Oταν ο καθηγητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιάγκος Ανδρεάδης δίδασκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, συχνά πήγαινε τους μαθητές του στον καραγκιοζοπαίκτη Μάνθο Αθηναίο. «Ηταν αληθινό μάθημα για τους νέους που ήθελαν να γίνουν ηθοποιοί», θυμάται σήμερα. «Επαιζε ο άτιμος σαν μαριονέτα έξω από τη σκηνή με όλο του το σώμα. Και μόνο ότι έκανε 12 φωνές, ανδρικές και γυναικείες, παιδικές, ήταν σχολείο».
Με τον λαϊκό ήρωα του θεάτρου σκιών ασχολείται εδώ και 40 χρόνια. Οταν, λοιπόν, η σκηνογράφος, ενδυματολόγος, ιστορικός του ενδύματος και ιδρύτρια του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ιωάννα Παπαντωνίου, ξεκίνησε τη συζήτηση για τη δημιουργία μιας έκθεσης για τον Καραγκιόζη στο βαγόνι του Μουσείου Παιδικής Ηλικίας «Σταθμός», στο Ναύπλιο, ο πρώτος τον οποίο σκέφτηκε, προκειμένου να αναλάβει την επιμέλειά της, ήταν εκείνος. Είχαν συνεργαστεί το 1982, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Ευρωπαλίων, με θέμα το θέατρο σκιών, που παρουσίασαν σε έκθεση στις Βρυξέλλες.
Ο Γιώργος Ανδρεάδης επιμελήθηκε την έκθεση για τον Καραγκιόζη, που άνοιξε και αποτελεί τον πυρήνα ενός μελλοντικού μουσείου θεάτρου σκιών που σχεδιάζουν ο Δήμος Ναυπλιέων και το Ιδρυμα Βασίλη Παπαντωνίου. Εχει την επιμέλεια, επίσης, μιας έκδοσης για τον ξυπόλυτο ήρωα, που βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία, αλλά και τριών παραστάσεων: «Ο Καραγκιόζης αν-Ιχνευτής» (μεταγραφή του αρχαίου σατυρικού δράματος Ιχνευτές του Σοφοκλή) παρουσιάστηκε σε δική του σκηνοθεσία, με ερμηνευτές στον Μπερντέ τούς Κώστα και Μπάμπη Μακρή, της παραδοσιακής κωμωδίας «Ο Καραγκιόζης μάγος της Ανατολής» από τον Γιάννη Νταγιάκο και της παράστασης «Η ορφανή της Χίου και ο Νικηταράς» του Τάσου Γεωργίου.
Αραγε, τι κάνει τόσο αξιαγάπητο τον Καραγκιόζη, που επανακάμπτει με παραστάσεις, καινούργιες εκδόσεις, φρέσκες ιστορίες, νέους δημιουργούς και μέσα από την κοινότητα των πανεπιστημίων αλλά και πολλούς εφήβους να μαθητεύουν δίπλα σε έμπειρους καραγκιοζοπαίκτες; «Πράγματι υπάρχουν πολλοί που ενδιαφέρονται, ενημερώνονται, δοκιμάζουν», παραδέχεται στην «Κ» ο συνομιλητής μας. «Νομίζω ότι το θέατρό μας δεν βρίσκεται στην καλύτερη εποχή του, και μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολλοί αναζητούν υλικό στον Καραγκιόζη. Ξαναθυμούνται ότι το θέατρο σκιών είναι πριν απ’ όλα θέατρο. Κι αυτό το έχουν πει ο Σικελιανός, ο Τσαρούχης, ο Κουν, η Ραλλού Μάνου… Υπάρχει ένα ενεργό ενδιαφέρον για ό,τι μας έχει δοθεί, όπως και μια μεγάλη ανάγκη αυτό το υλικό να ξαναζήσει υπό νέους όρους. Δεν μπορεί να μην αλλάξει η γλώσσα του, να μην μπουν νέα στοιχεία», λέει ο Γ. Ανδρεάδης, τονίζοντας ότι «δυσκολία για τη νέα γενιά είναι να κρατήσει κώδικες –έτσι ώστε να μη μεταβεί σε κάτι άλλο άσχετο– και να είναι ταυτόχρονα πρωτότυπο το αποτέλεσμα».
