Ο θρύλος ως τώρα μιλούσε για την περηφάνεια, το ακμαίο ηθικό των κρατουμένων και τις- ευρηματικές- αποδράσεις ή απόπειρες αποδράσεων. Τώρα ένα νέο βιβλίο, με τίτλο “Colditz: Prisoners Of The Castle”, του Μπεν Μασιντάιρ, αποκαλύπτει ότι ήταν στην πραγματικότητα μια εστία σνομπισμού, εκφοβισμού, σεξουαλικών παιχνιδιών και κατάθλιψης.
Είναι πολλά τα βιβλία που έχουν γραφεί για ιστορίες του Κόλντιτζ, με πρώτο το The Colditz Story του αξιωματικού Πατ Ρέιντ, στο οποίο βασίσθηκε και η ταινία του 1953. Η ιστορία του Κόλντιτζ έγινε τηλεοπτική σειρά στο BBC το 1972-1974 με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Μακάλουμ και μίνι τηλεοπτική σειρά το 2005 με τους Ντέμιεν Λιούις και Τομ Χάρντι, που κέρδισε μάλιστα και βραβείο BAFTA.
Ωστόσο, οι ιστορίες αυτές είναι μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Η ιστορία – και ο θρύλος- του Κόλντιτζ είναι μια ιστορία αδάμαστου ανθρώπινου πνεύματος, αλλά είναι επίσης μια ιστορία εκφοβισμού, πλήξης, παραφροσύνης, τραγωδίας και φάρσας.
Ταξικές διακρίσεις στην αιχμαλωσία
Μετά τον πόλεμο, οι πρώην αιχμάλωτοι έτειναν να παρουσιάζουν την κοινότητα των κρατουμένων του Κόλντιτζ ως μια αταξική, συνεκτική ομάδα «αδερφών», των οποίων η κοινή αποφασιστικότητα να δραπετεύσουν κατά κάποιο τρόπο ισοπέδωσε τις διακρίσεις και τις παραφωνίες που επικρατούσαν στον έξω κόσμο. Ακριβώς το αντίστροφο ίσχυε όμως.
«Η ταξική δομή στο Κόλντιτζ έμοιαζε με την ταξική δομή της εποχής», είχε πει κάποιος από τους πιο νεοφερμένους στο κάστρο. «Υπήρχε μια εργατική τάξη, που ήταν οι στρατιώτες, οι εντολοδόχοι που έπρεπε να δουλέψουν. Υπήρχε η μεσαία τάξη – αξιωματικοί από μικρά ή μεγάλα δημόσια σχολεία – και μετά υπήρχε μια ανώτερη τάξη, η οποία περιλάμβανε τους Άρχοντες του Βασιλείου.» Η νοοτροπία της « αριστοκρατικής παλιάς γραβάτας του σχολείου» όχι μόνο παρέμεινε, αλλά επιδεινώθηκε στην αιχμαλωσία, καθώς οι τρόφιμοι προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα αντίγραφο της ζωής που γνώριζαν πριν από τον πόλεμο.
Οι άτυπες λέσχες όπως το «House of Lords» και το «Kindergarten» (σ.σ. Νηπιαγωγείο) άρχισαν να δημιουργούνται στην τραπεζαρία, καθώς οι άντρες βρήκαν τη «φυλή» τους και κολλούσαν μαζί.Το Κόλντιτζ είχε ακόμη και το δικό του «Bullingdon Club», βασισμένο στο πρότυπο του αποκλειστικά ανδρικού ιδιωτικού κλαμπ στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης που έκτοτε έγινε σύνθημα για τον ελιτίστικο σνομπισμό. Αυτά τα μέλη ήταν κυρίως παλιοί απόφοιτοι του ΄Ιτον με τις απαραίτητες αριστοκρατικές περγαμηνές και φυσικά μεταξύ τους τα πήγαιναν εξαιρετικά.
