Το έγκλημα που πάγωσε τη χώρα περιμένει απαντήσεις. Η δολοφονία του Τάσου Μπερδέση έχει διαλύσει τη ζωή της μητέρα του, που περιγράφει σκέψεις και συναισθήματα, σε μια συγκλονιστική συνέντευξη…
Στο προαύλιο του σπιτιού της στις Εργατικές Κατοικίες Ταραμπούρα, είχε απλωμένα ρούχα. Όλα μαύρα. «Αυτά θα συντροφεύουν την υπόλοιπη ζωή μου» ψέλλιζε η Γεωργία Μπερδέση. Στα 67 της χρόνια, μεγάλωσε μόνη της τρία παιδιά. Ο άνδρας της πέθανε όταν ο Τάσος Μπερδέσης ήταν μόλις 17 ετών.
Ήταν λίγο μετά τις 10 το πρωί της Δευτέρας 31 Μαΐου, όταν έμαθε το κακό μαντάτο: «Πως το έμαθα ότι τον σκότωσαν; Καθόμουν εδώ στην αυλή του σπιτιού μου και μιλούσα με μία φίλη. Με παίρνει η κόρη μου και με ρωτάει τι έγινε. Μου λέει θα έρθω σε λίγο. Μετά από λίγο, ξαναπαίρνει. Με ρωτάει αν είναι όλα καλά. Της λέω τι έγινε, γιατί με ξανά πήρες; Και μου απαντά… μην σηκώνεις κανένα τηλέφωνο. Μόνο το δικό μου και του Κώστα.
Και μετά από λίγο τους βλέπω στην αυλή. Είχαν έρθει τα παιδιά μου. Με το που τους είδα κατάλαβα: Άρχισα να φωνάζω: Πέστε το μου. Μου το φάγανε το παιδί; Όχι, μου λένε. Και εγώ άρχισα να φωνάζω. Πέστε μου την αλήθεια. Το ξέρω. Μου τον φάγανε τον Τάσο. Μην με κοροϊδεύετε. Το έβλεπα. Το διαισθανόμουν τόσες μέρες. Το ξέρω. Μην μου το κρύβετε. Φάγανε τον Τάσο» τονίζει στην εφημερίδα Πολιτεία.
Ένα μεγάλο γιατί, κυριαρχεί στο βλέμμα της. Λες και δεν το ‘χει πιστέψει. Είδε το λευκό φέρετρο, τα γάντια πάνω του, ήξερε ότι ο λεβέντης της ήταν με κλειστά μάτια και ταξίδευε για την άλλη ζωή. «Τον είδα και στην κηδεία. Ήρθε πάνω μου, λεβέντης, και εκεί που έκλαιγα με χάιδεψε στο πρόσωπο και μου δίνει ένα φιλί. Το βράδυ το ίδιο. Πετάχτηκα, ταράχτηκα. Ήρθε λεβέντης. Μου λέει η κουνιάδα μου ‘εμείς γιατί δεν μπορούμε να τον δούμε;’. Και της απάντησα ότι σε μένα έρχεται, στη μάνα του. Ήρθε και γέλαγε. Και μού είπε, μάνα μην κλαις. Είμαι καλά και σε προστατεύω. Είμαι δίπλα σου»!
«Να με συγχωρέσει ο Θεός αλλά να μην λιώσει ο φονιάς»
«Τι ζητάω; Να βρεθεί ο ένοχος, να με κοιτάξει κατάμουτρα και να μου πει γιατί το έκανε; Για ποιον λόγο του αφαίρεσε την ζωή! Εμάς μας σκέφτηκε; Τα αδέλφια του, τη μάνα του, τους φίλους του, τους συγγενείς που τον αγαπάνε και πιο πολύ εμένα. Αγωνίστηκα γι’ αυτό το παιδί. Μέρα νύχτα δούλευα. Ο Τάσος πήγε από 12 χρονών για δουλειά. Ήταν εργατικό παιδί. Το ξέρεις ότι όταν πήγε για δουλειά, με τον πρώτο μισθό που πήρε, ήρθε και μου πήρε σκούπα;
Τι να σου πω; Ότι θέλαμε ήταν ο Τάσος εδώ. Όλα. Δεν μας άφηνε έτσι. Ερχόταν γιορτές, μας έφερνε από ένα μπουκέτο λουλούδια. Είναι το στερνοπούλι μου. Ο Τάσος δεν ήθελε να με δει να κλαίω. Μανούλα μην κλαις, όλα καλά θα πάνε, μου έλεγε. Κι όμως τώρα… δεν ξέρω πόσο θα αντέξω! Να ψάξει η Αστυνομία να τον βρει και να τον φέρει μπροστά μου. Να ‘ρθει να με κοιτάξει στα μάτια αυτός που μου πήρε το παιδί μου. Μου στέρησε τον Τάσο μου, μου έκλεισε το σπίτι και μου πήρε το λεβέντη μου. Τόσο πολύ τον μισούσε; Και να τον χτυπήσει άνανδρα και πισώπλατα. Μια κατάρα δίνω ως μάνα. Και ας με συγχωρέσει ο Θεός, αλλά πονάω: Να μην λιώσει ποτέ ο δολοφόνος»!
Η ζωή της Γεωργίας Μπερδέση, είναι πλέον ένα ταξίδι 25 χιλιομέτρων με επιστροφή. Σπίτι νεκροταφείο, νεκροταφείο σπίτι. Και μέσα στο πατρικό στις Εργατικές Ταραμπούρα, περιδιαβαίνει στο δωμάτιο του παλικαριού της. Κοιτάζει τις φωτογραφίες, τα έπαθλα: «Ο Τάσος ερχόταν πάντα με χαμόγελο στο σπίτι. Παντού χαμογελούσε. Ήταν πάντα κοντά μου και του ‘χα αδυναμία. Το ‘ξερε. Αλλά και εκείνος μου ‘χε. Τώρα είμαι μόνη μου. Του ‘χω ανάψει ένα καντηλάκι με την φωτογραφία του στο δωμάτιό του. Πάω και το ανάβω. Και τον βλέπω να χαμογελάει. ‘Τι γελάς ρε Τάσο’, μονολογώ. Τα ίδια και στο νεκροταφείο.
«Ο δολοφόνος ήταν στη Μητρόπολη»
Η 67χρονη μαυροφορεμένη γυναίκα ευχαρίστησε όλους όσοι τίμησαν το παιδί της. Τους εκατοντάδες που έφθασαν στην Μητρόπολη, που τον σήκωσαν στα χέρια για να τον οδηγήσουν στην τελευταία του κατοικία.
Η περιγραφή της, όμως, συγκλονίζει. Και επειδή γνωρίζει καλά πως κινούνται κάποιοι σε τέτοιους χώρους μας αποκαλύπτει την διαίσθησή της: «Στην κηδεία τον τίμησαν. Ήσαν πολλοί. Αλλά να σου πω και κάτι. Που το νιώθω. Δεν ξέρω, μπορεί να μην ισχύει αλλά αυτό νιώθω ως μάνα. Έχω μία διαίσθηση. Αυτός που το ‘κανε μπορεί να ήταν στην κηδεία και να γέλαγε από μέσα του. Οι περισσότεροι τον αγαπούσαν. Το ξέρω. Κάποιοι, όμως, ήρθαν και για εφέ, άλλοι πάλι δεν ξέρω. Εγώ πιστεύω ότι ο δολοφόνος μπορεί να ήταν στην κηδεία. Αλλά υπάρχει Θεός. Και θα τον είδε που γελούσε» καταλήγει στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΕΙΑ.