Το δεύτερο πρόσωπο είναι αυτό του μονήρους 55άρη: χωρίς σύντροφο, χωρίς δική του οικογένεια, με την απολύτως ελάχιστη κοινωνική συνδιαλλαγή, με ελάχιστους φίλους στους οποίους επέτρεπε την είσοδο σε μια κάπως πιο στενή στοιβάδα της ύπαρξής του. Ενας άνδρας που, όπως έχει δηλώσει παλαιότερα, αναπλήρωνε τη συστολή των παιδικών του χρόνων «ζώντας πιο άτακτα μέσα από τους ήρωες των βιβλίων μου». Για τα μέτρα του, η απόφασή του να παραιτηθεί από την Εθνική Τράπεζα, όπου εργάστηκε επί 23 χρόνια ώστε να αφοσιωθεί στην τέχνη του, υπήρξε η μεγαλύτερη ανατροπή στη ζωή του – τουλάχιστον σε αυτή την εκδοχή της που ήταν δημοσίως γνωστή.
Βεβαίως, ο Παπαθεοδώρου συμπλήρωνε το υπαρξιακό κενό της ρουτίνας και της ανίας με τις αποδράσεις στην παιδική λογοτεχνία, χάρη στην οποία απέσπασε επαίνους, κύρος, αίγλη, αλλά και χρήματα, αφού αρκετά από τα βιβλία του πωλήθηκαν σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα εντός και εκτός Ελλάδας. Σε ό,τι αφορά πάντως την καριέρα του ως τραπεζοϋπαλλήλου, φαινόταν πως το επόμενο βήμα θα ήταν η τιμητική μετάθεσή του εντός ΕΤΕ, στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), έναν από τους πιο ποιοτικούς και εκλεκτικούς εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα. Ομως, όσο επίμονα κι αν το επεδίωξε, η πόρτα του ΜΙΕΤ δεν άνοιξε ποτέ για εκείνον.
Η τρίτη πτυχή της προσωπικότητάς του ήταν αυτή που αποκαλύφθηκε με τη σύλληψή του.
Με το απολογητικό υπόμνημά του ο Παπαθεοδώρου ζητά την παύση της προφυλάκισης και διεκδικεί την άμεση απόλυσή του από τις λεγόμενες «σεξουαλικές» Φυλακές της Τρίπολης. Επικαλείται λόγους όπως ότι στον πρότερο βίο του ουδέποτε είχε απασχολήσει τις Αρχές και ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο. Οτι τα βιβλία του φέρουν μόνο θετικό πρόσημο για τους αναγνώστες, γεγονός που αποδεικνύεται από τις πολλαπλές βραβεύσεις και την υψηλή αναγνωσιμότητά τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Οτι επιλέγει συνειδητά να καταπιάνεται με θέματα βίας, ρατσισμού, ξενοφοβίας, κακοποίησης, περιθωριοποίησης, ταξικού διαχωρισμού και σχολικού εκφοβισμού -πάντα με την πρόθεση να συμβάλλει, ως διακεκριμένος συγγραφέας παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας, ως ένας κορυφαίος σύγχρονος παραμυθάς, στη βελτίωση του κοινωνικού περιβάλλοντος εντός του οποίου μεγαλώνουν τα παιδιά στη σημερινή Ελλάδα και όχι μόνο. Επί της ουσίας, ο Παπαθεοδώρου, καίτοι βαρύνεται με κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα, δηλώνει αθώος. Παραδέχεται εντούτοις ότι δεν παρακολουθούσε απλώς, αλλά και κατέβαζε υλικό σκληρής πορνογραφίας ανηλίκων από το Ιντερνετ, συμπεριλαμβανομένων βίντεο κακοποίησης και βιασμού παιδιών κάτω των 12 ετών.
Τι έψαχνε;
Ο Παπαθεοδώρου φύλασσε το υλικό αυτό κατ’ οίκον, αποθηκευμένο σε ψηφιακή μορφή. Κάτι που οδηγεί, βάσει κοινού νου και στοιχειώδους εξοικείωσης με το «ακατάλληλο» κομμάτι της διαδικτυακής πληροφορίας, στην αυτονόητη απορία: γιατί άραγε κάποιος να διατηρεί στην κατοχή του ένα υλικό κατεξοχήν παράνομο, άμεσα ενοχοποιητικό, εν τέλει ακραία αποκρουστικό για όποιον δεν έχει ειδικό ενδιαφέρον να το εξετάσει και να το αναλύσει με κίνητρα ενδεχομένως επιστημονικά, εγκληματολογικά ή απλώς διεστραμμένα και νοσηρά; Ενα υλικό για το οποίο μάλιστα ο ίδιος ο Παπαθεοδώρου δηλώνει γραπτώς και επωνύμως πως «δεν βρίσκω σε καμία περίπτωση ευχαρίστηση ή ικανοποίηση από τη θέασή του. Με κάθε ειλικρίνεια, μου προκαλεί απέχθεια και αποτροπιασμό». Τότε γιατί; «Για το επόμενο βιβλίο μου», απαντά ο συγγραφέας.
