5 Μαΐου 1921
Σε αυτή την ημερομηνία που είχε συμβολική σημασία για τη θρυλική δημιουργό του, πωλείται για πρώτη φορά το άρωμα Chanel No 5 στην μπουτίκ της Coco Chanel, στην Rue Cambon του Παρισιού. Παρότι έχει συμπληρωθεί ένας αιώνας από τη στιγμή που το Νο 5 έφερε την επανάσταση στην βιομηχανία της αρωματοποιίας, θεωρείται θρυλικό έως και σήμερα και παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα του κόσμου. Υπολογίζεται ότι κάθε 30 δευτερόλεπτα, ένα μπουκάλι Chanel No. 5 πωλείται κάπου στον πλανήτη.
Το 1921, η Coco Chanel ήταν κιόλας ένα φαινόμενο στους κύκλους της γαλλικής μόδας. Καλλονή της κοσμικής ελίτ του Παρισιού αλλά και πανέξυπνη επιχειρηματίας, περιφρονούσε τους κοινωνικούς κανόνες και κινούνταν κάπου ανάμεσα στην κυρία και την ερωμένη.
Είχε φτάσει στο Παρίσι ως ερωμένη του βαρόνου των υφασμάτων Etienne Balsan το 1909 και είχε ανοίξει την μπουτίκ της με γυναικεία καπέλα κάτω από το διαμέρισμά του.
Έως το 1921, είχε μια σειρά από επιτυχημένες μπουτίκ στο Παρίσι, την Ντοβίλ και την Μπιαρίτζ, μια βίλα στη Νότια Γαλλία και τη δική της μπλε Rolls Royce.
Τώρα, ήθελε ένα άρωμα που θα χαρακτήριζε τη νέα, μοντέρνα γυναίκα σαν και αυτήν.
Το σύνθετο και προβληματικό παρελθόν της, έμελλε να αποτυπωθεί στο άρωμα που έγινε το σήμα-κατατεθέν της.
Η κόρη ενός μανάβη και μιας πλύστρας από τη γαλλική επαρχία, πέρασε την εφηβεία της σε μοναστήρι της Ομπαζίν, όπου την έστειλαν μετά τον θάνατο της μητέρας της.
Η μυρωδιά του σαπουνιού και του φρεσκοπλυμμένου δέρματος, βίωμά της από το μοναστήρι, θα τη συνόδευε στα χρόνια που ακολούθησαν. Η ίδια ήταν σχολαστική με την καθαριότητα και αργότερα, όταν δούλευε ανάμεσα στις ερωμένες των πλουσίων, παραπονιόταν για το πώς μύριζαν, ένα μείγμα από άρωμα και ιδρώτα.
Όταν αποφάσισε να παραγγείλει να της φτιάξουν ένα άρωμα για τις καλύτερες πελάτισσές της, σύμφωνα με την τάση στους οίκους μόδας της εποχής, ήταν σημαντικό αυτό να αποπνέει αυτή τη φρεσκάδα. Όμως, δυσκολεύτηκε να βρει τον αρωματοποιό που μπορούσε να το επιτύχει.
Την εποχή εκείνη, ο μόνος τρόπος για να δημιουργήσει κανείς φρέσκα αρώματα ήταν χρησιμοποιώντας κίτρα, όπως το λεμόνι, το περγαμόντο και το πορτοκάλι. Όμως, οι μυρωδιές αυτές δεν κρατούσαν για πολύ πάνω στο δέρμα.
Οι χημικοί της εποχής είχαν ήδη απομονώσει χημικά που ονομάζονται αλδεΰδες και οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν τεχνητά αυτές τις μυρωδιές. Όμως επειδή ήταν τόσο δυνατές, οι αρωματοποιοί ήταν διστακτικοί να τις χρησιμοποιήσουν.
Προς τα τέλη του καλοκαιριού του 1920, η Chanel είχε πάει διακοπές στην Cote d’Azur με τον εραστή της, τον Μεγάλο Δούκα Dimtri Pavlovich.
Εκεί έμαθε για έναν αρωματοποιό, τον Ernest Beaux, ο οποίος είχε δουλέψει για τη ρωσική βασιλική οικογένεια και ζούσε εκεί κοντά, στο Grasse, το επίκεντρο της βιομηχανίας των αρωμάτων.
Ο Beaux, περίεργος και τολμηρός, δέχθηκε την πρόκληση της Chanel. Χρειάστηκε αρκετούς μήνες για να τελειοποιήσει το άρωμά του, αλλά τελικά παρουσίασε στην Chanel δέκα δείγματα. Εκεί διάλεξε το δείγμα Νο 5.
Λέγεται ότι η συνταγή ήταν τελικά το αποτέλεσμα ενός λάθους στο εργαστήριο, όπου ο βοηθός του Beaux είχε προσθέσει μία δόση από αλδεΰδες που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ άλλοτε.
Από εκεί πιστεύεται ότι προήλθε η μυρωδιά που θύμιζε σαπούνι, ξυπνώντας στην Chanel μνήμες από τα χρόνια της στο μοναστήρι.
«Ήταν αυτό που περίμενα. Ένα άρωμα διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα άρωμα γυναίκας με τη μυρωδιά της γυναίκας», θα έλεγε αργότερα η Chanel. Αυτή ήταν η επιθυμία της: Ένα άρωμα που να μυρίζει σαν γυναίκα, όχι σαν τριαντάφυλλο, όπως είχε πει.
Το No. 5 έκανε επιτυχία μέσα σε ένα βράδυ και έγινε το πρώτο σε πωλήσεις άρωμα του κόσμου για τον 20ο αιώνα. Η Marilyn Monroe αποκάλυψε ότι φορούσε μία σταγόνα Νο 5 όταν κοιμόταν και ο Andy Warhol δημιούργησε μια έκθεση τέχνης γύρω από αυτό.
To 2004, το Chanel No 5 θα πρωταγωνιστούσε στην ακριβότερη διαφήμιση της ιστορίας, αφού o Αυστραλός σκηνοθέτης Baz Luhrmann δημιούργησε ένα σποτ 180 δευτερολέπτων με την Nicole Kidman, που κόστισε 33 εκατ. δολάρια και κρατά το ρεκόρ μέχρι και σήμερα.