Με αλλαγές στη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος σε βρέφη τριών μηνών -και κυρίως με χαμηλότερη αφθονία των βακτηρίων megamonas- συσχετίζεται η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D, όπως προκύπτει από έρευνα του CHILD Cohort Study στον Καναδά που δημοσιεύεται στο Gut Microbes.
«Η βιταμίνη D διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα πρώτα στάδια της ζωής, υποστηρίζοντας τον μεταβολισμό των οστών και την υγιή ανάπτυξη του ανοσοποιητικού συστήματος του μωρού» επισημαίνει η ερευνήτρια Anita Kozyrskyj, εκ των επικεφαλής της μελέτης και καθηγήτρια στο Τμήμα Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα.
«Τα περισσότερα βρέφη στη Βόρεια Αμερική λαμβάνουν βιταμίνη D, είτε ως συμπλήρωμα του θηλασμού, είτε ως συστατικό σε εμπορικά σκευάσματα, εξ ου και επιθυμούσαμε να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και της παρουσίας ή της αφθονίας των βασικών βακτηρίων στο εντερικό σύστημα του μωρού» εξηγεί η ίδια.
Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα κοπράνων από 1.157 βρέφη στο πλαίσιο CHILD Cohort Study -εθνικής μελέτης που παρακολουθεί σχεδόν 3.500 παιδιά στον Καναδά ήδη πριν γεννηθούν έως και την εφηβεία με πρωταρχικό στόχο να εντοπιστούν τα βασικά αίτια των αλλεργιών, του άσθματος, της παχυσαρκίας και άλλων χρόνιων παθήσεων.
Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι η χορήγηση βιταμίνης D στα βρέφη συσχετίζεται με χαμηλότερη αφθονία των βακτηρίων megamonas, ανεξαρτήτως του εάν η μητέρα το θηλάζει ή του δίνει βρεφικό γάλα.
«Παρόλο που λίγα είναι γνωστά σχετικά με τα megamonas στα βρέφη, προγενέστερη μελέτη μας έχει δείχνει ότι μπορεί να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτού του βακτηρίου και του άσθματος ή των λοιμώξεων του αναπνευστικού, κατ’ επέκταση η βιταμίνη D μπορεί να προσφέρει πρόσθετα οφέλη για την παιδική υγεία που πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω» υπογραμμίζει η Anita Kozyrskyj.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν επίσης τη σχέση μεταξύ των συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε βρέφη και μητέρες και της παρουσίας του βακτηρίου Clostridioides difficile στο έντερο του μωρού.
«Ορισμένα βρέφη είναι φορείς του βακτηρίου C. Difficile, το οποίο προκαλεί τη διάρροια, χωρίς να παρουσιάζουν συμπτώματα. Ωστόσο, όταν παρατηρούνται ανισορροπίες στα επίπεδα των βακτηρίων του εντέρου, αυτό το συγκεκριμένο βακτήριο μπορεί να πολλαπλασιαστεί, προκαλώντας ασθένεια και αυξάνοντας την ευαισθησία για την εκδήλωση χρόνιου νοσήματος αργότερα στην παιδική ηλικία» επεξηγεί η βασική συγγραφέας της μελέτης Kelsea Drall του Πανεπιστημίου της Αλβέρτα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι σχεδόν το 30% των βρεφών ήταν φορείς του C. difficile, ωστόσο υπήρχε χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης μεταξύ των βρεφών που θηλάζουν.
Αλλά, ούτε το συμπλήρωμα με σταγόνες βιταμίνης D για βρέφη, ούτε η λήψη της βιταμίνης από τη μητέρα κατά την κύηση ή μεταγενέστερα, δεν συσχετίστηκε με βακτηριακό αποικισμό από C. difficile. «Είναι ενδιαφέρον το γεγονός η κατανάλωση γάλακτος εμπλουτισμένη με βιταμίνη D από την έγκυο ήταν ο μόνος παράγοντας που μείωσε την πιθανότητα αποικισμού από C. difficile στα βρέφη» προσέθεσε η ίδια.
Σύμφωνα με την Anita Kozyrskyj, το μικροβίωμα του εντέρου των βρεφών υφίσταται ταχείες αλλαγές και ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τους παράγοντες που σχετίζονται με τις μικροβιακές κοινότητες που ζουν στο έντερο του βρέφους κατά τη διάρκεια αυτής της βασικής αναπτυξιακής περιόδου.
«Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συσχετιστεί με τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) -μια κοινή λοίμωξη των πνευμόνων στα βρέφη- και πιο πρόσφατα με ευαισθησία στη νόσο COVID-19» σημείωσε η ίδια.