Προφανώς ο Βασίλης Παπαθεοδώρου, όπως και οποιοσδήποτε υπόδικος, δικαιούται να αντιμετωπίζεται ως εκ προοιμίου αθώος, τουλάχιστον έως ότου κριθεί ένοχος από την τακτική Δικαιοσύνη. Αλλά πέραν αυτού, στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει την αθωότητά του, ο ίδιος εστιάζει σε ένα αρκετά εξειδικευμένο, τεχνικό και οπωσδήποτε κρίσιμης σημασίας στοιχείο: ότι στον φάκελο που συνέταξε εις βάρος του η Αστυνομία δεν περιλαμβάνεται κανενός είδους απόδειξη ότι εκείνος διακινούσε τα περίπου 100 βίντεο ανήλικου σεξ που βρέθηκαν στο σπίτι του, αποθηκευμένα σε δύο σκληρούς δίσκους. Ο κατηγορούμενος τονίζει επιπλέον ότι «η λήψη των εν λόγω αρχείων έγινε μαζικά, σε ακολουθία της λέξης αναζήτησης, χωρίς καν να έχω εγώ τη δυνατότητα να κάνω προεπισκόπηση ή να επιλέξω αν πραγματικά θα με ενδιέφερε αποσπασματικά να τα δω».
Διεθνής έρευνα
Η Εισαγγελία Πρωτοδικών διέταξε την κράτηση του Βασίλη Παπαθεοδώρου, αφενός διότι το υλικό που βρέθηκε μόνο καθ’ υπερβολήν θα μπορούσε να αποτελέσει «δημιουργικό ερέθισμα», όπως διατείνεται εκείνος. Υποτίθεται πως ήθελε να γράψει ένα μυθιστόρημα με στόχο να ψηλαφήσει διά της μυθοπλασίας τα πρότυπα συμπεριφοράς των νεαρών εφήβων, το πώς παραπλανώνται και μετατρέπονται σε θύματα, ποιες είναι οι αντιδράσεις τους σε ό,τι τους συμβαίνει, «αν φαίνονται η καταπίεση, το άδειο βλέμμα τους κ.λπ.», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο υπόμνημά του. Ομως, στα βίντεο που είχε κατεβάσει, το μόνο που θα μπορούσε να παρακολουθήσει είναι η πράξη της κακοποίησης.
Για τη διερεύνηση των συμπεριφορών θα ήταν αρκετή μια περιήγηση στο Διαδίκτυο και στις εκατοντάδες καταγεγραμμένες περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και εφήβων. Εξάλλου, σχεδόν καθημερινά, τα ΜΜΕ σε ολόκληρη την υφήλιο ασχολούνται με παιδεραστές, αναδημοσιεύουν τραγικές μαρτυρίες των θυμάτων κ.ο.κ. Οσο τραγικό κι αν είναι το φαινόμενο της κακοποίησης ανηλίκων, δεν παύει να αποτελεί, δυστυχώς, μέρος της τρέχουσας πραγματικότητας. Και γι’ αυτό ηχεί ελάχιστα πειστική η άποψη του Παπαθεοδώρου ότι είχε στ’ αλήθεια ανάγκη να βλέπει αυτή καθαυτή τη φρίκη.
Ενας δεύτερος λόγος που κατέστησε αναπόφευκτη την προφυλάκισή του αποτελούν τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ. για τον εντοπισμό και την κατάσχεση του επίμαχου πορνογραφικού υλικού.
Ενώ ο Παπαθεοδώρου έγραφε και εξέδιδε τα βιβλία του, ενώ επισκεπτόταν σχολεία και συνομιλούσε με δεκάδες παιδιά ανά την Ελλάδα για το έργο του, ενώ βραβευόταν εγχωρίως και διεθνώς, η ειδική υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. για το ψηφιακό έγκλημα τον παρακολουθούσε. Και συμπλήρωνε συστηματικά αλλά μυστικά και αθόρυβα τον φάκελό του, ειδικά το τελευταίο εξάμηνο, κατά το οποίο φαίνεται πως είχε εντείνει τη δραστηριότητά του.
