Παράλληλα από την ίδια έρευνα προκύπτει, το μέσο ελληνικό νοικοκυριό αποτελείται από σχεδόν 3 άτομα και ανταπεξέρχεται στις μηνιαίες οικονομικές του υποχρεώσεις έχοντας 1.724 ευρώ εισόδημα.
Αναλυτικά, τα στοιχεία της έρευνας έδειξαν τα εξής:
- Μόλις μία φορά στις δύο εβδομάδες σερβίρεται ψάρι στο τραπέζι του μέσου νοικοκυριού, τη στιγμή που κρέας και κοτόπουλο σερβίρεται περίπου τρεις φορές την εβδομάδα.
- Τα μέλη του μέσου σπιτιού καταναλώνουν φρούτα πέντε μέρες την εβδομάδα, όπως επίσης και γαλακτομικά, ενώ τα όσπρια και τα αλλαντικά τα επιλέγουν λιγότερο από δύο μέρες την εβδομάδα.
- Εξετάζοντας το ποσό που δαπανά ένα μέσο νοικοκυριό για τις παραπάνω κατηγορίες τροφίμων, γίνεται φανερό πως το μεγαλύτερος κόστος εντοπίζεται στην αγορά κρέατος, περίπου στα 20 ευρώ, εάν μάλιστα σε αυτό το ποσό προστεθεί και η αγορά κοτόπουλου τότε η συνολική εβδομαδιαία δαπάνη και για τις δύο κατηγορίες αγγίζει τα 29 ευρώ.
- Ακολουθεί η δαπάνη για το ψάρι 13 ευρώ/βδομάδα, οι αγορές των φρούτων και των γαλακτοκομικών, για τις οποίες χρειάζονται περίπου 13 ευρώ έκαστη, ενώ πολύ λιγότερα χρήματα δαπανούνται για αλλαντικά (5,3 ευρώ) και για όσπρια (7,1 ευρώ).
Άλλο τραπέζι για τον πλούσιο και άλλο για τον φτωχό…
Άξια λόγου και αναφοράς είναι η καταγραφή των τροφίμων με βάση το εισόδημα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, προκύπτουν τρεις κατηγορίες νοικοκυριού:
- Το πρώτο με εισόδημα έως 700 ευρώ,
- το δεύτερο έως 1.500 ευρώ
- και το τρίτο με έσοδα άνω των 1.500 ευρώ.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ο οικονομικά ασθενέστερος καταναλώνει ψάρι μία φορά στις 14 μέρες (δύο εβδομάδες), τη στιγμή που ο πιο εύρωστος οικονομικά το έχει εντάξει μία φορά στο εβδομαδιαίο του διαιτολόγιο. Σημειώνεται επίσης, ότι αυτός με το μεγαλύτερο εισόδημα καταναλώνει περισσότερα φρούτα τη βδομάδα σε σχέση με αυτόν που ανήκει στην κατηγορία με το χαμηλό εισόδημα.
Ωστόσο, κάτι ανάλογο δεν ισχύει για τα όσπρια, αφού εδώ «νικητής» αναδεικνύεται ο πιο φτωχός, πιθανώς λόγω της χαμηλής τιμής που συναντάται στο συγκεκριμένο τρόφιμο.
Στις περισσότερες κατηγορίες τροφίμων, παρατηρείται σταδιακή αύξηση του ποσού που ξοδεύεται ανά κατηγορία. Για παράδειγμα, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία εισοδήματος δαπανούν 9,5 ευρώ για γαλακτοκομικά, αυτοί που είναι στην δεύτερη κατηγορία χρειάζονται 12,8 ευρώ εβδομαδιαίως, ενώ οι πιο οικονομικά εύρωστοι «καταθέτουν» 13,8 ευρώ για γαλακτοκομικά προϊόντα.
Οι ταξικές – οικονομικές διαφορές εντείνονται στο ψάρι και το κρέας, καθώς βλέπουμε πως για το ψάρι το νοικοκυριό με εισόδημα έως 700 ευρώ θα επενδύσει 7,8 ευρώ εβδομαδιαίως, τη στιγμή που το άλλο νοικοκυριό που διαθέτει έσοδα στα 1.500 ευρώ ξοδεύει λίγο παραπάνω από το διπλάσιο ποσό (18,1 ευρώ), αφήνοντας αρκετά πίσω του και την δεύτερη κατηγορία εισοδήματος, η οποία δαπανά 11,5 ευρώ.
Για το κρέας
Αναφορικά με το κρέας, το ποσό που ξοδεύεται εβδομαδιαίως ξεκινά από τα 13,7 ευρώ, συνεχίζει στα 17,8 ευρώ και κορυφώνεται στα 24,7 ευρώ αντίστοιχα για κάθε κατηγορία εισοδήματος.
Ανάλογο μοτίβο παρατηρείται και για τα φρούτα και τα αλλαντικά. Το χρηματικό ποσό για αυτές τις κατηγορίες τροφίμων σχεδόν διπλασιάζεται στο νοικοκυριό με το μεγαλύτερο εισόδημα συγκριτικά με το χαμηλότερο της παρούσας έρευνας. Ωστόσο, τα όσπρια φαίνεται πως αποτελούν εξαίρεση στο κλιμακούμενο χρηματικά μοντέλο που κυριαρχεί, καθώς μεγαλύτερο ποσό για όσπρια ξοδεύει το μεσαίο νοικοκυριό (7,8 ευρώ).
Ακολουθεί το εισοδηματικά υψηλότερο με 6,9 ευρώ, ενώ και το πιο αδύναμο οικονομικά νοικοκυριό επενδύει ένα αντίστοιχο ποσο (5,4 ευρώ) συρρικνώνοντας τις διαφορές μεταξύ τους.
Σημειώνεται πως το κοτόπουλο και τα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελούν διατροφικές επιλογές που συναντιούνται με τις μικρότερες αποκλίσεις στα τραπέζια, επιλέγονται με άλλα λόγια στον ίδιο βαθμό περίπου από όλες τις κατηγορίες νοικοκυριών.