Ηθικά και πολιτικά έκπτωτη χαρακτήρισε την κυβέρνηση ο Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξη Τύπου που παραχωρεί στο Ζάππειο. «Ζητάμε την άμεση διάλυση της Βουλής και την προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, άμεσα, εντός των επόμενων τριών εβδομάδων, το λιγότερο, όπως το Σύνταγμα ορίζει» τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έκανε εκτενή αναφορά στην υπόθεση των παρακολουθήσεων.
«Μεταφέρουμε την πρόταση δυσπιστίας από το κοινοβούλιο στον λαό, τον ανώτατο κριτή, γιατί στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» σημείωσε ο Αλέξης Τσίπρας.
«Ταυτόχρονα δηλώνουμε ότι όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αρνείται να πράξει το αυτονόητο, να προσφύγει δηλαδή άμεσα στην κρίση του ελληνικού λαού για όσα διέπραξε εναντίον της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν θα νομιμοποιεί το νομοθετικό έργο μιας κυβέρνησης, που αποδεδειγμένα πια είναι κυβέρνηση εκτροπής» είπε ο Αλέξης Τσίπρας και συμπλήρωσε: «Από εδώ και στο εξής – με εξαίρεση τη συμμετοχή μας στην αντιμετώπιση της προσπάθειας να επανέλθει στο προσκήνιο η εγκληματική συμμορία των νεοναζί, αν υπάρξει νομοθετική διαδικασία για αυτό – θα απέχουμε από κάθε ψηφοφορία στη Βουλή».
Ο Αλέξης Τσίπρας, ασκώντας έντονη κριτική στον πρωθυπουργό, είπε ότι «τα αδιάψευστα πλέον στοιχεία για τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ με ευθύνη του πρωθυπουργού, παρακολουθήσεις που αφορούσαν τη στρατιωτική ηγεσία, υπουργούς, αρχηγό κόμματος, ευρωβουλευτές και δημοσιογράφους», καθώς και η εξέλιξη της συζήτησης στη Βουλή, «δημιουργούν νέα δεδομένα που κανείς πια δε δικαιούται να αγνοεί».
Υποστήριξε ότι η συζήτηση και η κατάληξη της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ προς την κυβέρνηση, «πέραν της ενοχής του πρωθυπουργού αποκάλυψε ότι η διάβρωση των θεσμών της δημοκρατίας, αλλά και η παράλληλη και επικίνδυνη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, έχουν δυστυχώς προχωρήσει πολύ βαθιά».
Μίλησε για «κακοποίηση του κράτους δικαίου» που «έρχεται να επιβάλει και να καλύψει μια τεράστια αναδιανομή πλούτου υπέρ λίγων και ισχυρών και σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας», προσθέτοντας ότι «η αισχροκέρδεια, που κοστίζει δραματικά στα νοικοκυριά, νομιμοποιείται και προστατεύεται με τον πιο απροσχημάτιστο και προκλητικό τρόπο».
Ανέφερε ότι «οι ισχυροί γίνονται ισχυρότεροι, τα ουρανοκατέβατα κέρδη γίνονται κανονικότητα, ενώ η κοινωνική πλειοψηφία, η μεσαία τάξη, οι εργαζόμενοι, ωθούνται στο περιθώριο της ανασφάλειας, της φτώχειας και της αγωνίας για το αύριο». Επιπλέον κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι η διαφθορά χαρακτηρίζει κάθε πράξη της, «όπως δείχνουν τα συνεχή σκάνδαλα διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, το όργιο των απευθείας αναθέσεων, και οι τελευταίες θλιβερές αποκαλύψεις για διαπλοκή τομέων του κράτους ακόμη και με το οργανωμένο έγκλημα».
