Στην υψηλή ραπτική, ένα φόρεμα εμφανώς δεν αποτελείται μόνο από ύφασμα και κλωστή· είναι χρόνος, τέχνη και μυστήριο συμπυκνωμένα σε χιλιάδες ώρες δουλειάς, σε έναν κόσμο όπου η φαντασία δεν γνωρίζει όρια. Την άνοιξη του 2004, ο John Galliano για τον οίκο Christian Dior έστησε μια πασαρέλα που έμοιαζε με αρχαιολογικό θαύμα: 3.500 χρόνια πίσω, στην Αίγυπτο των Φαραώ. Μία ακόμη υπενθύμιση ότι η haute couture δεν είναι απλώς μόδα. Είναι σκηνικό, είναι θέατρο, είναι η πιο ακριβή μορφή απόδρασης που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος της μόδας.

Η ιστορία της αρχίζει στο Παρίσι του 19ου αιώνα, όταν ο Βρετανός couturier Charles Frederick Worth άνοιξε τον πρώτο οίκο υψηλής ραπτικής στην οδό rue de la Paix. Δεν αρκέστηκε στο να ράβει κατά παραγγελία· σχεδίαζε συλλογές, τις παρουσίαζε σε πελάτισσες της υψηλής κοινωνίας και με αυτόν τον τρόπο «όριζε» εκείνος τι θα φορεθεί. Η αυτοπεποίθηση αυτή έδωσε το στίγμα ενός θεσμού που, το 1868, απέκτησε τη δική του ομοσπονδία, τη Fédération de la Haute Couture et de la Mode (πρώην Chambre Syndicale de la Haute Couture), η οποία μέχρι σήμερα θέτει τους αυστηρούς κανόνες: αψεγάδιαστη τεχνική, εκατοντάδες ώρες χειροποίητης εργασίας, παρουσίαση στο επίσημο πρόγραμμα της εβδομάδας μόδας υψηλής ραπτικής του Παρισιού.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Paul Poiret, που απελευθέρωσε το γυναικείο σώμα αφαιρώντας τον κορσέ, εισήγαγε ρευστές σιλουέτες και ζωντανά χρώματα στα σχέδιά του φέρνοντας επανάσταση στη μόδα.
Ο 20ός αιώνας είχε πολλούς σημαντικούς σταθμούς στην υψηλή ραπτική, συμπεριλαμβανομένης της συλλογής «New Look» του Christian Dior το 1947, η οποία αναζωογόνησε τη βιομηχανία μόδας της Γαλλίας με τις στενές μέσες, και τις φουσκωτές φούστες, μια εικόνα πολυτέλειας που έμοιαζε σαν επιστροφή σε έναν κόσμο πριν από τις στερήσεις. Η πρωτοποριακή ιδέα του Yves Saint Laurent με την πρώτη ανεξάρτητη μπουτίκ υψηλής ραπτικής, το 1966, έφερε περαιτέρω επανάσταση στον κλάδο.

To 1970, o αριθμός των οίκων υψηλής ραπτικής μειώθηκε σε μόλις 19 (από 106 το 1946). Πολλοί σχεδιαστές απέδωσαν την ευθύνη στους αυστηρούς κανόνες του Le Chambre Syndicale de La Haute Couture, που απαιτούσε μη βιώσιμες συνθήκες μετά τον πόλεμο, όταν η μαζική παραγωγή ήταν δημοφιλής και το πελατολόγιο της υψηλής ραπτικής μειωνόταν. Οι Thierry Mugler και Christian Lacroix ήταν δύο από αυτούς που ηττήθηκαν από τα έξοδα της υψηλής ραπτικής.
Ο οίκος Versace ανακοίνωσε το 2017 ότι δεν θα συμμετέχει στις επιδείξεις μόδας υψηλής ραπτικής (είχε προηγηθεί ένα διάλειμμα από το 2004 έως το 2012). Μια στροφή στην προσέγγιση του οίκου προς την haute couture, με τις δημιουργίες να παρουσιάζονται πλέον, μέσω του Atelier Versace, αποκλειστικά σε επιλεγμένους πελάτες και δημοσιογράφους, αντί για το ευρύ κοινό.
Η Haute Couture σε αριθμούς
Η πολυτέλεια της haute couture βασίζεται σε αμέτρητες ώρες χειροποίητης δουλειάς. Ένα «απλό» φόρεμα μπορεί να χρειαστεί 150 ώρες για να ολοκληρωθεί. Μια δημιουργία με περίτεχνα κεντήματα ξεπερνά τις 1.000 ώρες, ενώ για τις πιο σύνθετες μπορεί να χρειαστούν και 6.000 ώρες. Για το νυφικό του οίκου Dior, σχεδιασμένο από την Maria Grazia Chiuri, που φόρεσε η Chiara Ferragni, χρειάστηκαν 1.600 ώρες δουλειάς.
Στον οίκο Chanel, μια ομάδα μόλις τεσσάρων ατόμων (η première και τρεις μοδίστρες), αφοσιώνεται σε κάθε ρούχο, με έως και δέκα πρόβες για να επιτευχθεί η τέλεια εφαρμογή, ενώ στον οίκο Valentino, 70 μοδίστρες απασχολούνται στο ατελιέ της Ρώμης, αριθμός που αυξάνεται σε 80 κατά την περίοδο που δημιουργείται η συλλογή. Όσον αφορά τις δοκιμές που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα ρούχο υψηλής ραπτικής (στα δωμάτια-δοκιμαστήρια σερβίρεται σαμπάνια και χαβιάρι), αυτές ποικίλλουν στον αριθμό ανάλογα με την πολυπλοκότητα της δημιουργίας: οι πιο απλές απαιτούν 2-3 πρόβες και χρειάζονται 6 έως 8 εβδομάδες για να παραδοθούν ενώ τα πιο απαιτητικά ρούχα, με πολλά κεντήματα, μοναδικά στο είδος τους, απαιτούν έως και δέκα πρόβες. Μερικές πελάτισσες, μάλιστα, προκειμένου να αποφύγουν τα ταξίδια για τις πρόβες, φτιάχνουν κούκλες-μανεκέν στα μέτρα τους.


