«Ελληνική Σαλάτα» (Salade Greque) είναι ο τίτλος της νέας, πετυχημένης γαλλικής σειράς της Amazon, που στις λίγες ημέρες προβολής της έχει κερδίσει το κοινό, το οποίο βλέπει μια άλλη όψη της Αθήνας, πιο πραγματική και σύγχρονη, με τις αντιφάσεις και την παράξενη ομορφιά της όπως περιγράφεται μέσα από τα μάτια των δύο νεαρών πρωταγωνιστών, του Τομ (Αλιόσα Σνάιντερ) και της Μία (Μέγκαν Νόρθαμ).
Οι Γάλλοι κριτικοί που πρόλαβαν να τη δουν, την υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη θέρμη μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για τον σύγχρονο τρόπο κινηματογράφησης της Αθήνας από τη γαλλική ομάδα σκηνοθετών Σεντρίκ Κλαπίς, Λόλα Ντουαλόν και Αντουάν Γκαρσό, τους οποίους απολαύσαμε μέσα από την πολύ πετυχημένη σειρά του Netflix «Call my agent». Σε αυτή τη σειρά των οχτώ επεισοδίων με τον ευρηματικό τίτλο «Salade Greque» η ελληνική πρωτεύουσα φαίνεται να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, μακριά από τις τουριστικές προκαταλήψεις και την προκάτ λογική άλλων ταινιών.
Η σειρά
Είκοσι χρόνια μετά την εμβληματική του ταινία «L’ Auberge Espagnole» που είχε ως φόντο τη Βαρκελώνη και αποτέλεσε τη βάση για τον Σεντρίκ Κλαπίς ώστε να γυρίσει και τις δύο επόμενες ταινίες του -για τη Μόσχα με το «Ρώσικες Κούκλες» (Les Poupées russes) και για τη νεοϋορκέζικη Chinatown με την «Casse-tête Chinois»-, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά μια τριλογία για τη ζωή στις γνωστές αυτές μεγαλουπόλεις, οι θεατές απολαμβάνουν μια διαφορετική σειρά για την ελληνική Αθήνα.
Αυτή τη φορά στο πλευρό του ο Κλαπίς έχει όλο το team του «Call my agent» και μια πληθώρα Ελλήνων και Γάλλων ηθοποιών, οι οποίοι συνεργάστηκαν αρμονικά και απ’ όσο δήλωναν οι ίδιοι σε ιδανικές συνθήκες, κάνοντας γυρίσματα σε διάφορες γωνιές της Αθήνας όπου ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών. Αν λοιπόν στις ταινίες της τριλογίας και συγκεκριμένα στο «L’ Auberge Espagnole» οι νέοι πρωταγωνιστές εκπροσωπούσαν την τότε ενεργό γενιά των φοιτητών που ταξίδευαν μέσα από τα προγράμματα Erasmus αναπτύσσοντας δεσμούς και γνωρίζοντας άλλες επικράτειες, οι απόγονοι εκείνων των φοιτητών φαίνονται κάπως διαφορετικοί καθώς είναι πιο υποψιασμένοι, πιο πολιτικοποιημένοι και πιο έτοιμοι να ενταχθούν στο περιβάλλον που τους φιλοξενεί.
Για την ακρίβεια τα παιδιά του Χαβιέρ (τον ερμήνευε ο Ρομέν Ντουρί, τον οποίο ξανασυναντάμε στην «Ελληνική Σαλάτα») και της Γουέντι (στον ρόλο η Κέιλι Ρέιλι) αποφασίζουν να ζήσουν αντίστοιχες εμπειρίες, αλλά αυτή τη φορά οι ανησυχίες για το μέλλον έχουν μάλλον να κάνουν με την τεχνολογία, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις που κάπως μπλέκονται και με τους αρχαίους Ελληνες φιλοσόφους κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης και φέρνουν στο φως όλα τα σύγχρονα ζητήματα, από το μεταναστευτικό μέχρι την παγκοσμιοποίηση και το gentrification που φαίνεται να χτυπάει πλέον και την Αθήνα.