Ανέφερε ότι «ποτέ άλλοτε μια κυβερνητική πλειοψηφία δεν ήταν τόσο εκτεταμένα συνδεδεμένη με τόσο σοβαρές περιπτώσεις διαφθοράς. Ονόματα κυβερνητικών στελεχών, Πάτσης, Στάσσης, Χειμάρας, Μαραβέγιας, Νικολάου, Πέτσας, είναι σήμερα συνώνυμα με μεγάλα κυβερνητικά σκάνδαλα».
Μιλώντας για την υπόθεση των παρακολουθήσεων σημείωσε ότι η εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ είναι πως «το δίκτυο των υποκλοπών που στήθηκε επιμελώς μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου, υπό την ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, δεν ήταν μια αστοχία, ένα λάθος, μια τυχαία εξέλιξη», αλλά «ένα συνειδητό και πολύπλοκο σχέδιο που ήθελε να συμπληρώσει και να καλύψει τα δίκτυα της κλοπής και της διαφθοράς». Σχολίασε ότι «αυτός ο ζόφος των δικτύων της διαφθοράς και της ασέλγειας στο Κράτος Δικαίου είναι αυτό ακριβώς που από τη πρώτη στιγμή ονομάσαμε ‘καθεστώς Μητσοτάκη’».
Στο ίδιο πλαίσιο χαρακτήρισε τον κ. Μητσοτάκη «καταχραστή της δημοκρατικής εξουσίας που του παραχώρησε ο ελληνικός λαός», «αποδεδειγμένα πια και με τη βούλα της αρμόδιας κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητης αρχής». Σχολίασε δε ότι είναι «αμετανόητος καταχραστής», «όπως απέδειξε η στάση του από την πρώτη μέρα που άρχισε να αποκαλύπτεται η δράση του παρακράτους». Διότι, συνέχισε, «οι αποδείξεις που η αρμόδια αρχή περισυνέλλεξε από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου, καθώς οι νομότυπες επισυνδέσεις αφορούσαν μονάχα σε περιπτώσεις στόχων που για κάποιο λόγο δεν ενεργοποιούσαν το κακόβουλο λογισμικό, δεν απαντούσαν στα μηνύματα-παγίδες που λάμβαναν στο κινητό τους. Και οι στόχοι ήταν δεκάδες».
Είπε ότι «η ιδιωτική ζωή του πολίτη έγινε βορά ενός εγκληματικού δικτύου υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του ίδιου του Πρωθυπουργού, με προφανή στόχο τον εκβιασμό, την διανομή των ιματίων του κράτους, τη χειραγώγηση των πολιτικών εξελίξεων, τη φαλκίδευση της λαϊκής βούλησης», ενώ σημείωσε ότι «η εθνική ασφάλεια, που συνεχώς επικαλείται ο κ. Μητσοτάκης για να δικαιολογήσει τις τεράστιες εξοπλιστικές δαπάνες των τελευταίων τριών χρόνων, έγινε δυστυχώς και αυτή θύμα παιγνίων εξουσίας και χρήματος με μεθόδους μαφίας».
Ανέφερε ότι ακολούθησε μια «πρωτοφανής επιχείρηση συγκάλυψης με κάθε μέσο, με ψέματα, με εκβιασμούς, με τρομοκράτηση, με χειραγώγηση της δικαιοσύνης, με επίκληση του απορρήτου, με δολοφονίες χαρακτήρα» και πως ήταν «τελευταίο σκαλοπάτι στη σκάλα του Κακού η προηγούμενη Παρασκευή». Είπε ότι «ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να μετατρέψει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε όργανο αυτής της εκτροπής» και ότι «εξουδετέρωσε τη Βουλή και εκμηδένισε τον αναντικατάστατο ρόλο της στον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και την προστασία των θεσμών και της δημοκρατίας».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε ότι «το θέαμα μιας πλειοψηφίας που ομόφωνα εγκρίνει την κατάχρηση εξουσίας από τον αρχηγό της, αποτελεί σήμα κινδύνου για κάθε δημοκράτη πολίτη», ότι «το θέαμα ‘στόχων’ της ΕΥΠ, που στηρίζουν στην ουσία την παρακολούθησή τους, παραμένουν στις θέσεις τους, συντάσσονται με τους αυτουργούς των υποκλοπών, παράγει αποτροπιασμό και πολιτική παρακμή». Τόνισε ότι «μια τέτοια κατάσταση σήψης και πολιτικής παρακμής, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ανεκτή από κανένα δημοκρατικό άνθρωπο».
