Τη συγκινητική ιστορία των γονιών του μοιράστηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά σε εκδήλωση για το Ολοκαύτωμα που έγινε στο αμερικανικό Κογκρέσο. Όπως είπε μεταξύ άλλων ο Άλμπερτ Μπουρλά σύμφωνα με την εφημερίδα “On Time”, αναφερόμενος στη μητέρα του “η ιστορία της ήταν οδυνηρή, αφού έπρεπε να κρυφτεί για να ξεφύγει από τη φρίκη του Άουσβιτς. Όπως και η οικογένεια του πατέρα μου, έτσι και της μητέρας μου μεταφέρθηκε σε ένα σπίτι μέσα στο γκέτο. Η μεγαλύτερη αδελφή της είχε γίνει Χριστιανή για να παντρευτεί έναν Ορθόδοξο, με τον οποίο είχε ερωτευθεί πριν από τον πόλεμο. Ζούσε μαζί με τον σύζυγό της σε άλλη πόλη, όπου κανείς δεν ήξερε ότι ήταν Εβραία. Εκείνη την εποχή οι μεικτοί γάμοι δεν γίνονταν δεκτοί από την κοινωνία και ο παππούς μου δεν μιλούσε μαζί της εξαιτίας αυτού του γάμου. Αλλά όταν έγινε σαφές ότι η οικογένεια επρόκειτο να κατευθυνθεί προς την Πολωνία, όπου οι Γερμανοί είχαν υποσχεθεί μια νέα ζωή σε έναν εβραϊκό οικισμό, ο παππούς μου ζήτησε από τη μεγαλύτερη κόρη του να έρθει να τον δει”.
Όπως τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, “σε αυτή τη συνάντηση τής ζήτησε να πάρει τη μικρότερη αδελφή της- τη μητέρα μου- μαζί της. Εκεί η μαμά μου θα ήταν ασφαλής γιατί κανείς δεν ήξερε ότι αυτή και η αδελφή της ήταν Εβραίες. Η υπόλοιπη οικογένεια πήγε με τρένο κατευθείαν στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου”.
Όπως περιγράφει ο ίδιος, “η ζωή οδήγησε τη μητέρα μου στη Θεσσαλονίκη. Προς το τέλος του πολέμου ο γαμπρός της μαμάς μου γύρισε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι γνώριζαν τη μητέρα μου εκεί, οπότε έπρεπε να κρυβόταν στο σπίτι 24 ώρες το 24ωρο από φόβο μην αναγνωριστεί και παραδοθεί στους Γερμανούς. Αλλά ήταν ακόμα έφηβη και κάθε τόσο τολμούσε να βγαίνει έξω. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές τις βόλτες εντοπίστηκε και συνελήφθη. Εστάλη σε τοπική φυλακή, όπου όπως ήταν γνωστό κάθε μεσημέρι μερικοί από τους κρατούμενους φορτώνονταν σε φορτηγό για να μεταφερθούν σε τοποθεσία όπου την επόμενη αυγή θα εκτελούνταν. Ο γαμπρός της, ο αγαπημένος μου Χριστιανός θείος Κώστας Δημάδης πλησίασε τον Μέρτεν, γνωστό εγκληματία πολέμου που ήταν υπεύθυνος των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής στην πόλη. Πλήρωσε στον Μέρτεν λύτρα με αντάλλαγμα την υπόσχεσή του ότι δεν θα εκτελέσουν τη μητέρα μου. Αλλά η αδελφή της, η θεία μου δεν εμπιστεύθηκε τους Γερμανούς. Έτσι κάθε μεσημέρι πήγαινε στη φυλακή για να παρακολουθεί το φορτηγό που θα μετέφερε τους κρατουμένους. Και μια μέρα είδε αυτό που φοβόταν: τη μητέρα μου στο φορτηγό. Έτρεξε και το είπε στον άνδρα της, ο οποίος κάλεσε τον Μέρτεν. Τού υπενθύμισε τη συμφωνία τους και εκείνος έκλεισε απότομα το τηλέφωνο”.
Σύμφωνα με τον κ. Μπουρλά, “την επόμενη ημέρα η μητέρα μου παρατάχθηκε σε έναν τοίχο με άλλους κρατουμένους. Και λίγες στιγμές πριν εκτελεστεί, ένας στρατιώτης με μια μοτοσικλέτα έφτασε και έδωσε μερικά χαρτιά στον άνδρα που ήταν υπεύθυνος για το εκτελεστικό απόσπασμα. Αφαίρεσαν από τη γραμμή τη μητέρα μου και άλλη μια γυναίκα. Καθώς έφυγαν, η μαμά μου άκουσε το πολυβόλο να σκοτώνει εκείνους που είχαν μείνει πίσω. Είναι ένας ήχος που κουβαλούσε μαζί της για το υπόλοιπο της ζωής της. Δύο ή τρεις ημέρες αργότερα απελευθερώθηκε από τη φυλακή”.