Εφαρμόζουμε από τους υψηλότερους συντελεστές διεθνώς, τους οποίους όμως τελικώς καταλήγουν να πληρώνουν λίγοι. Ο ΦΠΑ 24%, που είναι από τους 6-7 υψηλότερους στην Ευρώπη, αφορά μόνο το 38% της κατανάλωσης, ενώ με τον ανώτατο συντελεστή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων φορολογούνται μόνο οι 4 στους 100.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, δύο… ιδιαιτερότητες του ελληνικού φορολογικού συστήματος, οι οποίες συγκρατούν τον ρυθμό αύξησης των φορολογικών εσόδων και εμποδίζουν την πολυπόθητη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», αλλά και τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα βάζει στο «στόχαστρο» ο ΟΟΣΑ.
Ιδιαιτερότητα πρώτη: εφαρμόζουμε έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ διεθνώς, ο οποίος όμως καταλήγει να αφορά ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά κατανάλωσης συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Ιδιαιτερότητα δεύτερη: τα δύο τρίτα του φόρου εισοδήματος πληρώνει το 10% των φορολογουμένων, κάτι που από τον ΟΟΣΑ αποδίδεται όχι μόνο στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή, αλλά και στο υψηλό (για τα μέτρα του οργανισμού) αφορολόγητο που προβλέπει η κλίμακα.
Οι προτάσεις που υποβάλλει ο οργανισμός για μια ακόμη φορά θεωρούνται ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς στην Ελλάδα, καθώς μεταξύ άλλων ζητείται να μειωθεί το υψηλό αφορολόγητο που προβλέπει η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων (σ.σ. κινείται στην περιοχή των 10.000 ευρώ, ενώ πρόσφατα υπήρξε πρόσθετη αύξηση, στοχευμένη όμως στις οικογένειες με παιδιά). Το «τεχνοκρατικό» επιχείρημα του οργανισμού είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αναλογίας του αφορολογήτου ως ποσοστό του μέσου μισθού.
Με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που αφορούν το έτος 2022, το αφορολόγητο καλύπτει στην Ελλάδα περίπου το 60% του μέσου μισθού, όταν ο μέσος όρος των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 40%. Εμφανίζουμε μεγαλύτερη αναλογία και από το Βέλγιο και από την Ισπανία και από την Πορτογαλία και από τη Γερμανία και από τη Γαλλία.
Το «αντάλλαγμα» που πληρώνουν οι Ελληνες φορολογούμενοι για το υψηλό αφορολόγητο είναι οι πολύ υψηλοί συντελεστές και η περιορισμένη προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας. Από την επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι:
1. Το 75% των φορολογουμένων πληρώνει μόλις το 8,71% του συνολικού φόρου εισοδήματος, παρά το γεγονός ότι δηλώνει το 35% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος.
Να σημειωθεί ότι τα στατιστικά αυτά έχουν αλλάξει προς το δικαιότερο στις φετινές φορολογικές δηλώσεις (σ.σ. δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη τα στοιχεία) εξαιτίας της εφαρμογής του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος, όμως η πραγματικότητα δεν αλλάζει άρδην: 6,4 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα καταβάλλουν από κοινού μόλις 875 εκατ. ευρώ σε φόρο εισοδήματος, ήτοι 136 ευρώ ο καθένας. Οι περισσότεροι μάλιστα από αυτούς είναι και δικαιούχοι των κοινωνικών επιδομάτων.
2. Οταν οι πολλοί πληρώνουν λίγα, αντίστοιχα καλούνται οι λίγοι να πληρώσουν τα πολλά. Αυτό έχει να κάνει και με την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, αλλά και με το ύψος των συντελεστών. Ουσιαστικά δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: το αφορολόγητο λειτουργεί ως «μαγνήτης», καθώς όλοι προσπαθούν να μην ξεφύγουν από αυτό, τα δηλωθέντα εισοδήματα περιορίζονται από όσους μπορούν να τα περιορίσουν, το κράτος εφαρμόζει υψηλούς συντελεστές για να μαζέψει τα απαιτούμενα έσοδα και τελικώς αυτοί οι συντελεστές καταλήγουν να εφαρμόζονται σε μικρό αριθμό φορολογουμένων. Εισόδημα από 39.000 ευρώ και πάνω στην Ελλάδα (σ.σ. ουσιαστικά αυτοί φτάνουν να φορολογούνται με τον συντελεστή 44%) δηλώνουν μόνο 186.000 φορολογούμενοι (περίπου οι 2 στους 100), οι οποίοι όμως πληρώνουν το 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα με την έλλειψη προοδευτικότητας δεν αφορά φυσικά μόνο τα υψηλότερα εισοδήματα, αλλά και τα μεσαία που επίσης φορολογούνται με συντελεστές της τάξεως του 29%-38%. Γι’ αυτό και ο ΟΟΣΑ ζητεί μια περισσότερο προοδευτική κλίμακα η οποία θα «χρηματοδοτείται» και από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Πρόβλημα για τον ΟΟΣΑ δεν συνιστά μόνο η κλίμακα, αλλά και ο συντελεστής υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Αναγνωρίζεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια με τις μειώσεις που έχουν υιοθετηθεί, ωστόσο εκτιμάται ότι παραμένει το ζήτημα των πολύ υψηλών κρατήσεων από τη μισθοδοσία, κάτι που λειτουργεί αποτρεπτικά για τη δημιουργία καλά πληρωμένων θέσεων εργασίας.
