Ακόμη και αν ο «αρχιτέκτονας» του συμμαχικού έπους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέσωσε την Ευρώπη από την επέλαση του Ναζισμού, ωστόσο, οι πρώτες εκλογές που διεξήχθησαν στη χώρα του μετά τη λήξη του πολέμου, δηλαδή στις 26 Ιουλίου 1945 αποτέλεσαν τη «δεύτερη χειρότερη ήττα στην ιστορία του συντηρητικού κόμματος», σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές.
Αιτία; Το γεγονός ότι αποκαμωμένη από τις συγκρούσεις η βρετανική κοινωνία δεν ενδιαφερόταν πλέον για δόξα, αλλά για Κράτος πρόνοιας και υποδομές, αφήνοντας στην άκρη τον πλέον χαρισματικό ηγέτη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Και αν οι ιστορικές, αυτές, εκλογές είναι βαθιά εγγεγραμμένες στην εθνική μνήμη των Βρετανών, ο απερχόμενος Πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ απέφυγε επιμελώς χθες να αναφερθεί στις αιτίες που καθιστούν τις εκλογές τον Ιούλιο στη χώρα του ως… αντιδημοφιλείς, λέγοντας μόνο πως «δεν είχαμε εκλογές τον Ιούλιο από το 1945», πολύ περισσότερο όταν οι ηγετικές του ικανότητες απέχουν παρασάγγας από τον εμπνευσμένο Τσώρτσιλ.
Όσο για τον Σούνακ, η ενθουσιώδης εκκίνηση του στην Πρωθυπουργία ως μια σύγχρονη εναλλακτική της αυτοκρατορικής Μεγάλης Βρετανίας στο διεθνές σύστημα, κατέληξε γρήγορα σε διαχειριστική αδυναμία, ακόμη και αν ο ίδιος περιέγραψε χθες πως εκτελεί το σχέδιο του που θα αποδώσει καρπούς στο μέλλον, επενδύοντας στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Για τους Βρετανούς αναλυτές, ο αιφνιδιασμός που επιχείρησε ο Σούνακ αποβλέπει στον περιορισμό των εκλογικών απωλειών, αλλά και στην ανάδειξή του ως τον αξιόπιστο ηγέτη που θα οδηγήσει τη χώρα του σε καιρούς ανομβρίας. Παρότι προκήρυξε τις εθνικές εκλογές χθες υπό βροχή, εντούτοις ο Σούνακ τόνισε ότι «τώρα είναι η στιγμή για τη Βρετανία να επιλέξει το μέλλον της και να αποφασίσει εάν θέλει να οικοδομήσει στην πρόοδο που έχουμε σημειώσει ή κινδυνεύει να επιστρέψει στην αρχή και χωρίς βεβαιότητα», μολονότι την ώρα του διαγγέλματός του ηχούσε ο ύμνος των Εργατικών, «DReam’s Things Can Only Get Better», που επελαύνουν στις μετρήσεις.
Ανοιχτή και η μομφή
Το ενδεχόμενο συντριβής των Συντηρητικών αποτέλεσε τη βασική αιτία της προκήρυξης των εκλογών κατά τον Guardian, με δεδομένο ότι κορυφαία στελέχη του κόμματος θεωρούν πως «θα μπορούσε να αντιμετωπίσει εκλογική εξάλειψη, με ορισμένους βουλευτές να σκέφτονται ακόμη και να υποβάλουν επιστολές μομφής».
Στην κατεύθυνση αυτή, ακόμη και οι Υπουργοί, Esther McVey και Chris Heaton-Harris φέρεται να εξέφρασαν επιφυλάξεις για την ημερομηνία «εν μέσω ανησυχιών ότι οι ψηφοφόροι δεν αισθάνονται ακόμη καλύτερα, παρά τις βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές», σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, παρά τα όσα δήλωσε ο Σούνακ περί αβεβαιότητας. «Τώρα είναι η στιγμή για τη Βρετανία να επιλέξει το μέλλον της και να αποφασίσει εάν θέλει να οικοδομήσει στην πρόοδο που έχουμε σημειώσει ή κινδυνεύει να επιστρέψει στην αρχή και χωρίς βεβαιότητα», όπως δήλωσε ο Βρετανός Πρωθυπουργός, φιλοδοξώντας να επικρατήσει στο ρεύμα της «αλλαγής» που υπόσχονται οι Εργατικοί, μετά από 14 χρόνια διακυβέρνησης των Συντηρητικών.
Το χρονικό του ρίσκου
Πριν το διάγγελμα, πάντως, ο Βρετανός Πρωθυπουργός ενημέρωσε το Βασιλιά Κάρολο για την κίνησή του, ενώ η βασιλική οικογένεια αναβάλλει όλες τις εκδηλώσεις μέχρι τις εκλογές. «Μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού για την προκήρυξη γενικών εκλογών, η βασιλική οικογένεια θα αναβάλει -σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία- τις υποχρεώσεις που μπορεί να διαταράξουν την προεκλογική εκστρατεία» αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, η οποία μοιάζει να αφουγκράζεται το μέγεθος της πολιτικής κρίσης.
Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ και βρεγμένος από την καταιγίδα, ο Ρίσι Σούνακ έκανε αναφορές στη διεθνή επικαιρότητα, την Οικονομία και τον πόλεμο στην Ουκρανία με άμεση σύνδεση στην οικονομία της Βρετανίας, κάνοντας λόγο για δύο σημαντικά ορόσημα. «Η οικονομία μας αναπτύσσεται ταχύτερα από άλλες χώρες», είπε χαρακτηριστικά λέγοντας πως το πλάνο που εισηγήθηκε και εφάρμοσε λειτουργεί, θέτοντας παράλληλα και το εκλογικό δίλημμα: «πώς και ποιον εμπιστεύεστε να συνεχίσει;» διερωτήθηκε. «Είναι εύκολο να ξεχνάμε από πού βγήκαμε» πρόσθεσε αναφερόμενος στην πανδημία και τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Βρετανοί τα τελευταία χρόνια. «Όταν βγήκαμε από την πανδημία, πέσαμε στον πληθωρισμό» συμπλήρωσε, εκφράζοντας την περηφάνια του για αποφάσεις που έχει πάρει και προτάσσοντας πως «όσα έκανε, αποδίδουν».