Τα καψόνια σε «νέους» και δεσμοφύλακες
Οι κρατούμενοι έκαναν καψόνια – με παιχνίδια του μυαλού-στους Γερμανούς φρουρούς σπάζοντάς τους τα νεύρα. Ο στόχος ήταν να κερδηθεί μια «ηθική νίκη» επί του εχθρού κάνοντας τους φρουρούς να φαίνονται ηλίθιοι-, για παράδειγμα, κάποιος κρατούμενος κοιτούσε με προσήλωση τα κουμπιά της στολής ενός Γερμανού για πολλή ώρα μέχρι που ο φρουρός αναγκαζόταν να κοιτάξει προσεκτικά μήπως του έλειπε κάποιο κουμπί. Μια άλλη τεχνική ήταν απλώς να συμπεριφέρεσαι παράξενα: να παίζεις φανταστικό σνούκερ, για παράδειγμα, ή να πηγαίνεις βόλτα έναν ανύπαρκτο σκύλο.
Οι περισσότεροι ανώτεροι βρετανοί αξιωματικοί θεωρούσαν αυτές τις μικρές νίκες με τα παιχνίδια του μυαλού ως κάτι καλό για το ηθικό των κρατουμένων. Αλλά μερικοί, συμπεριλαμβανομένου του μεθοδιστή ιερέα του στρατοπέδου, Τζοκ Πλατ το έβλεπαν ως ταπεινωτική, νηπιακή συμπεριφορά που ενίσχυε τη γερμανική αίσθηση ανωτερότητας και τους έδινε μια εύκολη δικαιολογία για να επιβάλουν συλλογικές τιμωρίες, όπως η αναστολή των προνομίων άθλησης. Η κοροϊδία των φρουρών χρησίμευσε πάντως ως ψυχολογικό στήριγμα, επιτρέποντας σε ανίσχυρους άνδρες να στέκονται όρθιοι απέναντι σ΄αυτούς που τους κρατούσαν αιχμάλωτους.
Σεξ στην αιχμαλωσία
Αυτό που προβλημάτισε περισσότερο τον ιερέα όμως, ήταν το σεξ — ή μάλλον, η έλλειψή του και αυτό στο οποίο θα κατέφευγαν οι στερημένοι άνδρες.
Οι ανησυχίες του ξεκίνησαν το 1941 όταν οι κρατούμενοι του Κόλντιτζ αποφάσισαν να κάνουν μια χριστουγεννιάτικη παράσταση με λογοπαίγνια, χοντροκομμένα βρώμικα αστεία, σάτιρα και φάρσες.
Το ονόμασαν «Ballet Nonsense» και το αποκορύφωμα ήταν μια χορογραφία, στην οποία χορευτές ήταν οι πιο σωματώδεις και με παχιά μουστάκια αιχμάλωτοι, που φορούσαν χάρτινες κοντές φούστες μπαλέτου και σουτιέν . Το σόου έπαιξε για δύο νύχτες, μέσα σε γενικό κλίμα ενθουσιασμού- αλλά ο πατήρ Πλατ ήταν τρομοκρατημένος. Εντόπισε το φτερούγισμα της σεξουαλικότητας στη σκηνή, στα παρασκήνια και στο κοινό. Οι άνδρες ντυμένοι γυναίκες μπορούσαν- κατ΄αυτόν- μόνο να υποκινήσουν σεξουαλικές σκέψεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα ενθάρρυναν τον αυνανισμό ή την ομοφυλοφιλία. Ενώ κάποιοι από τους χορευτές φαινόταν καθαρά πως ήταν άντρες, κάποιοι άλλοι είχαν κάνει απίστευτη μεταμφίεση και είχαν πετύχει να μοιάζουν με απίθανες πραγματικές γυναίκες . Όπως παραδέχτηκε κάποιος από τους μουσικούς της παράστασης: «Ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά τους».
Οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να ξορκίσουν τις σεξουαλικές τους ανάγκες, κοροϊδεύοντάς τες ή προσποιούμενοι ότι δεν υπήρχαν. Ωστόσο, η αναγκαστική αγαμία ήταν μια πρόσθετη σκληρότητα, πολύ πιο βασανιστική επειδή ήταν ένα θέμα ταμπού. Ο Πίτερ Στόρι Πουχ, φοιτητής ιατρικής πριν από τον πόλεμο, εργαζόταν στον ιατρείο και παρατήρησε πόσοι άνδρες υπέφεραν από τις παρατεταμένες συνέπειες της σεξουαλικής αποχής. Ένας απογοητευμένος αξιωματικός προσπάθησε ακόμη και να ευνουχιστεί. Για κάποιους, η λύση στο πρόβλημα ήταν άλλοι άντρες, αν και η ομοφυλοφιλία ήταν ένα θέμα, το οποίο οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν με την παραδοσιακή μέθοδο- να μην μιλούν γι’ αυτήν. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τέτοιες σχέσεις ήταν σχεδόν αδύνατες ούτως ή άλλως, με την αυλή της φυλακής και τους υπόλοιπους χώρους της γεμάτους με κρατούμενους. Αλλά τη νύχτα, όταν οι κρυφές γωνιές του κάστρου ήταν προσβάσιμες, ήταν διαφορετικό θέμα.
Ο πατήρ Πλατ, που θεωρούσε την ομοφυλοφυλία όχι πρόβλημα πειθαρχίας αλλά αιώνιας θείας καταδίκης, άκουσε φήμες ότι «μια μικρή ομάδα ανδρών κάνουν κρυφές συνεδρίες αμοιβαίου αυνανισμού », μετά μάλιστα την έλευση ενός νεαρού αξιωματικού, που ο πατήρ Πλατ πίστευε πως θα έκανε πολλά κεφάλια ανδρών με ομοφυλοφυλικές τάσεις να γυρίσουν. Αποφάσισε ότι ήταν θρησκευτικό του καθήκον να παρέμβει. «Το να λέω σε μεγάλους άντρες να κρατούν τα χέρια τους μακριά από τους εαυτούς τους και ο ένας από τον άλλον» παραδέχτηκε, «ήταν ένα ακόμη δύσκολο έργο στο δρόμο μου». Περίμενε ότι η ομάδα αυνανισμού θα του έλεγε να κοιτάζει τη δουλειά του. «Αλλά αυτό τυχαίνει να είναι δουλειά μου!», ΄ελεγε ο ίδιος. Το αν ο πατήρ Πλατ παρενέβη ποτέ σε αυτό το λεπτό θέμα παραμένει άγνωστο. Αλλά δεν αναφέρθηκε ποτέ ξανά στην ομάδα αμοιβαίου αυνανισμού στο ημερολόγιό του, οδηγώντας κάποιους να σκεφθούν ότι είχε διαλυθεί ως εκ θαύματος μετά την παρέμβαση του εκπροσώπου του Θεού..
Από την άλλη πλευρά, μπορεί απλώς να ήταν πιο εύκολο να προσποιηθεί κάποιος ότι δεν υπήρχαν σχέσεις μεταξύ ομοφυλοφίλων, ή το πολύ πολύ να παραδεχτεί, όπως έκανε ένας ανώτερος αξιωματικός, ότι «υπήρχε πιθανώς ένα στοιχείο ομοφυλοφιλικού συναισθήματος μερικές φορές, αλλά έμενε σ΄αυτό το επίπεδο και δεν προχωρούσε σε πράξη». Αν και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει, οι άντρες του Κόλντιτζ πιθανότατα είχαν ομοφυλοφυλικές σχέσεις αλλά, όπως στον ευρύτερο κόσμο όπου η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμα παράνομη, το έκαναν με μυστικότητα, σε ντουλάπες και με διαρκή φόβο μήπως τους πιάσουν.
Κατάθλιψη και μετατραυματικό στρες
Ένα άλλο θέμα που σπάνια συζητιόταν ανοιχτά ήταν η κατάθλιψη, αν και το φάντασμά της στοίχειωνε το Κόλντιτζ. Το ηθικό των αιχμαλώτων ανεβοκατέβαινε. Ανέβαινε όταν έφθανε κάποιο δέμα του Ερυθρού Σταυρού και μετά ξαναβυθιζόταν στο ναδίρ, όταν το ζεστό νερό σταματούσε ή μια απόπειρα απόδρασης αποτύγχανε. Και βέβαια υπήρχε επίσης το άγχος του τι συνέβαινε με την οικογένεια, τις συζύγους ή τα κορίτσια τους πίσω στην πατρίδα.