Ως πρόταση κατατίθεται να μην υπάρξει οριζόντια μείωση συντελεστή, αλλά «στοχευμένη», για την ενίσχυση αυτών που εισπράττουν τους χαμηλότερους μισθούς.
Στα 100 ευρώ κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών μόνο τα 37 είναι σε ΦΠΑ 24%
H Ελλάδα εφαρμόζει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ διεθνώς καθώς μετά την τελευταία μνημονιακή αύξηση, έχει παραμείνει στο 24%. Μας ξεπερνούν χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία, η Ουγγαρία και η Νορβηγία. Αν όμως ξεχωρίζουμε για κάτι σε διεθνές επίπεδο, δεν είναι μόνο το ύψος του συντελεστή αλλά και το εξαιρετικά περιορισμένο εύρος εφαρμογής του. Στα 100 ευρώ κατανάλωσης και παροχής υπηρεσίας, μόνο τα 37 ευρώ υπάγονται στον συντελεστή του 24%, ενώ τα υπόλοιπα κατατάσσονται είτε στο 13% είτε σε κάποιον άλλο από τους χαμηλούς συντελεστές που προβλέπει το ελληνικό φορολογικό σύστημα (0% στα νεόδμητα ακίνητα, 6% στο ρεύμα κ.λπ.). Ουσιαστικά, κάνουμε πρωταθλητισμό σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του Tax Foundation, ξεπερνάμε μόνο το Μεξικό. Η Γαλλία, για παράδειγμα, εφαρμόζει χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ 20% αλλά τον «απλώνει» στο 54% της συνολικής κατανάλωσης, ενώ η Ισπανία επιλέγει το 21% συντελεστή για το 48% της κατανάλωσης. Αξιοσημείωτη και η περίπτωση του Λουξεμβούργου το οποίο –αν και από τα πλουσιότερα κράτη του κόσμου σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος– επιλέγει συντελεστή ΦΠΑ 17%, τον οποίο όμως τον εφαρμόζει στο 91% της συνολικής κατανάλωσης.
Το συγκεκριμένο εύρημα έρχεται να αποτυπώσει το πόσο μεγάλη στρέβλωση υπάρχει στο ελληνικό σύστημα του ΦΠΑ. Την ώρα που η συζήτηση για την ανάγκη μείωσης των συντελεστών παραμένει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, τα στοιχεία αναδεικνύουν ότι το πραγματικό ποσοστό δεν είναι το 24% που νομίζουμε αλλά ένα νούμερο της τάξεως του 16%-17%, κάτι που εξηγείται από τον όγκο της κατανάλωσης που κατατάσσεται στους χαμηλότερους συντελεστές. Ο ΟΟΣΑ μάλιστα έρχεται να προσθέσει ακόμη μια παράμετρο, υποστηρίζοντας ότι ο συνδυασμός υψηλού συντελεστή αλλά σε μικρό μερίδιο της κατανάλωσης καταλήγει τελικώς να ευνοεί περισσότερο τα υψηλότερα εισοδήματα (και μάλιστα τα πραγματικά εισοδήματα και όχι τα δηλωθέντα, αφού οι φόροι κατανάλωσης πληρώνονται και από τους φοροφυγάδες) καθώς αυτά είναι που καταναλώνουν περισσότερο.
Με την αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών η Ελλάδα κατάφερε να κλείσει σε σημαντικό βαθμό το λεγόμενο «κενό του ΦΠΑ», το οποίο μετράει τα έσοδα που χάνονται επειδή δεν εκδίδεται καν το νόμιμο παραστατικό. Αυτό –σε συνδυασμό με τον υψηλό συντελεστή που επιβάλλεται έστω στο 38% της κατανάλωσης– έχει ως αποτέλεσμα τα συνολικά έσοδα αναλογικά με το ΑΕΠ να αναρριχηθούν σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα διεθνώς. Με ετήσιες εισπράξεις της τάξεως των 26 δισ. ευρώ μόνο από ΦΠΑ η Ελλάδα εμφανίζεται να καταλαμβάνει μία από τις δύο υψηλότερες θέσεις διεθνώς μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό που ο ΟΟΣΑ ζητεί είναι να γίνουν παρεμβάσεις στο σύστημα που θα ευνοήσουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα και θα περιορίσουν την κατανάλωση επιβλαβών για την υγεία προϊόντων. Ζητεί ευθέως την αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καπνικά προϊόντα, αναφέροντας ότι το κάπνισμα συνδέεται με μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων συγκριτικά με την Ευρώπη (22% έναντι 17%) αλλά και την αύξηση των φόρων σε τροφές με αυξημένη περιεκτικότητα σε ζάχαρη, αλάτι και λιπαρά.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η πολιτική μετάταξης προϊόντων από τον κανονικό συντελεστή στους χαμηλούς συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Από το 2020 μέχρι τώρα (και με εκκίνηση την πανδημία) έχουν μεταταχθεί από τον υψηλό στον χαμηλό ή στον υπερχαμηλό συντελεστή ΦΠΑ οι αστικές, προαστιακές, χερσαίες και σιδηροδρομικές μεταφορές, οι θαλάσσιες και αεροπορικές μετακινήσεις, τα ταξί, οι κινηματογράφοι (που τώρα βρίσκονται στο 6%) είδη που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, τα έργα τέχνης, ο καφές και τα μη αλκοολούχα ποτά σε «πακέτο», οι ζωοτροφές, τα γυμναστήρια, οι σχολές χορού, τα κράνη, τα είδη βρεφικής ηλικίας, τα λιπάσματα, τα αγροτικά μηχανήματα κ.ά.