Ξεθωριάζει η ευρωπαϊκή πολυτέλεια: Πώς τα αμερικανικά brands έγιναν της μόδας

    Ημερομηνία:

    Η μετοχή του κλάδου πολυτελών ειδών που δίνει τις καλύτερες αποδόσεις την τελευταία δεκαετία δεν είναι η Hermès ή κάποιος άλλος από τους μεγάλους ιταλικούς ή γαλλικούς οίκους μόδας.

    Τον τίτλο αυτό κέρδισε η Tapestry, η εταιρεία πίσω από το αμερικανικό brand Coach. Και ακολουθεί από κοντά η επίσης αμερικανική Ralph Lauren.

    Η μετοχή της Ralph Lauren έχει ενισχυθεί κατά 29% από τις αρχές του έτους και της Tapestry κατά 55%, έχοντας δώσει αποδόσεις άνω του 60% το 2024.

    Όχι και άσχημα για αυτά τα brands, που κάποιες φορές θεωρούνται οι «φτωχοί συγγενείς» των καθιερωμένων ονομάτων της ευρωπαϊκής πολυτέλειας.

    Οι τελευταίες ανακοινώσεις των εταιρικών αποτελεσμάτων έδειξαν ένα όλο και διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις επιδόσεις των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών brands. Οι πωλήσεις της Coach αυξήθηκαν κατά 13% το τελευταίο τρίμηνο και της Ralph Lauren κατά 11%.

    Κάποια από τα ευρωπαϊκά brands που απευθύνονται σε καταναλωτές πολύ υψηλής εισοδηματικής στάθμης, όπως τα Hermès και Brunello Cucinelli, καταφέρνουν να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης. Το ίδιο συμβαίνει και με την Miu Miu της Prada, μια μάρκα που αποδεικνύεται ιδιαίτερα δημοφιλής στις νεότερες γενιές.

    Όμως, για άλλα καθιερωμένα ονόματα, όπως η Gucci και η Louis Vuitton, η ζήτηση εμφανίζεται μειωμένη. Κατά μέσο όρο, οι πωλήσεις των ευρωπαϊκών πολυτελών brands μειώθηκαν κατά 3% το τελευταίο τρίμηνο, σύμφωνα με στοιχεία της Bank of America, τα οποία επικαλείται η Wall Street Journal.

    Η Coach και η Ralph Lauren καταφέρνουν να αναπτυχθούν σε μία δύσκολη αγορά στοχεύοντας στους νεότερους καταναλωτές. Η Coach προσέλκυσε 1 εκατ. νέους πελάτες στη Β. Αμερική το περασμένο τρίμηνο, με τους περισσότερους εξ αυτών να ανήκουν στις γενιές των GenZ και των millennial.

    Αλλά και τα ίδια τα ευρωπαϊκά brands βοήθησαν, άθελά τους, τους αμερικανούς ανταγωνιστές τους. Όταν τα τελευταία χρόνια προχώρησαν σε απότομες αυξήσεις τιμών στα προϊόντα τους, απέκλεισαν πολλούς νέους καταναλωτές και αγοραστές της μεσαίας τάξης από την γκάμα τους.

    Είναι ενδεικτικό ότι στην αμερικανική ιστοσελίδα της Gucci κανείς μπορεί να βρει μόνο τρεις τσάντες που κοστίζουν λιγότερα από 1.000 δολάρια, την ώρα που η Ralph Lauren πουλά περισσότερα από 150 μοντέλα σε αυτό το εύρος τιμών.

    Από την άλλη, οι Coach και Ralph Lauren επενδύουν εδώ και χρόνια στην εικόνα του brand τους. Το διαφημιστικό τους μπάτζετ έχει αυξηθεί στο 10% και 7% των πωλήσεων αντίστοιχα, από περίπου 4% που ήταν ιστορικά.

    Έτσι, η Coach βρέθηκε στο top 5 των πιο περιζήτητων brands του Lyst Index κατά τα τελευταία δύο τρίμηνα, μαζί με πιο ακριβές μάρκες, όπως η Miu Miu και η Prada. Η Ralph Lauren άρχισε να εμφανίζεται στο top 20 τον τελευταίο χρόνο και πλέον κατατάσσεται υψηλότερα από την Balenciaga και την Gucci. Ο δείκτης Lyst Index παρακολουθεί την συμπεριφορά περίπου 160 εκατ. καταναλωτών.

    «Στο παρελθόν, ένας πελάτης της Louis Vuitton δεν θα ήθελε να τον δουν ούτε νεκρό με μια τσάντα Coach», λέει στη Wall Street Journal η Aneesha Sherman, αναλύτρια της Bernstein. Όμως σήμερα, το brand αυτό θεωρείται μια πιο αποδεκτή εναλλακτική.

    Και την ίδια στιγμή, τα αμερικανικά brands βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης στην κινεζική αγορά, καθώς οι Κινέζοι στρέφονται σε πιο οικονομικές επιλογές. Την ώρα που τα ευρωπαϊκά brands παρουσιάζουν επιβράδυνση στην Κίνα, οι Ralph Lauren και Coach εμφανίζουν αύξηση πωλήσεων κατά 30% και 22% αντίστοιχα.

    Το στοίχημα για τα αμερικανικά brands τώρα είναι να μπορέσουν να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων τους, χωρίς να διακινδυνεύσουν να κάνουν τα ίδια λάθη που κόστισαν ακριβά στους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.

    Παραδοσιακά, τα ευρωπαϊκά luxury brands κόστιζαν δύο φορές ακριβότερα από τα προϊόντα της Coach, όμως σήμερα, έχουν γίνει δέκα φορές ακριβότερα.

    Από την άλλη, οι ευρωπαϊκοί οίκοι δεν σχεδιάζουν να ρίξουν τις τιμές τους για να ξανακερδίσουν το νεανικό κοινό. Η Louis Vuitton, για παράδειγμα, απευθύνεται στο χαμηλότερης εισοδηματικής στάθμης κοινό με μια νέα σειρά φθηνότερων προϊόντων, όπως τα κραγιόν των 160 δολαρίων και ποντάρει στην καλύτερη ποιότητα των τσαντών της.

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Πώς το matcha έγινε ο «πράσινος χρυσός» – Από την Ιαπωνία στο TikTok

    Η Ιαπωνία καταναλώνει matcha από τον 12ο αιώνα, αλλά...

    Ο «κανόνας του 80%» του Mark Zuckerberg – Τον ακολουθούσαν ο Albert Einstein και ο Steve Jobs

    Πώς μοιάζει, άραγε, μια μέρα στη δουλειά για τον...

    Spotify: Το πρώτο τραγούδι που ξεπερνά τα 5 δισ. streams ανήκει στον The Weeknd

    Το «Blinding Lights» του The Weeknd έγινε το πρώτο...

    Συναγερμός για την εξαφάνιση της 17χρονης Μαρίας

    Συναγερμός έχει σημάνει στις Αρχές μετά την εξαφάνιση της 17χρονης...