Σε δύσβατα μονοπάτια βαδίζει πλέον η ιστορική οινοποιία Τσάνταλης με έδρα τον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής, η οποία έχει διακόψει πλήρως την παραγωγή της από το καλοκαίρι και πλέον δεν εμφιαλώνει κρασιά. Σημαντικό μέρος των ευθυνών, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας, βαραίνει τη σημερινή διοίκηση της εταιρείας και ειδικότερα τον διευθύνοντα σύμβουλο, Άγγελο Δημητριάδη, γαμπρό του Ευάγγελου Τσάνταλη εμβληματικού οινοποιού και από τους πρωτεργάτες του ελληνικού κρασιού. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η πορεία της εταιρείας αυτή τη στιγμή φαίνεται πλέον να είναι μη αναστρέψιμη αφενός λόγω της διακοπής της παραγωγής, καθότι δεν είχε την ρευστότητα να αγοράσει πρώτες ύλες και υλικά εμφιάλωσης, αφετέρου λόγω των δυσβάσταχτων οικονομικών υποχρεώσεων που διατηρεί.
Καθοριστική είναι η έναρξη των διαδικασιών κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων εις χείρας τρίτων και ειδικότερα εις χείρας προμηθευτών της Τσάνταλης, στους οποίους η επιχείρηση οφείλει σημαντικά ποσά για αγορές εξοπλισμού και υλικών. Η υπόθεση δεν είναι σημερινή, καθότι διαιωνίζεται τα τελευταία χρόνια χωρίς να έχει υπάρξει λύση ή διάθεση λύσης τόσο από πλευράς διοίκησης της εταιρείας, όσο και από πλευράς των δανειστριών τραπεζών κατ’ επέκταση. Αυτή τη στιγμή, όπως πληροφορούμαστε, κανένας από τους συνεργαζόμενους προμηθευτές δεν δίνει πίστωση στην εταιρεία για την απόκτηση φιαλών, πωμάτων και άλλων υλικών. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων κατακρημνίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας, η οποία ουσιαστικά εκτός από κάποια αποθέματα οίνου που έχει στα κελάρια της, δεν έχει παραγωγικό αντικείμενο.
Σημαντικό πλήγμα που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την Τσάνταλης, ήταν και η διακοπή προμήθειας της ρωσικής αγοράς -λόγω πολέμου-, όπου πουλούσε ποσότητες οίνων σε υψηλή τιμή, παράγοντας μεταξύ άλλων κρασί για το Κρεμλίνο με παραγωγή προερχόμενη από τους αμπελώνες του Αγίου Όρους.
Σοβαρά οικονομικά προβλήματα
Η επιχείρηση για την οποία έχουν γίνει κινήσεις εξεύρεσης λύσης καθώς και επαφές με ενδιαφερόμενους επενδυτές, βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα –και καθυστερήσεις στη μισθοδοσία– που οδήγησαν στη διακοπή του παραγωγικού της αντικειμένου, θέτοντάς την πλέον σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση. Η εταιρεία οφείλει περίπου 33 εκατομμύρια ευρώ προς τις τράπεζες έναντι δανεισμού και το σύνολο των υποχρεώσεών της υπερβαίνει τα 55 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων οφειλών προς ασφαλιστικά ταμεία και λοιπές φορολογικές ή άλλες υποχρεώσεις. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι έχουν προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας, μετά από πρωτοβουλία του Σωματείου Εργατοϋπαλλήλων της οινοποιίας Τσάνταλη, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οφειλές προς το προσωπικό κυμαίνονται μεταξύ 7 έως και 12 μηνών, με τους 70 εργαζόμενους της εταιρείας να βρίσκονται σε δυσμενή θέση.
Οι δανείστριες τράπεζες είναι η Alpha, η Πειραιώς, η Eurobank, η Εθνική και η Attica Bank. Έως και αυτή τη στιγμή δεν έχει βρεθεί ουσιαστική λύση τις μη βιώσιμες οφειλές που παρουσιάζει η οινοποιία προς τις τράπεζες, ενώ όπως ανέφερε στέλεχος της αγοράς με επενδυτικό ενδιαφέρον για την απόκτηση του Τσάνταλη, το γεγονός της διακοπής της λειτουργίας της αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα για ενδιαφερόμενους επενδυτές.
