στο φωτεινό ξέφωτο της παιδικότητας
Η γαλλίδα σεναριογράφος και σκηνοθέτης Σελίν Σιαμά μετά το υπέροχο «Πορτραίτο μιας Γυναίκας που φλέγεται» επιστρέφει με μια ταινία, ήσυχο ανεμοστρόβιλο, στον οποίο πραγματεύεται το θέμα της παιδικής απώλειας και της μοναξιάς.
Εδώ και καιρό γαλλικός κινηματογράφος και μάλιστα ο γυναικείος γαλλικός κινηματογράφος μεγαλουργεί, κατ’ αρχάς η Ζουλιά Ντικουρνό με το Τitane κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ Κανών, μετά η Οντρέ Ντιγουάν με το «Γεγονός» η οποία κέρδισε το βραβείο στο φεστιβάλ της Βενετίας και τώρα η Σελίν Σιαμά με την ταινία η «Μικρή Μαμά» η οποία διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ Βερολίνου για τη Χρυσή Άρκτο. Οι γαλλίδες σκηνοθέτριες εμπλουτίζουν τον κινηματογράφο τις παγκόσμιες ταινιοθήκες με φιλμ γεμάτα κοινωνική ευαισθησία, συναρπαστικές ιστορίες, γοητευτικές εικόνες και φιλμική κομψότητα.
Η οκτάχρονη Νελί στο «Petite Maman» «Μικρή Μαμά» πηγαίνει με τους γονείς στο πατρικό της μητέρας της για να το αδειάσουν μια και η αγαπημένη της γιαγιά πέθανε. Ξαφνικά η μητέρα της Νελί φεύγει απροειδοποίητα αφήνοντας τη μικρή με τον πατέρα της, τα τραύματά της και τη μοναξιά της. Η μικρή προσπαθώντας να γεμίσει τον χρόνο της ξανοίγεται στο δάσος που έπαιζε κάποτε και η μητέρα της. Εκεί η Νελί θα συναντήσει τη συνομήλική της οποίας το όνομα είναι Μάριον όπως και της μητέρας της. Το σπίτι της φίλη της είναι σχεδόν το ίδιο με το δικό τους και η μητέρα της Μαριόν είναι η γιαγιά της περίπου στην ηλικία της μητέρας της και θα εδώ θα αρχίσει ένα γοητευτικό παιχνίδι στο χώρο και στο χρόνο.
Η Σελίν Σιαμά λατρεύει το έργο του Ιάπωνα σκηνοθέτη animation Μιγιαζάκι, και τις ταινίες του: «Μ’ αρέσει που ο Μιγιαζάκι παίρνει στα σοβαρά τα παιδιά -όπως και τους γυναικείους χαρακτήρες και τη φύση. Μερικές φορές όταν δεν ήμουν σίγουρη για κάποια επιλογή μου, ρωτούσα τον εαυτό μου “Τι θα έκανε εδώ ο Μιγιαζάκι;”. Πάντα, μέχρι και τη φάση του μοντάζ, προτεραιότητα μας ήταν η εμπειρία που θα αποκόμιζε το παιδί-θεατής. Κι αυτή δεν είναι απαραίτητα η ευκολότερη εκδοχή. Στην ουσία, την ταινία αυτή την ονειρεύτηκα σαν μια μοιρασμένη εμπειρία μεταξύ παιδιών και μεγάλων, ως μια νέα μορφή επικοινωνίας μεταξύ των γενεών –ελπίζοντας πως κάποιοι ενήλικοι θεατές ίσως έρθουν να την δουν μαζί με τους γονείς τους, εκτός από τα παιδιά τους» σημειώνει και προσθέτει: «Η Μικρή Μαμά δεν τοποθετείται σε συγκεκριμένο χρόνο. Ήθελα, τόσο ένα παιδί από το 2021, όσο κι ένας θεατής που υπήρξε παιδί το 50’ ή του 70’, να μπορούν να ταυτιστούν με τους χώρους του φιλμ».
