Υψηλές είναι οι προσδοκίες της τραπεζικής αγοράς από τη νέα κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας και δη, το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να επικεντρωθούν σε τρία «μέτωπα» που είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τη χώρα, όσο κυρίως για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα: την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Πιο αναλυτικά, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος και την ξεκάθαρη επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας, τα reports των διεθνών επενδυτικών οίκων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά προς την κατεύθυνση επίτευξης του στόχου αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, εκτιμώντας πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα έχει γίνει το αργότερο έως το δ’ τρίμηνο του 2023. «Η προσπάθεια της κυβέρνησης τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει αποδώσει καρπούς, επιτρέποντας στην Ελλάδα να πετυχαίνει ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δεδομένων των θετικών καταλυτών, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, η ισχυροποίηση του τραπεζικού τομέα και τα πλεονεκτήματα συγκεκριμένων τομέων (τουρισμός, ενέργεια), η ελληνική οικονομία αναμένεται να πετύχει μια εύρωστη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια», σημειώνει χαρακτηριστικά η Axia Research, με την Eurobank Equities να τονίζει πως η δέσμευση της «γαλάζιας» παράταξης για δημοσιονομική πειθαρχία δημιουργεί ένα βιώσιμο δημοσιονομικό πλαίσιο που ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και θέτει τις βάσεις για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, πιθανότατα τον Οκτώβριο (αναθεώρηση αξιολόγησης από την S&P). Αξίζει να αναφερθεί πως θα έχουν προηγηθεί οι αξιολογήσεις από την DBRS στις αρχές Σεπτεμβρίου και από τη Moody’s στα μέσα του ίδιου μήνα, ενώ τον κύκλο κλείνει τελευταίος ο οίκος Fitch, στις αρχές Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η επενδυτική βαθμίδα, εκτός από την εισροή επενδύσεων, θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης για τράπεζες και επιχειρήσεις, επιταχύνοντας την πιστωτική επέκταση, ενώ, παράλληλα, θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα πολλών επενδυτικών έργων, δεδομένου ότι μειώνεται το ρίσκο της χώρας.
Όσον αφορά στο Ταμείο Ανάκαμψης, στελέχη των τραπεζών επισημαίνουν πως επιδίωξη της νέας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η συνέχιση της απορρόφησης των κονδυλίων που συνολικά θα ξεπεράσουν τα 57 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 28% – 29% του ΑΕΠ. Μέχρι σήμερα, οκτώ μήνες μετά την ενεργοποίηση του μηχανισμού, η Ελλάδα έχει εισπράξει από την Ευρωπαική Επιτροπή 11,1 δισ. ευρώ που σε όρους ΑΕΠ αντιστοιχεί στο 6,1%, έχοντας επιτυχώς ολοκληρώσει τα δύο σετ οροσήμων που απαιτούνται, ενώ πρόσφατα αιτήθηκε και την τρίτη δόση, για 1,7 δισ. ευρώ. Με τα επιτόκια να συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, χωρίς ορατό το ενδεχόμενο άμεσης αποκλιμάκωσης, τα κεφάλαια του RRF αποτελούν «καταφύγιο» για τις επιχειρήσεις που θέλουν να μεγαλώσουν, επενδύοντας σε τομείς, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός ή η πράσινη μετάβαση. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που οι τράπεζες προχώρησαν σε αναθεώρηση προς τα πάνω των στόχων για πιστωτική επέκταση έως το 2025.
Τέλος, η νέα κυβέρνηση καλείται να δρομολογήσει την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, με τις διαδικασίες αποεπένδυσης του ΤΧΣ να ξεκινούν ήδη την επομένη της σύνθεσης του νέου υπουργικού συμβουλίου. Μεγάλο στοίχημα αποτελεί το καταρχήν ενδιαφέρον των επενδυτών για τις μετοχές, τις οποίες κατέχει το Ταμείο, να μετουσιωθεί και σε πράξεις, προς όφελος, τόσο του Δημοσίου, όσο και των ίδιων των τραπεζών. Υπενθυμίζεται πως το ΤΧΣ κατέχει το 40,3% της Εθνικής Τράπεζας, το 27% της Τράπεζας Πειραιώς, το 9% της Αlpha Bank και το 1,4% της Eurobank, με την τελευταία να έχει ήδη εκκινήσει τις διαδικασίες για την επαναγορά του, με την επίσημη πρόταση προς το Ταμείο να αναμένεται τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.