Οι συζητήσεις με τη Sterner Stenhus Ελληνικά Οινοποιεία των αδελφών Γεωργιάδη
Μεταξύ αυτών με τους οποίους έχουν καθίσει στο τραπέζι των συζητήσεων οι τράπεζες και η διοίκηση της εταιρείας είναι και η Sterner Stenhus Ελληνικά Οινοποιεία των αδελφών Γεωργιάδη (μετόχων και της εταιρείας ακινήτων Premia). Θυμίζουμε εδώ ότι η Sterner Stenhus Ελληνικά Οινοποιεία είναι η εταιρεία που πρόσφατα εξαγόρασε τον Μπουτάρη.
Οι τελευταίες επίσημες οικονομικές καταστάσει που δημοσίευσε η Ευάγγελος Τσάνταλης Α.Ε. για το 2021 δείχνουν ότι ο κύκλος εργασιών ήταν 24,26 εκατομμύρια ευρώ από 22,32 εκατομμύρια ευρώ το 2020 και είχε καθαρές ζημίες μετά από τους φόρους 2,19 εκατομμύρια από 4,69 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα για τα δύο έτη.
Μεταξύ των παραγωγικών εκτάσεων που έχει στην ιδιοκτησία της η Τσάνταλης είναι αυτές στη Μαρώνεια της Ροδόπης, τη Χαλκιδική, τη Ραψάνη και τη Νάουσα. Σημειώνεται ότι μέρος της παραγωγής της Τσάνταλη προέρχεται και από κτήματα στο Άγιον Όρος, τα οποία αξιοποιούσε για λογαριασμό της η εταιρεία. Σε ό,τι αφορά τη Μαρώνεια θεωρείται η τελευταία “ανακάλυψη” του Ευάγγελου Τσάνταλη ο οποίος έφυγε από τη ζωή δύο χρόνια αργότερα. Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή, παρά τις ρίζες στην αρχαιότητα, είχε εγκαταλειφθεί κυρίως λόγω της μετανάστευσης των ντόπιων είτε σε μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό. Χάρη στη συστηματική προσπάθεια της Τσάνταλης, το 1997 αναγνωρίστηκε η ονομασία “Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη Ίσμαρος”. Οι αμπελώνες στη Χαλκιδική έχουν έκταση 145 στρέμματα, αυτή του Αγίου Όρους 700 στρέμματα, αυτοί της Ραψάνης που δεν είναι ιδιόκτητοι αλλά τελούσαν υπό διαχείριση περίπου 800 στρέμματα, στη Μαρώνεια 580 στρέμματα και στη Νάουσα επιπλέον 200 στρέμματα. Σημειώνεται ότι στο διάστημα της δραστηριότητάς του ο Ευάγγελος Τσάνταλης καθόρισε όχι μόνο την πορεία της εταιρείας του αλλά και του ελληνικού κρασιού ευρύτερα, καθότι ήταν εκείνος που επένδυσε χρόνο και κεφάλαια στην αναβίωση ελληνικών ποικιλιών κρασιού, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις και στήριζε τους αμπελουργούς με τους οποίους συνεργαζόταν. Ωστόσο μετά το θάνατό του τα πράγματα άλλαξαν δραστικά και πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ξεκίνησε η αρχή της πτώσης.
Με καταβολές στην παραγωγή τσίπουρου
Η οικογένεια δραστηριοποιούνταν αρχικά στην Ανατολική Θράκη -έναρξη δραστηριότητας το 1890 – για την παραγωγή τσίπουρου και ούζου. Στη συνέχεια, κατά τη μετακίνηση της στη Μακεδονία επικεντρώθηκε στην παραγωγή κρασιού, η οποία εώς το 2005 αντιπροσώπευε περίπου τα 4/5 του όγκου παραγωγής της και λίγο λιγότερο από το ήμισυ των εσόδων της, καθιστώντας την μία από τις δύο μεγάλες οινοποιητικές εταιρείες της Μακεδονίας μαζί με τον Μπουτάρη.
Μετά τον θάνατο του Ευάγγελου Τσάνταλη το 1996, ιδιοκτήτες παρέμειναν οι κόρες του (από 37.5% η Χάιδω και η Ιωάννα Τσάνταλη) καθώς και ο ανιψιός του Dr Γεώργιος Τσάνταλης με 25%, ενώ διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε ο Άγγελος Δημητριάδας, σύζυγος της Χάιδως Τσάνταλη.