Μόνο 2.200 μοδίστρες παγκοσμίως, γνωστές στον χώρο ως les petites mains (που μεταφράζεται ως «μικρά χέρια»), έχουν τα προσόντα να ράψουν σε αυτό το απαιτητικό επίπεδο υψηλής ραπτικής. Το πελατολόγιο δεν ξεπερνά τα 4.000 άτομα παγκοσμίως, οι οποίες αποκτούν τις δημιουργίες σε τιμές που ζαλίζουν: ανάλογα με τη δουλειά που απαιτείται για να τελειοποιηθεί, μία δημιουργία μπορεί να στοιχίσει έως 1 εκατ. ευρώ. Σε αντίθεση με τα ready-to-wear ρούχα, τα ενδύματα υψηλής ραπτικής δεν έχουν καρτελάκια με προκαθορισμένες τιμές. Στον τελικό λογαριασμό υπολογίζεται το κόστος κάθε υλικού και ο αριθμός των ωρών εργασίας που απαιτήθηκε για τη συγκεκριμένη δημιουργία.
Το παιχνίδι της αποκλειστικότητας
Οι επιδείξεις της υψηλής ραπτικής γίνονται δύο φορές τον χρόνο και η απόκτηση μιας δημιουργίας αποτελεί μάλλον ένα ανταγωνιστικό «σπορ» για τις ενδιαφερόμενες. Κάθε οίκος μόδας επιβάλλει αυστηρούς κανόνες (οι οποίοι ποικίλλουν ανάλογα με τον επικεφαλής σχεδιαστή) σχετικά με τον τρόπο πώλησης των κομματιών. Κάποιοι οίκοι πωλούν μόνο ένα φόρεμα ανά χώρα, πράγμα που σημαίνει πως μόλις ένας σχεδιαστής υποκλιθεί στο τέλος της επίδειξης, η πελάτισσα στέλνει αμέσως μήνυμα στον εκπρόσωπο πωλήσεων του εκάστοτε οίκου σχετικά με τις εμφανίσεις που επιθυμεί για τη σεζόν. Αν δεν προλάβει να «κλείσει» το ρούχο που θέλει, ο οίκος μπορεί να της δώσει τη δυνατότητα να το αποκτήσει σε μία άλλη χώρα, με την προϋπόθεση ότι θα φορεθεί μόνον εκεί που αγοράστηκε.


Και πώς συντηρούνται οι δημιουργίες αφού φορεθούν; Στα σπίτια των πελατισσών υψηλής ραπτικής, υπάρχουν συνήθως μικρά δωμάτια, μέσα στους χώρους της γκαρνταρόμπας, τα οποία έχουν ελεγχόμενη θερμοκρασία και υγρασία, δημιουργώντας έτσι το ιδανικό περιβάλλον για τα ρούχα. Ωστόσο, οι οίκοι προσφέρουν επίσης βοήθεια στο να διατηρούνται τα ρούχα υψηλής ραπτικής σε άψογη κατάσταση. Αφού φορεθούν, οι περισσότεροι παίρνουν πίσω τα κομμάτια για να τα φρεσκάρουν και αν υπάρχει κάποιος λεκές ή έχει πέσει κάποιο διακοσμητικό στοιχείο, αφαιρούν και διορθώνουν.
Συμπερασματικά, η υψηλή ραπτική αποτελεί έναν λαμπρό φάρο δημιουργικότητας, δεξιοτεχνίας και αποκλειστικότητας. Από τις αρχές της με τον Charles Frederick Worth το 1858 έως τις πρωτοποριακές καινοτομίες των τελευταίων ετών, η υψηλή ραπτική είναι η κινητήρια δύναμη στον κόσμο της μόδας, διευρύνοντας συνεχώς τα όρια του σχεδιασμού και εμπνέοντας δέος. Και καθώς συνδυάζει άψογα την παράδοση με την τεχνολογία, η υψηλή ραπτική διασφαλίζει τη σημασία της και τον βαθύ αντίκτυπό της στην παγκόσμια σκηνή της μόδας.
Εξωτερική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από το ντεφιλέ Giambattista Valli Haute Couture, για τη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2015.
Φωτογραφίες: Getty Images / Ideal Image