«Το θέατρό μας δεν βρίσκεται στην καλύτερη εποχή του και μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολλοί αναζητούν υλικό στον Καραγκιόζη», λέει ο Γιάγκος Ανδρεάδης.
Μιλάει για τον καραγκιοζοπαίκτη και τις φιγούρες του, «ένας θίασος σε μικρογραφία», όπως τονίζει, τον άνθρωπο του θεάτρου σκιών που κινεί με τους βοηθούς τις φιγούρες, μιμείται φωνές, φτιάχνει τα σκηνικά και τις φιγούρες. Για την κατασκευή τους, το δυσκολότερο υλικό παραμένει το δέρμα και η επεξεργασία του. Το χαρτόνι προηγήθηκε. «Στα ταξίδια τους στην Αμερική οι καραγκιοζοπαίκτες Θεοδωρόπουλος και Νταμαδάκης γνωρίστηκαν με το πλαστικό και τη ζελατίνα. Αυτοί πρωτόφεραν το πλαστικό στις φιγούρες του Καραγκιόζη. Σήμερα υπάρχουν πολλά καλά υλικά και ανεξίτηλα χρώματα».
Το βιβλίο «Εγώ, ο Καραγκιόζης. 1922-2022. Ταξιδεύοντας έναν αιώνα με το τραίνο» (εκδ. Τόπος), ένας δίγλωσσος κατάλογος που χρηματοδοτήθηκε από τη Βίκυ Καρέλια, παρουσιάζει τη συλλογή ελληνικού θεάτρου σκιών του Ιδρύματος Β. Παπαντωνίου. Συλλογές έργων του ελληνικού θεάτρου σκιών υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες, αλλά στη συλλογή του Ναυπλίου ξεχωρίζουν έργα 12 μαστόρων του Καραγκιόζη: Μίμη Ασπιώτη, Τάσου Ασωνίτη, Ανδρέα Ιδαλία, Κώστα Καρεκλά (Νταμαδάκη), Γιάννη Κόκκορη, Σπύρου Κούζαρου, Κώστα Μακρή, Παναγιώτη Μιχόπουλου, Χριστόδουλου Πάφιου, Δημήτρη Πίτσικα, Ευγένιου Σπαθάρη, Χρήστου Χαρίδημου.
Ο κ. Ανδρεάδης σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι αναφορές στο ελληνικό θέατρο σκιών συναντώνται ήδη σε έργα Ευρωπαίων περιηγητών από τις αρχές του 19ου αιώνα και λίγο αργότερα στα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη. «Ορισμένοι, μιλώντας για την καταγωγή του, πηγαίνουν πολύ πιο πίσω, αναζητώντας αναλογίες με την κλασική ελληνική αρχαιότητα. Τέτοιες αναλογίες, που ωστόσο δεν αρκούν για να βεβαιώσουν άμεση καταγωγή, σχετικά με τα πρόσωπα, τις καταστάσεις και τη γλώσσα, μπορούν, μεταξύ άλλων, να εντοπιστούν με την Αρχαία και τη Μέση Αττική Κωμωδία, ιδιαίτερα με αυτήν του Αριστοφάνη, και επίσης με το σατυρικό δράμα, που αποτελεί σύνθεση του σοβαρού και του κωμικού θεατρικού στοιχείου. Ο ελληνικός Καραγκιόζης, πάντως, με τα χαρακτηριστικά του όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, είναι πολύ πιθανό ότι είχε για πρώτη πατρίδα την Πάτρα. Πόλη η οποία ήταν σε διάλογο με τη Δύση, ειδικά με τη Βενετία, όπως μας επιτρέπουν να υποθέσουμε το πατρινό καρναβάλι και οι αναλογίες του ελληνικού θεάτρου σκιών με τη σικελική μαριονέτα».
Σήμερα, στον κόσμο της οθόνης, η ενασχόληση των παιδιών με το θέατρο σκιών «θα μπορούσε να τους ξυπνήσει το στοιχείο της αυτενέργειας και της συλλογικότητας», υποστηρίζει ο συγγραφέας. Αλλά και να κινητοποιήσει διάφορα ταλέντα, όπως το «συγγραφικό, το εικαστικό, το μουσικό, το κατασκευαστικό και, κατά κύριο λόγο, το υποκριτικό».