Στη σχετική ανακοίνωσή της, μετά τη σύλληψη, η ΕΛ.ΑΣ. αναφέρει ότι ο συγγραφέας εντοπίστηκε κατόπιν ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης έρευνας στο Διαδίκτυο, με τη συνδρομή των ομόλογων υπηρεσιών από Αστυνομίες ξένων κρατών. Και σε ό,τι αφορά το υλικό που βρέθηκε στο σπίτι του κατά την έφοδο των αστυνομικών, η ακριβής έκφραση της ΕΛ.ΑΣ. είναι ότι ο συλληφθείς «κατείχε πρόσφορα για διαμοιρασμό αρχεία με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων». Αυτό σημαίνει ότι, με βάση την κοινή αστυνομική εμπειρία, το είδος και η ποσότητα του ανευρεθέντος υλικού προσιδιάζει μάλλον σε σκοπούς διακίνησης παρά συλλογής για ιδιωτική χρήση, όποια κι αν είναι αυτή.
Πώς πιάστηκε
Στην υπόθεση Παπαθεοδώρου η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έκανε χρήση του CPS (Child Protection System, Σύστημα Παιδικής Προστασίας), ενός λογισμικού το οποίο έχει δημιουργηθεί και εξελίσσεται ειδικά για τον εντοπισμό διακινητών παιδικής πορνογραφίας στο Ιντερνετ. Η ΕΛ.ΑΣ. είναι ένας από τους 97 δημόσιους φορείς ανά τον πλανήτη στους οποίους η οργάνωση Child Rescue Coalition (Συμμαχία για τη Διάσωση του Παιδιού) διαθέτει το CPS. «Χρησιμοποιώντας τη δική μας τεχνολογία», σημειώνει η Child Rescue Coalition αναφερόμενη στο λογισμικό που αποτελεί ευρεσιτεχνία της, «στελέχη των υπηρεσιών επιβολής του νόμου σε ολόκληρο τον κόσμο είναι σε θέση να παρακολουθούν τις κινήσεις και να συλλαμβάνουν τους άρπαγες, οι οποίοι κατεβάζουν και ανταλλάσσουν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Η τεχνολογία μας λειτουργεί και εστιάζει στην παρακολούθηση συγκεκριμένων περιοχών μέσα στο Διαδίκτυο τις οποίες λυμαίνονται οι εγκληματίες. Συγκεντρώνουμε και αναλύουμε δεδομένα, τα οποία παρέχουμε στις διωκτικές αρχές». Η Child Rescue Coalition θέτει ως προϋπόθεση για την ορθή εφαρμογή και αξιοποίηση του CPS την εκπαίδευση των καθαυτό χρηστών του. Με κύκλο σεμιναρίων 3-4 ημερών, οι πράκτορες των κατά τόπους διωκτικών αρχών εξοικειώνονται πλήρως με τις δυνατότητες του συστήματος, υπό την καθοδήγηση στελεχών της Child Rescue Coalition.
Πολύ σχηματικά, η λογική του Child Protection System φέρει ομοιότητες με την κλασική αστυνομική μέθοδο των μαρκαρισμένων χαρτονομισμάτων – αλλά με όρους Διαδικτύου: ορισμένα βίντεο ή φωτογραφίες ανήλικου σεξουαλικού περιεχομένου ανασύρονται από το Ιντερνετ όπου κυκλοφορούν και σημαδεύονται με κρυπτογραφημένη ψηφιακή κωδικοποίηση. Κατόπιν, το CPS παρακολουθεί την πορεία αυτών των βίντεο σαν να λάμβανε σήμα από κάποιον πομπό. Οσοι, λοιπόν, μοιράζονται τα συγκεκριμένα αρχεία, χωρίς να το γνωρίζουν, εισέρχονται στην περιοχή κάλυψης των ψηφιακών ραντάρ του CPS. Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου εντοπίστηκε με ακριβώς αυτό τον τρόπο, όταν ανάμεσα στα δεκάδες βίντεο που κατέβαζε, είτε από το κανονικό και ελεύθερο Διαδίκτυο είτε από το σκοτεινό και θεωρητικά ανεξέλεγκτο τμήμα του, δηλαδή το Dark Web, εν αγνοία του έκανε download κάποια από τα σημαδεμένα βίντεο-πληροφοριοδότες της ΕΛ.ΑΣ. Αυτό ήταν και το μοιραίο λάθος που έφερε την ΕΛ.ΑΣ. στην πόρτα του.