Σύμφωνα με το Sky News, «αυτή είναι μια στιγμή κατά την οποία ο πρωθυπουργός επιδιώκει να ξαναπάρει τον έλεγχο της ατζέντας, ειλικρινά έχοντας χάσει το μεγαλύτερο μέρος του έτους, χρησιμοποιώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Θέλησε να εκμεταλλευτεί την πτώση του πληθωρισμού», όπως μεταδίδει, αν και οι Εργατικοί άνοιξαν ιδιαίτερα την ψαλίδα στην τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Opinium Research, η οποία δημοσιεύτηκε το περασμένο Σάββατο και φέρει τους Εργατικούς να συγκεντρώνουν το 43% των προθέσεων ψήφου, έναντι 25% των Συντηρητικών.
Ο χλιαρός Στάρμερ
Τη στιγμή όμως που οι Εργατικοί πηγαίνουν στις εκλογές με δημοσκοπικό «αέρα» 15-20 μονάδων, ο οποίος δίνει μια νίκη η οποία μπορεί να εξελιχθεί και σε θρίαμβο, όπως σημειώνει ο Guardian, τα ποσοστά δημοφιλίας του αρχηγού τους, Κιρ Στάρμερ είναι πιο χαμηλά και από αυτά του Εντ Μίλιμπαντ το 2015. Ακόμη περισσότερο, η ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι σε σχέση με το 2014, σήμερα λιγότεροι είναι αυτοί που νομίζουν ότι οι Εργατικοί είναι αρκετά καλοί για να κυβερνήσουν. Λιγότεροι σε σχέση με 10 χρόνια πριν είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι Εργατικοί έχουν καλή ηγετική ομάδα, όπως και αυτοί που θεωρούν ότι κατανοούν τα προβλήματα της Βρετανίας.
Στο ερώτημα, όμως, πώς ένας ηγέτης, όπως ο Στάρμερ, που δεν έχει τόσο μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη θα φτάσει -με ισχυρή πιθανότητα- να γίνει πρωθυπουργός; Ο Μπεν Πέιτζ, επικεφαλής της εταιρείας ερευνών Ipsos, είναι σαφής μιλώντας στον Guardian: «Είναι περισσότερο η αηδία από τους Τόρις, παρά η ανακούφιση για τους Εργατικούς που οδηγεί την πολιτική σκηνή».
Αν και ο Στάρμερ, που εκλέχτηκε επικεφαλής του κόμματος το 2020, αρχικά είχε δεσμευτεί να συνεχίσει στον δρόμο του προκατόχου του Τζέρμοι Κόρμπιν, στην πορεία άλλαξε την ηγετική ομάδα και τις πολιτικές του κόμματος. Δεν λείπουν πάντως και υποσχέσεις που στην πορεία εγκατέλειψε, όπως αυτή για «πράσινες» επενδύσεις 28 δισ. λιρών τον χρόνο. Όσο και αν κάποιες αποφάσεις του Στάρμερ, συνεχίζει ο Guardian, αποξένωσαν παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος και δυσαρέστησαν στελέχη, τα ποσοστά των Εργατικών εκτοξεύτηκαν από το 29% των εκλογών του 2019 στο άνω του 40% των δημοσκοπήσεων.
Τα επόμενα βήματα
Μετά τον αιφνιδιασμό, θα διαλυθεί και τυπικά η Βουλή, κάτι που αναμένεται να γίνει 25 εργάσιμες ημέρες πριν από τις εκλογές, άρα στις αρχές Ιουνίου. Ως τη διάλυση το σώμα κλείνει τις νομοθετικές εκκρεμότητες που έχει, ενώ, μετά τη διάλυσή του, «παγώνει» και η δραστηριότητα της Βουλής των Λόρδων. Οι υπουργοί μένουν κανονικά στις θέσεις τους μέχρι τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, αλλά περιορίζονται σε διαχειριστικά θέματα.
Η αλλαγή του εκλογικού χάρτη
Στην απόφαση του Σούνακ, παράλληλα, φαίνεται να συνετέλεσε και ο εκλογικός χάρτης και τα όρια των (μονοεδρικών) περιφερειών. Από τότε τα όρια των περιφερειών άλλαξαν σχεδόν όλα ώστε να έχουν περίπου 73.392 εκλογείς η κάθε μία, όσους δηλαδή ο μέσος όρος (σύνολο εκλογέων δια τις περιφέρειες). Στην πράξη, η Αγγλία κέρδισε έδρες, αλλά η Σκωτία και η Ουαλία έχασαν, όπως δηλαδή συνέβη και το… 1945.
Οι υπολογισμοί του Sky News δείχνουν ότι μόνο με μια διαφορά άνω του 8,3% θα έχουν ελπίδες πρωτιάς οι Εργατικοί αν και θα χρειαστούν εταίρους για συγκυβέρνηση. Μόνο με διαφορά άνω του 12,7% οι Εργατικοί θα έχουν αυτοδυναμία, αλλά με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακόμη περισσότερο, για την άνετη πλειοψηφία των 30 εδρών στη Βουλή χρειάζονται διαφορά 13,8% στην κάλπη, ενώ για τις 50 έδρες, η «ψαλίδα» πρέπει να φτάσει το 14,5%.