Το story
Συγκεκριμένα, ο γιος των Χαβιέρ και Γουέντι, που φαίνεται να αποπνέει έναν αέρα Νέας Υόρκης, την οποία αφήνει σε αναζήτηση χρηματοδότησης για την startup εταιρεία του, έρχεται σε σύγκρουση με την αντικομφορμίστρια αδελφή του, η οποία βρίσκεται, πριν από αυτόν, στην ελληνική πρωτεύουσα με τη διάθεση να μοιραστεί κοινές εμπειρίες με τους επαναστατημένους νέους της πόλης. Παρότι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες τα δύο αδέλφια, που δείχνουν ουσιαστικά να εκπροσωπούν τις δύο διαμετρικά αντίθετες όψεις της νεολαίας αλλά και των σύγχρονων πόλεων, φτάνουν να μοιράζονται κοινές εμπειρίες και αγωνίες στη σημερινή Αθήνα.
Η διαφορά των χαρακτήρων έχει επίσης να κάνει και με τον Γαλλοϊσπανό πατέρα και τη Βρετανή μητέρα, οι οποίοι πλέον ζουν χωριστά, αποδεικνύοντας ότι οι δύο αυτοί κόσμοι βρίσκονταν πάντοτε σε αντιπαράθεση, πολύ πριν την εποχή του Brexit. Τα δύο αδέλφια συναντιούνται τελικά στην Αθήνα ύστερα από το νέο ότι κληρονόμησαν από τον παππού τους ένα ακίνητο, το οποίο εκείνος είχε αγοράσει κοψοχρονιά λίγο μετά την πτώση της χούντας. Αυτός είναι συγκεκριμένα ο λόγος που ο Τομ φτάνει στην Αθήνα για να ανακαλύψει ότι στο μισογκρεμισμένο πλέον κτίριο ζουν νέοι από διαφορετικές κατευθύνσεις και με διαφορετική καταγωγή, κάτι που δίνει την αφορμή στον σκηνοθέτη να φτιάξει τελικά τη δική του «σαλάτα» με διεθνή χρώματα και χαρακτήρα.
Σε αυτό το πολύχρωμο γαϊτανάκι που στόχο έχει να αναδείξει την πολυπολιτισμικότητα, προστίθενται και οι αγωνίες της αδελφής του Τομ, της διαρκώς θυμωμένης Μία, η οποία φαίνεται πια να έχει ριζοσπαστικοποιηθεί συμμετέχοντας σε καταλήψεις και εξεγέρσεις, ζώντας μια έντονη σχέση με έναν Ελληνα αναρχικό (τον οποίο ερμηνεύει όμορφα ο δικός μας Δημήτρης Κίτσος, ο οποίος έχει αρχίσει να παίρνει τον δικό του «διεθνή αέρα» και από το πέρασμά του από το «Maestro»).
Δική του ιδέα, άλλωστε, ήταν η ίδρυση μιας ΜΚΟ για τη διευκόλυνση των προσφύγων, στην οποία δείχνει να απασχολείται η Μία, συμμετέχοντας παράλληλα σε όλες τις διαμαρτυρίες που λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα. Μαζί μένουν στην κατάληψη, την οποία αναλαμβάνουν να εκκενώσουν κάποια στιγμή οι αστυνομικοί δίνοντας την αφορμή στον σκηνοθέτη να δείξει σκηνές που θυμίζουν διάφορες πραγματικές που έχουμε δει να λαμβάνουν χώρα στο κέντρο της Αθήνας.
