Όπως η ίδια αναφέρει στο protothema.gr, ο πατέρας της δεν δεχόταν τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις με αποτέλεσμα να καταλήξουν στις δικαστικές αίθουσες. Η νεαρή που έζησε μέχρι να φύγει για σπουδές σε ένα χωριό της περιφέρειας του Δήμου Ρήγα Φεραίου, εμφανίστηκε τη Δευτέρα στη δικαστική αίθουσα με μάσκα, η οποία δεν έκρυβε την παραμόρφωση που είχε υποστεί το πρόσωπό της από τις γροθιές. Το ένα μάτι της ούτε καν φαινόταν από τις φλεγμονές.
«Όταν ανακοίνωσα στην οικογένειά μου ότι θέλω να γίνω μουσουλμάνα, τότε ξεκίνησαν και οι καβγάδες. Ο πατέρας μου ήταν αυτός που δεν ήθελε να ακούσει για το Ισλάμ και να με βλέπει με τη μαντίλα. Δεν του άρεσαν οι θρησκευτικές μου πεποιθήσεις. Εγώ ζω στο εξωτερικό αλλά έχω έρθει στην Ελλάδα για να δω τους γονείς μου. Το ότι καταλήξαμε στα δικαστήρια δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάω τον πατέρα μου. Μου ζήτησε να βγάλω τη μαντίλα επειδή θα ερχόταν στο σπίτι μας ένας ιερέας κι επειδή αρνήθηκα άρχισε να χτυπάει στο κεφάλι. Δεν θέλω να φέρνω σε δύσκολη θέση τους γονείς μου, τους αγαπάω όπως ξέρω ότι με αγαπούν κι αυτοί» είπε στο protothema.gr η νεαρή Μαρία.
Η κοπέλα, η οποία εργάζεται πλέον σε ιατρικό ερευνητικό εργαστήριο σε πανεπιστήμιο της Μεγάλης Βρετανίας όπου και σπούδασε βιοϊατρική, κατέθεσε καταγγελία εις βάρος του πατέρα της για ξυλοδαρμό. «Με χτυπούσε για 20 λεπτά με ζωώδη χαρά γιατί δεν ήθελε να φοράω μαντήλι στο κεφάλι» κατέθεσε στο δικαστήριο και ο πατέρας της έκλαιγε και ζητούσε συγγνώμη. Η Εισαγγελέας της έδρας κυρία Παπακώστα, υπερασπιζόμενη αρχικά το αυτονόητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να πιστεύει σε όποιον Θεό θέλει, ήταν καταπέλτης εναντίον του 50χρονου αγρότη για την κακοποίηση, και τελικά ο άνδρας καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση.
«Η έκθεση του γυμνού στις γυναίκες είναι κακό και το κατακρίνω πολύ»
«Δε γινόταν συχνά, αλλά όταν γινόταν ήταν έντονο. Αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Είναι οξύθυμος. Αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην το επιτρέψω να γίνει ξανά» τόνισε παράλληλα η κοπέλα μιλώντας στο Mega. «Είναι δύσκολη η θέση μου γιατί είναι πατέρας μου αλλά έχει να κάνει με την ηθική μου. (…) Για μένα η έκθεση του γυμνού στις γυναίκες είναι κακό και το κατακρίνω πολύ».
Η 24χρονη εκτιμά ότι ο πατέρας της έχει μετανιώσει ειλικρινά για τις πράξεις του και εκτιμά ότι θα βρεθεί τρόπος να πορευτούν αρμονικά μεταξύ τους από εδώ και στο εξής: «Έχει μετανιώσει πολύ, όλοι κάνουμε λάθη αλλά είναι καλό να ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις πράξεις μας» ανέφερε η ίδια.
«Όσον αφορά τη βία, αυτό που θέλω να εκφέρω είναι πως ντροπή δεν είναι το να καταγγέλλουμε κάτι που καταπατά τα δικαιώματά μας, είναι να αφήνουμε άτομα να εκμεταλλεύονται τα δικαιώματά μας. Η ανεξιθρησκεία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά διαφέρει πολύ από τον νόμο στην πράξη. Όταν ήρθα στον Βόλο υπήρξαν εκφράσεις από συμπολίτες που δεν τους ήξερα, “α, είσαι εσύ η μουσουλμάνα” και χειρονομίες» υπογράμμισε η κοπέλα.
Το χρονικό της υπόθεσης
Το θύμα είχε αποφασίσει να περάσει λίγες ημέρες με τους γονείς και τον 13χρονο αδελφό της, επιστρέφοντας από την Αγγλία, ενώ όπως είπε στην κατάθεσή της, είχε ενημερώσει τηλεφωνικά τους γονείς της για την απόφασή της να ασπαστεί τον ισλαμισμό.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του τοπικού σάιτ, οι γονείς της νεαρής είχαν αντιδράσει έντονα από το τηλέφωνο, της είχαν διαμηνύσει να μην έρθει στην Ελλάδα, αλλά όταν ηρέμησαν τα πνεύματα εκείνη τελικά αποφάσισε να έρθει το περασμένο Σάββατο για να τους δει. Όταν ο πατέρας της την είδε με μαντίλα την ώρα που πήγε να την παραλάβει από τον σταθμό των λεωφορείων στον Βόλο άρχισε την επίθεση. «Μας ρεζιλεύεις παντού» της είπε και εκείνη του απάντησε πως το προνόμιο να ρεζιλεύει την οικογένειά του και την ίδια, το είχε για πολλά χρόνια εκείνος. Όταν έφτασαν σπίτι, οι διαμάχες δεν σταμάτησαν, ενώ την Κυριακή η οικογένεια περίμενε συγγενείς στο σπίτι. Η 25χρονη φορώντας το μαντήλι της, αποφάσισε να μείνει στο δωμάτιό της και ο πατέρας της εξαγριώθηκε. Αρχισε να την χτυπάει με γροθιές, την έριξε κάτω και την κλωτσούσε στα πλευρά. Όταν η μητέρα της μπήκε στη μέση, την χτύπησε και εκείνη.
«Μου είπε πως θα σκοτώσει πρώτα εμένα και μετά το παιδί» δήλωσε στην κατάθεσή της η μητέρα, που πήγε και ζήτησε βοήθεια από τους γείτονες. «Έχεις πάρει τον δρόμο του διαβόλου» φώναζε ο πατέρας στην 24χρονη αιμόφυρτη κόρη του, ενώ ο ίδιος είναι άθεος, αλλά τηρεί τα έθιμα της χριστιανικής κοινότητα όπου ζει. Η μητέρα παραδέχτηκε πως ο σύζυγός της είναι βίαιος και χτυπά την ίδια και τα παιδιά.
Η 24χρονη που γεννήθηκε σε χωριό του Βελεστίνου, βαφτίστηκε χριστιανή. Κατέθεσε πως μόλις την είδε ο πατέρας της στον σταθμό του ΚΤΕΛ με την μαντίλα ήταν έτοιμος να την «αρπάξει» και να γίνουν ρεζίλι. «Στο σπίτι φώναζε πως οι μουσουλμάνοι είναι άρρωστοι και δεν άφηνε περιθώριο να του εξηγήσω πως είναι δικαίωμά μου να αναζητώ, να ερευνώ τις θρησκείες και να παίρνω αποφάσεις. Είμαι έτσι κι αλλιώς κατά της εμφάνισης γυμνών σημείων του σώματος», είπε και δήλωσε πως πολλές φορές η ίδια και η οικογένειά της έχουν βιώσει ξεσπάσματα βίας από τον πατέρα, και άλλες τόσες φορές έχουν φοβηθεί πως θα κάνει πράξη την απειλή του, δηλαδή να τους σκοτώσει.
«Τον θεωρώ επικίνδυνο τον πατέρα μου» ανέφερε η 24χρονη και αρνήθηκε όταν της προτάθηκε από την εισαγγελέα να δεχθεί διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης.
Ο 50χρονος στην κατάθεσή του άφησε να εννοηθεί πως παλεύει τόσα χρόνια για τα παιδιά του και αγωνίζεται με λίγα χρήματα να τα βγάλει πέρα, θεωρώντας πως θα έπρεπε να υπακούν όλοι στις εντολές του γιατί τους συντηρεί. Μάλιστα είπε για την κόρη του πως ενώ ήξερε πως δεν είχε χρήματα για να την σπουδάσει, εκείνη έκανε ότι ήθελε. «Στα νεύρα μου επάνω έγιναν όλα γιατί έχω και βαρύ χέρι. Δεν θα ακουμπήσω ξανά ούτε τρίχα από τα μαλλιά τους, δεν θα πειράξω ούτε μύγα», είπε απολογούμενος, με την Εισαγγελέα να του λέει πως έπρεπε πριν πολλά χρόνια να έχει βρεθεί στην θέση του κατηγορούμενου.
«Γυρίστε να δείτε την κόρη σας, θα μπορούσατε να την είχατε σκοτώσει. Επειδή τους δίνετε, όπως εσείς νομίζετε, ένα πιάτο φαΐ, θα τους κάνετε την ζωή μαρτύριο;» είπε απευθυνόμενη η Εισαγγελέας στον κατηγορούμενο. Τον χαρακτήρισε άνθρωπο βίαιο, χωρίς ηθικούς φραγμούς και χωρίς αγάπη για την οικογένειά του. Η Εισαγγελέας και οι δύο δικαστίνες της έδρας τον καταδίκασαν σε τρία χρόνια και τρεις μήνες χωρίς αναστολή και χωρίς η έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη, ενώ υπέρ της αναστολής της ποινής τάχθηκε ο πρόεδρος της έδρας. Ο 50χρονος έκλαιγε και ζητούσε συγγνώμη μέχρι να τον οδηγήσουν οι αστυνομικοί στα κρατητήρια για μεταγωγή στην φυλακή.