Με τις τέσσερις προηγούμενες ταινίες της η Celine Sciamma έχει δώσει το στίγμα της και έχει δείξει ότι πρόκειται για σημαντική σκηνοθέτρια που πάνω της μπορεί να στηρίξει πολλά ο κινηματογράφος και ιδιαίτερα η γυναικεία οπτική της. Τα ζητήματα που απασχολούν τη σκηνοθέτρια είναι κατ’ αρχάς τα γυναικεία βιώματα και οι γυναικείες ιδιαιτερότητες μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο διαχρονικά. Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ έγραφε «Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, είναι: «τι θέλει μια γυναίκα;» Σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται αρωγός όλη η φιλμογραφία της γαλλίδας δημιουργού η οποία προσπαθεί να φωτίσει τα υπαρξιακά και διαχρονικά σκοτάδια του γενναίου φύλλου, να μας συλλαβίσει τι είναι γυναίκα, να μας σχεδιάσει τι σημαίνει ενηλικίωση για ένα κορίτσι και να μας τονίσει με ευρηματικό τρόπο κάθε φορά ολόκληρο το αχανές τοπίο της σεξουαλικής ταυτότητας. Για να σκάψει κανείς όμως όλα αυτά και να έχει αποτέλεσμα «Πρέπει να έχει ήλιο τη νύχτα και χιόνι τον Αύγουστο» όπως έλεγε στη Νοσταλγία ο Αντρέι Ταρκόφσκι και η Σελίν Σιαμά με τις πρωτότυπες ιδέες της, το ευρηματικό σενάριο της, την φιλμική λιτότητα και κομψότητα δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις για να χαθούμε στον ονειροπόλο, ένδοξο, απρόσιτο και γοητευτικό κόσμο των γυναικών.
Στην αρχή της ταινίας, η ξαφνική αναχώρηση της μητέρας, η συνάντηση της Νελί με την συνομήλικη, η οποία έχει μάλιστα το όνομα της μητέρας της, τα πανομοιότυπα σπίτια τείνουν να κάνουν την ταινία, φιλμ μυστηρίου, όμως η σκηνοθέτις αμέσως μας δείχνει ότι δεν έχει σκοπό να βγει από τον αδρό, πεντακάθαρο, χαραγμένο κύκλο του ρεαλισμού.
Το ανεξήγητο γεμίζει την ταινία, όταν η Νελί αντιλαμβάνεται με έναν περίεργο τρόπο ότι παίζει με την μητέρα της. Η ενηλικίωση ψάχνει να βρει το δρόμο της, όταν η παρατήρηση και η ανακάλυψη δένονται σφιχτά με το παιχνίδι και τη φαντασίωση. Εξ άλλου ο Αντουάν ντε Σαιν-Εξπερύ μας το έχει πει καθαρά «Μόνο τα παιδιά ξέρουν αυτό που ψάχνουν». Οι μεγάλες απώλειες, η έλλειψη των ανθρώπων που αγαπούν οι μικρές ηρωίδες μας και οι προσπάθειες τους να μη χαθούν μέσα στη μοναξιά και τη θλίψη, μας οδηγούν σε ένα όμορφο κινηματογραφικό ξέφωτο που μοιάζει με ύμνο στο μαγικό ρεαλισμό της παιδικότητας.
Η Σελίν Σιαμά έχει δουλέψει πολύ καλά όπως έχει δηλώσει και όπως βλέπουμε στην ταινία με τις δύο μικρές πρωταγωνίστριες, τις Josephine Sanz και Gabrielle Sanz, και έτσι κατάφερε να αποσπάσει υπέροχες ερμηνείες που γίνονται ένα από τα πολλά πλεονεκτήματα της ταινίας.
Όσο προχωρά η ταινία διαπιστώνουμε ότι ο ρεαλισμός και η μεταφυσική όταν ενωθούν με λεπτότητα, αρμονία και ευρηματικότητα μπορούν να μας οδηγήσουν σε ένα ποιητικό σύμπαν, από το οποίο μόνο ωφελημένοι μπορούν να βγουν οι θεατές και οι ατίθασες απαιτήσεις τους από την έβδομη τέχνη και την σκοτεινή αίθουσα.