολικής οικονομίας και κλάδου.
Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρίες «ζόμπι» σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης και παραγωγικότητας. Επίσης, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρίες «ζόμπι» επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις σε επιμέρους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου προς πιο παραγωγικούς τομείς δραστηριότητας.
Τέλος, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων και απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας. Από τα ευρήματα της μελέτης συνάγεται ότι η ταχύτερη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόσο εντός όσο και εκτός τραπεζικών ισολογισμών, επιτρέπει την αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων και δύναται να ενισχύσει τις επενδύσεις, την απασχόληση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας