«Αν γνωρίζαμε ότι η Εθνική Ασφαλιστική θα πωλούνταν σε αυτό το τίμημα, θα είχαμε ενδιαφερθεί και εμείς». Η φράση αυτή διακινήθηκε από κορυφαία στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς την εβδομάδα που πέρασε, όταν πλέον η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής στο CVC Capital Partners ήταν γεγονός.
Ομως το τίμημα –που δεν ξεπερνάει τελικά τα 365 εκατ. ευρώ– δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο κανένας μεγάλος ασφαλιστικός όμιλος δεν συμμετείχε στη διαδικασία, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των τελευταίων ετών. Οι ερμηνείες ήταν διάφορες: τα συμβόλαια ζωής με τις υψηλές αποδόσεις, τα ζημιογόνα προγράμματα υγείας, ο αριθμός των εργαζομένων. Ολα αυτά συνέκλιναν στην εκτίμηση πως η αφύπνιση του «κοιμώμενου γίγαντα» απαιτούσε κεφάλαια. Ομως αποδείχθηκε ότι αυτά δεν ήταν πολλά. Το εγχείρημα απαιτούσε κυρίως προσπάθεια, την οποία για να καταβάλει κάποιος, θα έπρεπε να βλέπει προοπτικές. Η στασιμότητα της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, εξαιτίας και της έλλειψης πρωτοβουλιών από την πλευρά της πολιτείας για μια ουσιαστική ανάπτυξη του δεύτερου πυλώνα, της ενίσχυσης της ασφαλιστικής συνείδησης για ασφαλίσεις περιουσίας από φυσικές καταστροφές, είχε τελικά κόστος.
Παγιδεύτηκε στην αδράνεια
Οταν ο leader της αγοράς, όπως είναι η Εθνική Ασφαλιστική, βρίσκεται σε παρατεταμένη εσωστρέφεια και η μοναδική συζήτηση που προκαλεί είναι το πόσο χαμηλά θα πέσει η αποτίμησή της, οι επιπτώσεις δεν εξαντλούνται στο γεγονός ότι η εταιρεία μεταβιβάστηκε πολύ πιο κάτω από τη λογιστική αξία της και μόλις πέντε φορές τα κέρδη της. Οι επιπτώσεις διαχέονται σε όλη την αγορά, η οποία παγιδεύτηκε στην αδράνεια και, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε πρόσφατα στην «Κ» εκπρόσωπος μεγάλου πολυεθνικού ασφαλιστικού ομίλου, που παρακολουθούσε εκ του μακρόθεν το «σίριαλ» της πώλησης, η έλλειψη στρατηγικής που χαρακτήριζε τη μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, λόγω της αβεβαιότητας στο ιδιοκτησιακό της καθεστώς, ήταν κάτι που έδειχνε να είναι βολικό στην αγορά.
Η επόμενη μέρα, όπως όλοι συμφωνούν, δεν θα είναι ίδια και πίσω από το όψιμο ενδιαφέρον κρύβεται ο έντονος προβληματισμός. Ο προβληματισμός έχει να κάνει με το τι θα σημάνει η είσοδος στην ασφάλιση υγείας ενός ισχυρού «παίκτη» με δεσπόζουσα θέση στον χώρο των νοσοκομείων. Η προνομιακή θέση που το επενδυτικό κεφάλαιο CVC αποκτά, ως πάροχος υπηρεσιών υγείας αλλά και ως πάροχος ασφαλιστικών νοσοκομειακών προγραμμάτων, θα δημιουργήσει ισχυρή πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες, που τα τελευταία χρόνια πασχίζουν να συγκρατήσουν το ανεξέλεγκτο κόστος στις ιατρικές υπηρεσίες.
Η αλήθεια, όπως προκύπτει από τον δείκτη των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας που συντάσσει το ΙΟΒΕ και ο οποίος αυξήθηκε πέρυσι σε διψήφιο ποσοστό, είναι ότι μέχρι σήμερα οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν τα έχουν καταφέρει σε αυτό τον τομέα και οι εκπρόσωποι του κλάδου «δείχνουν» πίσω από αυτή την εξέλιξη τα νοσοκομεία και δη το CVC.
Από την άλλη, η δυνατότητα του CVC να προσελκύει μέσω της Εθνικής Ασφαλιστικής πελάτες προγραμμάτων υγείας και παράλληλα να ενισχύει τις εργασίες του στα νοσοκομεία που ελέγχει, μπορεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματικό μοντέλο διεύρυνσης των εργασιών τόσο στον τομέα της ασφάλισης όσο και στον τομέα των νοσηλευτηρίων. Το κόστος παροχής υπηρεσιών υγείας, που αποτελεί και το ζητούμενο για τον τελικό καταναλωτή, θα μπορούσε να συγκρατηθεί ή τουλάχιστον να εξορθολογιστεί, εφόσον ο όγκος των εργασιών που το CVC μπορεί να διοχετεύσει μέσα από τη διπλή ιδιότητά του είναι τέτοιος που θα οδηγούσε σε αυξημένους τζίρους και στις δύο δραστηριότητες, επιτρέποντας οικονομίες κλίμακος. Πρόκειται για ένα είδος «καθετοποίησης» των εργασιών, που μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος των ασφαλισμένων. Την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται όλοι στην ασφαλιστική αγορά, που βλέπουν το CVC να μονοπωλεί την πρωτοκαθεδρία στον κλάδο υγείας, δημιουργώντας δυσκολίες για τις υπόλοιπες ασφαλιστικές εταιρείες στην αγορά.
Παράλληλα με αυτή την αγωνία, πολλοί διατυπώνουν τον προβληματισμό ότι το CVC είναι ένα επενδυτικό κεφάλαιο με μεσοπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα και αφού εξαντλήσει μια επιθετική στρατηγική αποδόσεων θα αποχωρήσει από την αγορά. Το σενάριο αυτό, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν είναι το σενάριο της επόμενης μέρας, όταν μάλιστα τα συμφέροντα και τα κεφάλαια που έχει επενδύσει στην ελληνική αγορά ξεπερνούν τα 750 εκατ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής από το CVC θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα αλλαγών στον κλάδο. Η απόκτηση της μεγαλύτερης ασφαλιστικής εταιρείας με μερίδιο 26% στον κλάδο ζωής και υγείας και οι προοπτικές που υπάρχουν στον κλάδο περιουσίας μπορεί να εξωθήσουν μικρότερους ή μεγαλύτερους «παίκτες» εκτός ανταγωνισμού, πυροδοτώντας τάσεις συγκέντρωσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπως εξηγούν στελέχη του κλάδου, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα υποχρεωθούν να επαναπροσδιορίσουν τη στρατηγική τους και οι αποχωρήσεις θεωρούνται δεδομένες.
Μεγάλες κινήσεις
Το διεθνές περιβάλλον είναι τέτοιο που ευνοεί μεγάλες κινήσεις, καθώς στην ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά υπάρχει ούτως ή άλλως αυξημένη κινητικότητα με αποχωρήσεις και εξαγορές. Εκτός από την πρόσφατη αποχώρηση του γαλλικού ομίλου της AXΑ, που αποεπενδύει από ευρωπαϊκές αγορές, σε συζητήσεις, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα, είναι και ο αμερικανικός όμιλος MetLife, που διερευνά την πώληση των δραστηριοτήτων του σε ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Πολωνίας και της Ελλάδας. Σε μια ευρύτερη στρατηγική που θέλει τις μεγάλες πολυεθνικές είτε να αποχωρούν είτε να εδραιώνουν τη θέση τους στις αγορές που δραστηριοποιείται εντάσσεται άλλωστε και η πρόσφατη απόφαση της Generali να εξαγοράσει την ΑΧΑ Ασφαλιστική.