O Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στο Μοντοβί της Αλγερίας το 1913 και σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1960 στο Σανς της Γαλλίας μαζί με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ. Τρία χρόνια νωρίτερα είχε τιμηθεί με Νόμπελ για το μυθιστοριογραφικό, το θεατρικό και το δοκιμιογραφικό του έργο. Το 1935 ο Καμύ ίδρυσε το «Theatre du Travail», όπου εργάστηκε ως διασκευαστής, ηθοποιός και θεωρητικός, ενώ έγινε διάσημος με τα μυθιστορήματά του «Ο ξένος» (1942), «Η πανούκλα» (1947) και «Ο ευτυχισμένος θάνατος» (δημοσιεύτηκε μεταθανατίως, το 1970). Στην εδραίωση της φήμης του συνέβαλαν επίσης το θεατρικό «Καλιγούλας» (ανέβηκε το 1947) και τα δοκίμια «Ο μύθος του Σισύφου» (1942) και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (1951). Όλα αυτά είναι έργα που γεννιούνται και προετοιμάζονται στα ημερολόγια τα οποία κρατούσε ο συγγραφέας από την εποχή της ίδρυσης του «Theatre du Travail» μέχρι και τον θάνατό του.
Φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη γέννηση του Καμύ και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός πως πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη ο τρίτος τόμος των ημερολογιακών του εγγραφών με τίτλο «Σημειωματάρια. Μάρτιος 1951-Δεκέμβριος 1959», σε μετάφραση Νίκης Καρακίτσου – Dougé και Μαρίας Κασαμπαλόγλου – Roblin, οι οποίες έχουν μεταφράσει επαξίως και τους δύο προηγούμενους τόμους. Ο αμέσως προηγούμενος τόμος, υπό τον τίτλο «Σημειωματάρια. Ιανουάριος 1942-Μάρτιος 1951», κάλυπτε το σύνολο των χρόνων του Καμύ στην Αλγερία, καθώς και ένα μικρό μέρος (από το 1940 και μετά) από την εποχή της παραμονής του στο Παρίσι (ο πρώτος τόμος των «Σημειωματαρίων» είχε ως πλαίσιο αναφοράς το διάστημα 1935-1942). Πρόκειται για την περίοδο της χρυσής του νιότης, εκείνο όμως που κυριαρχεί στην αφήγηση δεν είναι το προσωπικό στοιχείο. Η μεγάλη έγνοια του Καμύ είναι η τέχνη και με αυτήν καταγίνεται συνεχώς στα ημερολόγιά του, όπου κάποιες φορές παραθέτει ολόκληρα αποσπάσματα από τα προαναγγελλόμενα βιβλία του. Ο έρωτας, ο θάνατος, η αυτοκτονία, η φτώχια, το άχθος της καταναγκαστικής εργασίας, η γλώσσα και η έκφραση είναι τα θέματα που επανέρχονται τακτικά σε αυτές τις εσωτερικές εξομολογήσεις. Δύο όμως είναι τα απαραγνώριστα κεφάλαια στον τρόπο σκέψης του Καμύ: η ακατάβλητη επιθυμία του για ζωή (μια επιθυμία που αποκτά εντατικό χαρακτήρα) και το πάθος του για το γράψιμο, που τον συνέχει από πολύ νωρίς. Το γράψιμο κινητοποιεί με τη δημιουργική του δύναμη τη ζωή και η ζωή τροφοδοτεί με την ακατάσχετη ορμή της το γράψιμο. Μόνο έτσι μπορεί να έρθει για τον Καμύ η ισορροπία στον κόσμο, μόνο έτσι είναι δυνατόν να αποκτήσει νόημα η καθημερινότητα.
Το ζήτημα της τέχνης και της έκφρασης παραμένει βαθιά σφηνωμένο στον νου του Καμύ και στον τόμο με τις ημερολογιακές εγγραφές του από την περίοδο 1951-1959. Κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες γράφει κάποιος, ποιος είναι ο δημόσιος ρόλος του συγγραφέα και ποιες οι σχέσεις του με τους σύγχρονους και τους παλαιότερους, πώς μεταπηδά ένας δεξιοτέχνης σαν τον Καμύ από το μυθιστόρημα στο θέατρο και τανάπαλιν και τι ακριβώς είναι πιθανό να προσδοκά το κοινό από τα γραπτά του;
Ο Καμύ κινείται αυτή τη φορά ανάμεσα στη Γαλλία και στην Αλγερία, αναλογίζεται κάθε τόσο τον γενέθλιο τόπο του, μνημονεύοντας την αγάπη του και ταυτοχρόνως την ανησυχία του για την κατάσταση της υγείας της μητέρας του και αφιερώνει πολλές λυρικές σελίδες στην Ελλάδα (η Ακρόπολη και οι Δελφοί) και στην Ιταλία (η Ρώμη και οι ιταλικές εξοχές), θαυμάζοντας τόσο το μεγαλείο της φύσης όσο και το ιστορικό βάθος του πολιτισμού των δύο χωρών, μολονότι προτιμά σαφώς το αρχαιοελληνικό από το ρωμαϊκό παρελθόν μια και του φαίνεται πως οι Ρωμαίοι υπήρξαν ψυχροί αντιγραφείς των αρχαίων Ελλήνων, εμποδίζοντας τους σύγχρονους Ευρωπαίους να επικοινωνήσουν χωρίς βαρετές μεσολαβήσεις με το ατόφιο μέταλλο της ελληνικής αρχαιότητας.
Το τραγικό, οι μυθικοί ήρωες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, το παράλογο, η αποστροφή για κάθε πολιτικό δογματισμό (των οιωνδήποτε επαναστατικών φρονημάτων συμπεριλαμβανομένων), η εμπύρετη προετοιμασία του «Πρώτου Ανθρώπου», του μυθιστορήματος το οποίο είχε στα σκαριά και δεν πρόλαβε να αποτελειώσει (ο άνθρωπος ως γυμνή, ανεξάρτητη από ετεροβαρείς προσδιορισμούς διαθεσιμότητα), αλλά και η αντιφατική γοητεία του Νίτσε, που ξεπροβάλλει επίμονα στα χαρτιά του, ή η πίστη στον Θεό και η αθεΐα, σε συνδυασμό με τα διαρκή και (ανυποχώρητα) οντολογικά ερωτήματα για την τύχη της ανθρώπινης ύπαρξης, συμπληρώνουν την πορεία του Καμύ μέσω των ημερολογιακών εγγραφών του, συνοψίζοντας τα θεμελιώδη μοτίβα της λογοτεχνίας, του θεάτρου και της δοκιμιογραφίας του. Εκείνο, όμως, το οποίο πρωτίστως απολαμβάνουμε διαβάζοντας τα «Σημειωματάρια» είναι ο λόγος του: λόγος φιλοσοφικός και συνάμα εκστατικός, ποιητικός και παράλληλα πολιτικός, ένθερμος και την ίδια ώρα ψυχρόαιμος και αποστασιοποιημένος. Ένας γραφιάς με βούλα και σφραγίδα.