«Ηξερε τι έκανε»
Προσπαθώντας να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη με το πορνογραφικό υλικό και τι σκόπευε να κάνει με αυτό, ο Παπαθεοδώρου αναφέρθηκε στο eΜule (www.emule-project.com), μια παμπάλαια -για τα δεδομένα του Διαδικτύου- πλατφόρμα διαμοιρασμού ψηφιακών αρχείων. Ο ίδιος είχε εγκαταστήσει στον υπολογιστή του τη σχετική εφαρμογή και αναζητούσε ό,τι τον ενδιέφερε, εν προκειμένω ερασιτεχνικά αρχεία εικόνας, πειστήρια πραγματικής σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.
Προς υπεράσπισή του, ισχυρίστηκε ότι, από τη φύση του, το eMule δεν παρέχει δυνατότητα στον χρήστη να γνωρίζει εκ των προτέρων τα επιμέρους, μεμονωμένα αρχεία τα οποία κατεβάζει, κάτι που, σε μεγάλο βαθμό, ισχύει. Το υλικό που κυκλοφορεί στο eMule, για διάφορους λόγους (νομικούς, τεχνικούς κ.λπ.), κατακερματίζεται, οπότε η διαδικασία του download αφορά «πακέτα», τα οποία περιέχουν μεγάλο όγκο δεδομένων που μπορεί να διερευνηθεί μόνον αφότου έχουν ολοκληρωθεί το κατέβασμα και η αποθήκευσή του στον υπολογιστή του χρήστη. Ο Παπαθεοδώρου τονίζει πως δεν ήξερε τι κατέβαζε και ότι «εγώ πατούσα στην αναζήτηση κάποιες λέξεις-κλειδιά, όπως “girl”, “boy”, και κατέβαζα μαζικά τα αρχεία, δηλαδή δεν μπορούσα να κάνω επιλογή αρχείων.
Η καταχώρηση ήταν μαζική και τυχαία. Τα περισσότερα βίντεο που κατασχέθηκαν δεν τα είχα δει ποτέ, αλλά ούτε είχα και σκοπό να τα δω. Και πιθανότατα δεν θα είχαν καν κάποια μυθοπλαστική αξία. Οσα βίντεο έχω ανοίξει, δεν τα έχω δει ολόκληρα! Πατούσα τον κέρσορα και τα έβλεπα στο fast forward, προκειμένου να δω μόνο συγκεκριμένες στιγμές – και ασφαλώς όχι αυτές της σεξουαλικής κακοποίησης. Σε καμία περίπτωση δεν είχα σκοπό να κρατήσω το κατασχεθέν υλικό επ’ αόριστον. Θα προέβαινα στην ολοσχερή διαγραφή του αμέσως μετά τη συγγραφή του βιβλίου μου».
Οι δικαιολογίες που προβάλλει ο συγγραφέας δεν φαίνεται πως πείθουν ούτε την κλινική εγκληματολόγο Κέλλυ Ιωάννου, διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Κυβερνοασφάλεια (Cyber Security International Institute – CSI Institute). Η οποία, σε τηλεοπτική συνέντευξή της, αποφάνθηκε ότι «ο συγγραφέας ήξερε τι αναζητούσε. Δεν γίνεται τυχαία το downloading. Τα αρχεία αυτά συνήθως έχουν κατέβει από το Dark Web και εμείς τα θεωρούμε εξαιρετικά ύποπτα».
Η κυρία Ιωάννου επισήμανε επίσης ότι το eMule επιλέγεται από τους χρήστες του ακριβώς επειδή μπορούν να μοιραστούν ο ένας με τον άλλον υλικό το οποίο δεν είναι προσβάσιμο πουθενά αλλού στο Διαδίκτυο, αλλά βρίσκεται αποθηκευμένο είτε σε cloud είτε σε σκληρούς δίσκους. Καταλήγοντας, η ίδια σχολίασε με αφορμή την περίπτωση Παπαθεοδώρου: «Αυτό που δεν υπολογίζουν τις περισσότερες φορές οι χρήστες του Διαδικτύου είναι ότι παράλληλα με τα δικά τους έχουν προχωρήσει και τα δικά μας εργαλεία εντοπισμού τους. Κάπως έτσι φτάσαμε στα ίχνη τους και στη συγκεκριμένη υπόθεση».