Για τους περισσότερους, ο χρόνος τους στο Κόλντιτζ ήταν σχεδόν αφόρητα βαρετός – πέρα από βασανιστικός. Η ελίτ των αιχμαλώτων ξόδευε κάθε ώρα της ημέρας καταστρώνοντας και τελειοποιώντας σχέδια απόδρασης, οι υπόλοιποι όμως δεν είχαν τίποτε – ή πάρα πολύ λίγα- να κάνουν. Μερικοί διάβαζαν βιβλία ή διοργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, ενώ άλλοι έπαιζαν χαρτιά, έγραφαν γράμματα, ονειρεύονταν το σπίτι τους και αυνανίζονταν κρυφά. Τα φώτα που έσβηναν, στις 9.30 μ.μ., ήταν «μια ευλογημένη ανακούφιση, γιατί σήμαινε το τέλος μιας άλλης χαμένης και άχρηστης ημέρας».
Μερικοί άνδρες βίωναν αναμφίβολα αυτό που σήμερα ονομάζεται μετατραυματικό στρες. Ωστόσο, οι αιχμάλωτοι, συμπεριλαμβανομένων των γιατρών και των ιερέων, έτειναν να αντιμετωπίζουν την κατάθλιψη με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπιζόταν η νοσταλγία στα οικοτροφεία αρρένων: ένα σημάδι αδυναμίας που καλύτερα να αγνοηθεί, αφού πιστεύεται ότι το «παραχάιδεμα» κάνει τη δυστυχία χειρότερη. Οι περισσότεροι ζούσαν με την κατάθλιψή τους με μυστικότητα ή την καταπολεμούσαν με κάθε τρόπο.Αλλά ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι ένιωθαν ότι το ηθικό τους εξασθενούσε καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια μέσα στο κάστρο-φυλακή.
Ενας ήρωας σε απόγνωση
Η απόγνωση επικράτησε σε μερικούς – όπως ο Μάικ Σινκλέρ, ένας 25χρονος Βρετανός υπολοχαγός του οποίου το σχέδιο απόδρασης, υποδυόμενος Γερμανό αξιωματικό, απέτυχε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Γνωρίζοντας άπταιστα γερμανικά και ταλαντούχος ερασιτέχνης ηθοποιός, για τέσσερις μήνες είχε μελετήσει το βάδισμα, τη στάση και την προφορά του πραγματικού Γερμανού αξιωματικού, τη ρουτίνα του, τους τρόπους του ακόμη και το πώς ρουθούνιζε όταν ήταν θυμωμένος. Τον υποδύθηκε με εξαιρετική επιτυχία παραπλανώντας φρουρούς και αξιωματικούς, έχοντας φορέσει ψεύτικά μουστάκια και μούσια, φτιαγμένα από τις τρίχες που μάζευε από το ξύρισμα των συγκρατουμένων του και ντυμένος με κουρέλια που τα είχε φτιάξει να μοιάζουν με στολή, ενώ πίσω από τα κάγκελα άλλοι 35 κρατούμενοι, οπλισμένοι με αυτοσχέδια όπλα, περίμεναν τη στιγμή για να ανοίξει την πύλη και να δραπετεύσουν μαζί του. Τον πρόδωσε το χρώμα της ταυτότητας, που του ζήτησε ο τελευταίος φρουρός της πύλης. Το είχε προβλέψει και φυσικά είχε φτιάξει μία ψεύτικη, που ήταν μεν τέλεια απομίμηση ακόμη και της υπογραφής του Γερμανού αξιωματικού αλλά σε λάθος χρώμα χαρτί…
Η ανάγκη του Σινκλέρ να δραπετεύσει δεν ήταν απλώς επιτακτική, αλλά σχεδόν παθολογική. Είχε δραπετεύσει δύο φορές από το Κόλντιτζ αλλά τον έπιασαν και τον πήγαν πίσω. Τώρα περνούσε τις ώρες του κοιτάζοντας με μανία τις επάλξεις του κάστρου, καπνίζοντας την πίπα του, παρακολουθώντας και απομνημονεύοντας τις κινήσεις των φρουρών, ψάχνοντας για κενά στους τοίχους. «Ο Μάικ απεχθανόταν κάθε λεπτό αυτής της ζωής και δεν είχε άλλο ενδιαφέρον εκτός από την προσπάθεια να δραπετεύσει», έγραψε ένας συγκρατούμενος. «Δεν θα παραδεχόταν ποτέ την ήττα του».