Παρά τις ταραχές, βέβαια, που περιγράφει η σειρά, δεν λείπει το κωμικό στοιχείο, που προέρχεται ακριβώς από τη διαφορετική ταυτότητα που υποστηρίζει ο καθένας από τους πρωταγωνιστές και το κάπως «εξωτικό» τους βλέμμα αφού, όπως και να ’χει, είναι οι ξένοι που οικειοποιούνται με τον δικό τους τρόπο διαφορετικές πτυχές της Αθήνας. Κάπου εκεί, ανάμεσα στην τουριστική εκδοχή της πόλης, τη φιλοσοφική της ταυτότητα λόγω αρχαιοελληνικού παρελθόντος και τις πολιτικές ταραχές, εγκαθιδρύεται μια σύγχρονη εικόνα που κάνει τον θεατή να αγαπήσει την Αθήνα, όπως και τους κατοίκους της, ακριβώς μέσα από τις αντιφάσεις, τα σύγχρονα προβλήματα και τα αδιέξοδά τους. Η πόλη προβάλλεται δηλαδή σαν αυτή που ξέρουμε σήμερα και ίσως είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται με αυτό τον πραγματικό, πανκ, ανατρεπτικό αλλά και τρυφερό τρόπο από έναν ξένο σκηνοθέτη.
To Athens Film Office
Καμία σχέση, δηλαδή, με την εικόνα μιας σκληρής και άσχημης μεγαλούπολης, όπου έχει εγκαθιδρυθεί το χάος που περιέγραφε η ξένη ταινία «Μπέκετ», την οποία είχαμε την ατυχία να δούμε στο Netflix για να διαπιστώσουμε ότι η χώρα μας είχε χρηματοδοτήσει μια ταινία που στόχο είχε μόνο να δυσφημήσει τη σύγχρονη εικόνα της. Αυτή τη φορά το Athens Film Office, που ήταν υπεύθυνο για τα γυρίσματα και την ευτυχή περάτωση της σειράς, φρόντισε ώστε η ξένη εκδοχή της Αθήνας να είναι αυτή που περιμένει κανείς χωρίς να απέχει από την πραγματικότητα. Ευτυχώς, η «Ελληνική Σαλάτα», παρόλο τον ρεαλισμό της, κινηματογραφεί μια σύγχρονη πολυπολιτισμική μεγαλούπολη, η οποία είναι συμφιλιωμένη πλέον, όπως και οι κάτοικοι, με τις διαφορετικές όψεις της.
Ακόμα και τα άσχημα γκράφιτι που δεσπόζουν πια παντού στην πόλη, μοιάζουν σαν στοιχεία ενός πολύχρωμου ντεκόρ, άλλοτε πιο κοντά στο Βερολίνο και άλλοτε στο αμερικανικό Νιτρόιτ όπως περιγράφει χαρακτηριστικά κάποια στιγμή ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας. Οπως και να ’χει, ο σκηνοθέτης φαίνεται να έχει κάνει αρκετή δουλειά στο σενάριο αποτυπώνοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις της ιστορίας σε συνάρτηση με τις διαφορετικές όψεις της Αθήνας: την πιο όμορφη και «αρχαιοελληνική» γειτονιά του Θησείου, την πιο επιθετική του Μεταξουργείου, την πιο σύγχρονη του Νέου Κόσμου, την πιο απρόσμενη στο Γκάζι.
Σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει στο σημείο αυτό η διεύθυνση φωτογραφίας που αναδεικνύει μοναδικά τις εικόνες, αλλά και ο Ελληνας casting director Μάκης Γαζής, που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην επιλογή των ηθοποιών. Παίζει, άλλωστε, και ο ίδιος έναν μικρό ρόλο ως ξεναγός που εμφανίζεται με φόντο τον Παρθενώνα να αφηγείται την ιστορία της Ακρόπολης. Ο Μάκης Γαζής είναι υπεύθυνος για το υπέροχο ελληνικό και ξένο καστ, οι οποίοι δείχνουν να έχουν μοναδική χημεία.