Τολμηρός συγγραφέας
Απευθυνόμενος στην εισαγγελική αρχή, ο Παπαθεοδώρου επικαλείται ακόμη και το Netflix, λέγοντας ότι προκειμένου να αποτυπώσει στο γραπτό του μια σκηνή βιασμού με τον μέγιστο δυνατό ρεαλισμό και όσο πιο παραστατικά γινόταν, παρακολούθησε το «13 Reasons Why». Πρόκειται για μια σειρά του Netflix η οποία περιεργάζεται λίγο-πολύ ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην εφηβεία, από μπούλινγκ και παρενόχληση έως βιασμό και εξώθηση σε αυτοκτονία. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε σαν δυναμωτικό της φαντασίας του τις πιο βίαιες σκηνές του εν λόγω σίριαλ, ειδικά για τη συγγραφή του βιβλίου του «Η νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια».
Οπως όμως εκμυστηρεύεται στην απολογία του, η μέθοδος αυτή ήταν η συνήθης: «Ολες τις πληροφορίες που έβρισκα από την έρευνά μου (βίντεο, άρθρα, σειρές) τις αποθήκευσα σε σκληρό δίσκο, καθώς αποτελούσαν τη βασική πρώτη ύλη του συγγραφικού μου έργου ώστε όσα περιγράφω να είναι ρεαλιστικά. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκεντρώνω υλικό και για τα προσεχή βιβλία μου». Παρ’ όλα αυτά, προς αποφυγήν δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων για το άτομό του, μετά τις τελευταίες εξελίξεις ο ίδιος σπεύδει να ξεκαθαρίσει πως «σε καμία περίπτωση δεν θα προέβαινα σε καταγραφή και περιγραφή σεξουαλικών πράξεων στο βιβλίο μου. Φιλοδοξούσα μόνο να προειδοποιώ για τους κινδύνους από το Ιντερνετ».
Οπως αποδεικνύεται από άλλο βιβλίο του, το «Οι 9 Καίσαρες», οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα παιδιά ενώ περιπλανώνται στο Διαδίκτυο είναι θέμα που απασχολεί διαρκώς τον συγγραφέα το τελευταίο διάστημα. Και γι’ αυτό ακριβώς μοιάζει με ειρωνεία, αν όχι με το άκρον άωτον της υποκρισίας, η εμπλοκή του με την παιδική πορνογραφία – βεβαίως, αν και εφόσον αποδειχθεί η ενοχή του.
«Πολλές φορές έχω θεωρηθεί “προφητικός” συγγραφέας», γράφει ο ίδιος στην απολογία του, αποπειρώμενος να διαφωτίσει τους εισαγγελείς για το ποιόν του. Εξηγεί, δε, περαιτέρω ότι ζητήματα που έχει θίξει σε βιβλία του στη συνέχεια έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη, όπως η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, οι τραγικές υποθέσεις Γιακουμάκη, Τοπαλούδη κ.ά.
Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο «Σχολική Παράσταση» του 1996 ο Παπαθεοδώρου χρησιμοποιεί ως κεντρικό ήρωα έναν μαθητή της Β’ Γυμνασίου ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο έξαρσης ρατσιστικών επεισοδίων μέσα σε μια βαθιά διχασμένη κοινωνία. Το happy end της ιστορίας αποτελεί έναν διθύραμβο στην κοινωνική και φυλετική ισότητα.
Παρομοίως, στο βιβλίο του «Χνότα στο Τζάμι», χάρη στο οποίο κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2007, γίνεται μια αλληγορική καταγγελία του αυταρχισμού και της κρατικής τρομοκρατίας.
Στο επίσης βραβευμένο μυθιστόρημά του «Στη Διαπασών» ένας εξαγριωμένος έφηβος καταφεύγει στη βία, συγκρούεται με τους πάντες και εντάσσεται σε ρατσιστικές και ακροδεξιές οργανώσεις.