Το φθινόπωρο του 1944, πήγε με μια ομάδα κρατουμένων στον περίβολο του χώρου άθλησης. Οι φρουροί πήραν τις θέσεις τους γύρω από τον πανύψηλο συρμάτινο φράχτη, που είχε στην άκρη του αγκαθωτές απολήξεις. Κάποιοι έπαιζαν ποδόσφαιρο, άλλοι χαλάρωναν στον ήλιο ή κουβέντιαζαν σε ομάδες, ενώ άλλοι έκαναν βόλτες γύρω από το μονοπάτι ακριβώς μέσα στην περίμετρο.
Ο Σινκλέρ περπάτησε μόνος του για μισή ώρα, πάνω κάτω στο σύρμα. Κανείς δεν το παρατήρησε όταν φόρεσε ένα ζευγάρι χοντρά γάντια, μετά πήδηξε πάνω από το πρώτο συρματόσχοινο και άρχισε να σκαρφαλώνει στον περιμετρικό φράκτη. Έφτασε στην κορυφή, ισορροπώντας καβάλα στα σύρματα που ταλαντεύονταν προτού οι φρουροί καταλάβουν τι συνέβαινε και αρπάξουν τα τουφέκια τους.
Ο Γερμανός υπαξιωματικός υπηρεσίας εκείνη την ημέρα ήταν ένας που γνώριζε τον Σινκλέρ και τον θαύμαζε πολύ για τους ηρωισμούς του. Έτρεξε στην άλλη πλευρά του σύρματος, όπου ο Σινκλέρ είχε πλέον πέσει στο έδαφος. «Δεν ωφελεί, κύριε Σινκλέρ», είπε ο φύλακας ευγενικά, αλλά ο Σινκλέρ έσπρωξε βίαια το πιστόλι του άντρα και όρμησε στην πλαγιά,τρέχοντας σαν τρελός. Ήταν ήδη στα μισά του δρόμου προς τον εξωτερικό τοίχο όταν η πρώτη βολή αντήχησε γύρω από το πάρκο. Στη συνέχεια άλλες δύο και μετά μια σειρά πυροβολισμών από δώδεκα φρουρούς σε διαφορετικές θέσεις στην περίμετρο. Ένα πολυβόλο άνοιξε πυρ. Ο Σινκλέρ βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από τον εξωτερικό τοίχο όταν τρέκλισε, σιγά-σιγά διπλώθηκε στα δυο και έπεσε νεκρός.
Μεταξύ των Βρετανών, υπήρξαν ελάχιστες κατηγορίες εναντίον των Γερμανών για τον θάνατό του. Οι φρουροί είχαν πυροβολήσει απρόθυμα, μετά από προειδοποίηση, και σίγουρα χωρίς πρόθεση να τον σκοτώσουν. Κάτι που άφησε τη φριχτή ανείπωτη πιθανότητα ο Σινκλέρ να ήθελε να αυτοκτονήσει. Κάποιοι απέδωσαν τις ενέργειές του σε «ξαφνική απώλεια της λογικής». Αλλά ο Σινκλέρ ήταν απόλυτα πνευματικά υγιής όταν πέθανε. ΄Ηξερε το πιο πιθανό αποτέλεσμα μιας «βουτιάς στο σύρμα». Διάλεξε την ηρωική έξοδο.