Κατόπιν αυτών ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ «ως αξιωματική αντιπολίτευση και ως ο μεγάλος κορμός της δημοκρατικής παράταξης στον τόπο μας, δεν θα νομιμοποιήσουμε αυτή την πρωτοφανή εκτροπή, ακόμη και αν 156 βουλευτές της ΝΔ αποφάσισαν την περασμένη Παρασκευή να τη νομιμοποιήσουν». Συγκεκριμένα είπε ότι «μετά τις αποκαλύψεις των αποδείξεων της εκτροπής, μετά την άρνηση του πρωθυπουργού να δώσει έστω και μια απάντηση στη Βουλή, αυτή η κυβέρνηση για εμάς και για κάθε δημοκρατικό πολίτη είναι ηθικά και πολιτικά έκπτωτη, δε μπορεί να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω και να ασκεί εξουσία, να αποφασίζει για κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν τον ελληνικό λαό». «Ζητάμε, συνεπώς, την άμεση διάλυση της Βουλής και τη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, όπως το Σύνταγμα ορίζει, άμεσα, εντός τριών εβδομάδων το λιγότερο. Ζητάμε ο ελληνικός λαός να είναι αυτός που θα απαντήσει άμεσα, και όχι οι πιθανώς εκβιαζόμενοι βουλευτές της ΝΔ, στο κρίσιμο, στο υπαρξιακό ερώτημα που ετέθη προχθές στο κοινοβούλιο: Με τη δημοκρατία ή την εκτροπή».
Ο κ. Τσίπρας είπε ότι «μεταφέρουμε την πρόταση δυσπιστίας από το κοινοβούλιο στο λαό, τον ανώτατο κριτή. Γιατί στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα» και δήλωσε ότι «όσο ο κ. Μητσοτάκης θα αρνείται να πράξει το αυτονόητο, να προσφύγει άμεσα στην κρίση του ελληνικού λαού για όσα εναντίον της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου διέπραξε, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν θα νομιμοποιεί το νομοθετικό έργο μιας κυβέρνησης που αποδεδειγμένα πια είναι κυβέρνηση της εκτροπής». Σημείωσε ειδικότερα ότι «από εδώ και στο εξής, με εξαίρεση τη συμμετοχή μας για ευνόητους λόγους στην αντιμετώπιση της προσπάθειας να επανέλθει στο προσκήνιο η εγκληματική συμμορία των νεοναζί, -με εξαίρεση τη συμμετοχή μας σε αυτή τη διαδικασία αν υπάρξει νομοθετική διαδικασία για αυτό-, θα απέχουμε από κάθε ψηφοφορία στη Βουλή».
Παράλληλα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ είπε ότι «από σήμερα ξεκινάμε την πορεία μας προς τον ελληνικό λαό γιατί μόνο αυτός μπορεί και έφτασε η ώρα να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη».
Τέλος, κάλεσε όλα τα δημοκρατικά κόμματα, τους κοινωνικούς φορείς, την αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, «να παραμερίσουν τις όποιες διαφορές και να δημιουργήσουν ένα συμπαγές τείχος προστασίας της δημοκρατίας». Κάλεσε «τους δημοκρατικούς πολίτες να πάρουν την υπόθεση της δημοκρατίας στα χέρια τους». «Με την πεποίθηση ότι η δημοκρατία υπάρχει και ζει όσο η υπεράσπισή της είναι υπόθεση του κάθε πολίτη ξεχωριστά», τόνισε.