Αντίστοιχα κοινωνικά ζητήματα αιχμής του είδους που οι περισσότεροι συγγραφείς -και ιδιαίτερα παιδικών και νεανικών βιβλίων- αποφεύγουν να αγγίξουν, ο Παπαθεοδώρου δεν έχει τον παραμικρό δισταγμό να τα προβάλει σε έργα όπως «Οι άρχοντες των σκουπιδιών», «Το ημερολόγιο ενός δειλού», «Ηταν το ίνδαλμά μου» κ.ά. Μάλιστα το βιβλίο του «Η νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια» είναι ίσως το πιο τολμηρό από όσα έχει συγγράψει, αφού η κεντρική ηρωίδα είναι μια εξαφανισμένη έφηβη η οποία, ακριβώς όπως στη σειρά του Netflix, όταν εν τέλει ανευρίσκεται νεκρή, διαπιστώνεται πως πριν από τη δολοφονία της είχε υποστεί βιασμό.
Η πτώση
«Γεννήθηκα στην Αθήνα το έτος 1967», γράφει παρουσιάζοντας το βιογραφικό του ο Βασίλης Παπαθεοδώρου στις οικείες παραγράφους του απολογητικού υπομνήματός του. «Οι γονείς μου ήταν διευθυντές της Πολιτικής Αεροπορίας, ενώ έχω και μία νεότερη αδελφή. Το 1985 ολοκλήρωσα τη φοίτησή μου στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Στη συνέχεια, το 1990, αποφοίτησα από τη Σχολή Μεταλλειολόγων Μηχανικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το 1996 αποφοίτησα και από το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ.
Παράλληλα, με τις σπουδές μου εργαζόμουν ως δάσκαλος γερμανικής γλώσσας σε μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Υπηρέτησα στο Πολεμικό Ναυτικό. Από το 1995 έως το 2018 εργαζόμουν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ως οικονομικός αναλυτής κινδύνου. Παράλληλα, εργαζόμουν ως συγγραφέας. Το έτος 2018 δήλωσα εθελούσια αποχώρηση από την ΕΤΕ προκειμένου να αφοσιωθώ στο συγγραφικό μου έργο».
Ακολούθως, απαριθμεί δεκάδες διακρίσεις και βραβεύσεις που έχουν αποσπάσει τα περισσότερα από τα συνολικά 36 βιβλία του, υπογραμμίζοντας εμμέσως το status του ως του καλύτερου, πιο δημοφιλούς, επιδραστικού κ.λπ. συγγραφέα εφηβικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Βασίλης Παπαθεοδώρου έχει τιμηθεί τρις με Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας και έχει προταθεί ως υποψήφιος άλλες πέντε φορές.
Ως κορωνίδα των διακρίσεών του αναφέρεται ότι ο ίδιος υπήρξε δύο φορές υποψήφιος (2020 και 2021) για το Διεθνές Βραβείο Παιδικής-Εφηβικής Λογοτεχνίας Astrid Lindgren Memorial Award (ALMA), το οποίο θεωρείται το «Νόμπελ της παιδικής λογοτεχνίας», με έπαθλο 460.000 ευρώ. Με τη σύλληψη, την προφυλάκιση, κυρίως όμως με τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί εις βάρος του, η λαμπρή καριέρα του κατακρημνίστηκε.
Η αποκαθήλωση και η πτώση του συνοδεύονται από μια πάνδημη κατακραυγή, έναν αυθόρμητο αποτροπιασμό που τον έχει ήδη στιγματίσει για πάντα – όποια κι εάν είναι η εξέλιξη της επικείμενης δίκης του. Ο εκδοτικός οίκος Καστανιώτη, στον οποίο εξέδιδε τα έργα του αλλά και εργαζόταν ως επικεφαλής του παιδικού τμήματος, διέκοψε κάθε συνεργασία μαζί του και απέσυρε τα βιβλία του από το ηλεκτρονικό κατάστημα. Το ίδιο έκανε με την υποψηφιότητά του για το φετινό ALMA η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων, ενώ κάποιοι συνάδελφοί του καταδίκασαν τις πράξεις του με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μεταξύ αυτών, την πιο χαρακτηριστική, οργίλη και ίσως τη χαριστική βολή στην υπόληψη του Βασίλη Παπαθεοδώρου κατάφερε ο Αύγουστος Κορτώ γράφοντας απλώς: «Δεν θέλω ούτε να γράψω τ’ όνομά του, γιατί εννοείται πως τον ήξερα, στον ίδιο εκδότη ήμασταν ένα φεγγάρι. Δεν το χωράει το μυαλό μου. Να γράφεις βιβλία για παιδιά, να κλείνεις το αρχείο του Word και να ανοίγεις το αρχείο της κόλασης».