Διακρίνουμε μεταξύ άλλων -εκτός από τον Δημήτρη Κίτσο, τους «παλιούς», έμπειρους και πάντα υπέροχους Μανώλη Μαυροματάκη και Κώστα Μπάρα, τη γαλλόφωνη και γνωστή από το θέατρο Αλκηστη Πουλοπούλου, τη βραβευμένη με το θεατρικό βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» Ιωάννα Κολλιοπούλου, την άκρως ταλαντούχα ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Ζωή Μυλωνά. Βλέποντάς τους όλους μαζί συνειδητοποιεί, μάλιστα, κανείς πόσους πραγματικά ταλαντούχους ηθοποιούς διαθέτουμε ως χώρα, που αρκεί να τους ανοίξει μια πόρτα για να φανεί η δύναμή τους πέρα από τα σύνορα, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας.
Πόλη βγαλμένη από το μέλλον
Προκειμένου, μάλιστα, να αποδώσει αυτό το σύγχρονο προφίλ και να αποτυπώσει ζωντανά τους διαλόγους ανάμεσα στους νέους, ο σκηνοθέτης Σεντρίκ Καπρίς συμβουλεύτηκε Ελληνες και ξένους που ζουν στην πόλη διαμορφώνοντας μια ολόκληρη ομάδα με νέους έως 30 ετών οι οποίοι δούλευαν όλοι μαζί το σενάριο. «Με τη συμβολή όλων αυτών μπόρεσαν να καταγραφούν οι σύγχρονοι νεανικοί προβληματισμοί», έχει δηλώσει σε συνέντευξή του σε γαλλική εφημερίδα ο 61χρονος κινηματογραφιστής, ο οποίος τόνισε: «Δεν ήθελα να μεταφερθούν οι δικές μου σκέψεις γύρω από το πώς λειτουργούν σήμερα οι νέοι, αλλά τα πραγματικά τους βιώματα».
Γι’ αυτό και οι υπεύθυνοι της σειράς βασίστηκαν πολύ στους αυτοσχεδιασμούς και στην προβληματική του κάθε πρωταγωνιστή, ζητώντας τους να προσθέσουν τη δική τους εκδοχή γύρω από τον χαρακτήρα που καλούνταν να ερμηνεύσουν ώστε να φαίνεται ακόμα πιο ρεαλιστικό το αποτέλεσμα. Αλλωστε, όπως δήλωναν στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης οι πρωταγωνιστές της σειράς, η «Ελληνική Σαλάτα» περιγράφει μια ζωντανή πόλη με νέους κατοίκους πολύ πιο υποψιασμένους και πολύ πιο συνειδητοποιημένους σε σχέση με το παρελθόν, πολύ πιο ενεργά εμπλεκόμενους μέσα στα τεκταινόμενα της πόλης.
Εγραφε χαρακτηριστικά μια κριτική της σειράς σε ένα από τα πολλά γαλλικά έντυπα και ιστοσελίδες που δείχνουν να έχουν ενθουσιαστεί με το αποτέλεσμα: «Σε αυτό το σταυροδρόμι των οικονομικών και πολιτικών διακυβευμάτων, η πόλη της Αθήνας προβάλλει ως ιδανικό σκηνικό. Μοναδικός προορισμός για τους φοιτητές αλλά και για τους ξένους ενοίκους, η ελληνική πόλη δέχεται φιλόξενα όλο αυτό το νέο μουσικό και καλλιτεχνικό κύμα που γεννιέται σήμερα στην Ευρώπη, όπως ακριβώς συνέβαινε με το Βερολίνο μια εικοσαετία πριν». Μετά από όλα αυτά, φαίνεται έχουμε πάρα πολλούς λόγους να (ξανα)αγαπήσουμε την Αθήνα, έστω και μέσα από το βλέμμα των ξένων, απολαμβάνοντας μάλιστα μια δροσερή και νόστιμη «Ελληνική Σαλάτα».