Εννέα στους δέκα ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες, από συνολικά 1,3 εκατ. που είναι ασφαλισμένοι στον ΕΦΚΑ, έχουν επιλέξει και για το 2023 την 1η ασφαλιστική κατηγορία, καταβάλλοντας έως 240,25 ευρώ τον μήνα για κύρια ασφάλιση, υγεία και ανεργία, παρότι γνωρίζουν ότι έπειτα από 20 χρόνια ασφάλισης η παραμονή τους στη χαμηλή κατηγορία οδηγεί σε σύνταξη που δεν αγγίζει τα 510 ευρώ μεικτά. Ακόμη και έπειτα από 40 χρόνια ασφάλισης, εφόσον παραμείνουν στην πρώτη κατηγορία, η σύνταξή τους δεν θα ξεπερνάει τα 770 ευρώ μεικτά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που αποκαλύπτει η «Κ» και τα οποία αφορούν την οριστική επιλογή 1,3 εκατ. ασφαλισμένων μη μισθωτών για ολόκληρο το 2023, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από αυτήν που είχαν κάνει τον προηγούμενο χρόνο, κάτι που εξηγείται άλλωστε και από το γεγονός ότι φέτος οι εισφορές αυξήθηκαν κατά 9,6%. Αναλυτικά, φέτος την 1η κατηγορία επέλεξαν 1.035.519 μη μισθωτοί που αντιστοιχούν στο 79,49% των ασφαλισμένων μη μισθωτών, έναντι 1.035.519 ασφαλισμένων (79,91%) με την αντίστοιχη επιλογή ένα χρόνο πριν. Σε αυτούς που επέλεξαν τη χαμηλότερη κατηγορία πρέπει να προστεθούν και οι 131.811 νέοι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι που αντιστοιχούν στο 10,12% του συνόλου που επέλεξαν την ειδική κατηγορία, η οποία ισχύει μόνο για όσους έχουν κάτω από πέντε χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας και ανέρχεται πλέον σε 148,15 ευρώ (κύρια ασφάλιση, υγεία και ανεργία). Στην πράξη αυτό σημαίνει πως εννέα στους δέκα ασφαλισμένους μη μισθωτούς επέλεξαν τη χαμηλότερη κατηγορία, γνωρίζοντας ότι αυτό οδηγεί σε πολύ χαμηλή σύνταξη.
Η διαφορά που χωρίζει την πρώτη από τη δεύτερη κατηγορία είναι μόλις 46,06 ευρώ τον μήνα, όμως τη δεύτερη κατηγορία των 286,31 ευρώ επέλεξαν μόλις 56.171 άτομα (4,31%). Αλλωστε, τόσοι ήταν και οι ασφαλισμένοι που επέλεξαν τη δεύτερη κατηγορία και το 2022, όταν αυτή ήταν 262 ευρώ τον μήνα.
Ακόμη και έπειτα από 40 χρόνια ασφάλισης η σύνταξη της πρώτης κατηγορίας δεν ξεπερνάει τα 770 ευρώ μεικτά.
Αντίστοιχα, μόλις 35.235 μη μισθωτοί (2,7% του συνόλου) επέλεξαν την 3η κατηγορία, ενώ άλλοι 21.021 (1,61%) ήταν αυτοί που επέλεξαν την 4η ασφαλιστική κατηγορία του ΕΦΚΑ. Τέλος υπάρχουν και 10.071 ασφαλισμένοι (0,77%) που επέλεξαν την 5η ασφαλιστική κατηγορία, καθώς και 12.857 (0,99%) που ασφαλίστηκαν στην υψηλότερη, 6η ασφαλιστική κατηγορία, που αντιστοιχεί για κύρια ασφάλιση, υγεία και ανεργία σε 630,6 ευρώ τον μήνα.
Ετσι, όπως επισημαίνουν στην «Κ» ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, η συντριπτική πλειονότητα των μη μισθωτών εγκλωβίζεται σε πολύ χαμηλές μελλοντικές συντάξεις, καθώς βάσει των όσων ισχύουν μέχρι τώρα κάποιος με 20 έτη ασφάλισης πληρώνοντας τη χαμηλή πρώτη κατηγορία θα λάβει σύνταξη που δεν θα ξεπερνάει τα 510 ευρώ μεικτά. Εάν ο ίδιος επαγγελματίας, κατά τα ίδια 20 χρόνια, επιλέξει την ασφάλιση στην τρίτη κατηγορία, η σύνταξή του στο τέλος του ασφαλιστικού βίου του θα είναι 571 ευρώ. Εάν ο επαγγελματίας αντί για 20 χρόνια παραμείνει στην εργασία 40 έτη επιλέγοντας τη χαμηλή πρώτη κατηγορία ασφάλισης, τότε η σύνταξη που θα λάβει θα είναι της τάξης των 771 ευρώ, ενώ εάν ασφαλιστεί στην έκτη κατηγορία για συνεχόμενα 40 χρόνια, τότε η κύρια σύνταξή του θα διαμορφωθεί στα 1.634 ευρώ τον μήνα.
Οι αντιδράσεις
Να σημειωθεί ότι η τελευταία αύξηση, παρότι προβλέπεται από τον νόμο, έρχεται σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο για τους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους. Είναι χαρακτηριστικό, όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, ότι η αύξηση κατά 9,6% επιβαρύνει σημαντικά τον επαγγελματικό προϋπολογισμό των ελευθέρων επαγγελματιών και επιστημόνων, καθώς ενεργεί προσθετικά και πολλαπλασιαστικά στις ήδη υπάρχουσες οικονομικές επιβαρύνσεις ως επακόλουθο των μνημονιακών πολιτικών, των συνεπειών της πανδημίας και της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, και καθιστά προβληματικής βιωσιμότητας χιλιάδες ελεύθερους επαγγελματίες, επιστήμονες και επιχειρήσεις. «Μια αύξηση που δεν υπακούει σε καμία λογική, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως ότι τα έσοδα του ΕΦΚΑ έχουν αυξηθεί το έτος 2021-2022 κατά 78%, οι συντάξεις δεν έχουν αυξηθεί, οι υποχρεώσεις του ΕΦΚΑ προς τους ασφαλισμένους δεν υλοποιούνται και χιλιάδες ασφαλισμένοι (816.000 την τελευταία πενταετία και 350.000 το 2022) έχασαν τις ρυθμίσεις τους», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκπρόσωποί τους. Για να καταλήξουν στην εκτίμηση πως «το μόνο που θα καταφέρει η αύξηση των εισφορών είναι να δημιουργήσει νέα χρέη, νέες γενιές οφειλετών, απώλεια ασφαλιστικών δικαιωμάτων, ακόμη και ασφάλισης υγείας, και να πλήξει καίρια τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τη μεσαία τάξη».