Απομένουν πλέον λιγότερες από είκοσι μέρες για την εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν σαφές προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία, οι ιδιαιτερότητες όμως του συστήματος της απλής αναλογικής καθιστούν δύσκολη την δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης. Μάλιστα προκύπτει ως πιθανό και ένα σενάριο μάλλον πρωτοφανές για τις εκλογικές αναμετρήσεις της χώρας: η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης από τους «ηττημένους» των εκλογών. ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ΜΕΡΑ 25, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αθροίζουν 151 βουλευτές, και με βάση την συνταγματική διαδικασία η ανάθεση διερευνητικής εντολής στον αρχηγό του δευτέρου κόμματος, (ή και του τρίτου), μπορεί να οδηγήσει σε έναν σχηματισμό κυβέρνησης με αυτό το κομματικό μείγμα.
Μπορεί μια τέτοια κυβέρνηση συνεργασίας να αποδειχτεί αξιόπιστη για τα συμφέροντα της χώρας ή τελικά αποτελεί κίνδυνο για την πορεία της;
Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσω ότι δεν συμφωνώ με όσους βλέπουν συνταγματικό πρόβλημα σε μια τέτοιου τύπου συγκυβέρνηση. Το Σύνταγμά μας ως προς το ζήτημα αυτό είναι σαφές και δεν θέτει οποιουδήποτε τύπου απαγορεύσεις. Το πρόβλημα όμως που προκύπτει από μια τέτοια σύμπραξη είναι εξόχως πολιτικό και δυνητικά καταστροφικό.
Εν πρώτοις το βασικό: αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία απολύτως προγραμματική σύγκλιση μεταξύ των κομμάτων αυτών. Και θα ήταν βέβαια απίθανο να συμβαίνει κάτι τέτοιο, όταν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μόλις προ ημερών εμφάνισε κάτι που να μοιάζει με πρόγραμμα διακυβέρνησης. Αν λοιπόν σήμερα απουσιάζει ένα κοινό πλαίσιο πολιτικών, πότε θα βρεθεί; Μετά την κάλπη; Υπό το ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο των διερευνητικών εντολών; Η μήπως κατευθείαν στην πλάτη του ελληνικού λαού ως κυβέρνηση με σύνθημα «βλέποντας και κάνοντας»; Μπορεί μια χώρα να πορευτεί κατά τέτοιο τρόπο όταν οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές σε όλα τα μέτωπα;
Και πέραν τούτου όμως αδυνατώ να σκεφτώ πώς αυτά τα τρία κόμματα θα μπορούσαν να παράξουν κοινές πολιτικές.
Από τη μία πλευρά είναι το ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που τα τελευταία δέκα χρόνια δοκιμάστηκε σκληρά. Ως κόμμα βίωσε περισσότερο απ’ όλα τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και της δικής του κατά καιρούς ανεύθυνης ρητορικής. Κατά γενική ομολογία όμως στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων επέδειξε υπεύθυνη εθνικά στάση, ψήφισε κρίσιμα νομοσχέδια και έβαλε πλάτη στην έξοδο της χώρας από την κρίση με σημαντικό πολιτικό κόστος. Δυσκολεύομαι πραγματικά να δω πως αυτή η παράταξη, με αρχηγό μάλιστα έναν άνθρωπο, που το ΣΥΡΙΖΑ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει πρόσφατα ως «εκβιαζόμενο» και «χειραγωγούμενο», θα μπορούσε να έχει κοινά πολιτικά σημεία με τους καθ’ έξιν υβριστές του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά έδειξε ότι αποτελεί τον ορισμό του λαϊκισμού, της ψευδολογίας, των ευχολογίων και της πλήρους αδυναμίας να εμφανίσει προς τους πολίτες ένα θετικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Ως αντιπολίτευση, κατά την πρώτη θητεία του, «καβάλησε» το κύμα της δυσαρέσκειας απέναντι στα μνημόνια, στην τελευταία δε τετραετία προσπάθησε να πράξει το ίδιο με κάθε θέμα που θεωρούσε ότι μπορεί να πολώσει το πολιτικό κλίμα και να τραβήξει ικανό μέρος του εκλογικού σώματος, μη διστάζοντας να προσεγγίσει (αν όχι να υιοθετήσει) αντιεπιστημονικές λογικές (λ.χ. εμβόλια), να έρθει σε αντίθεση με νόμους που ο ίδιος ψήφισε, (λ.χ. πλειστηριασμοί), να πολιτικοποιήσει με τον πλέον χυδαίο τρόπο σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, (λ.χ. κίνημα «me too», κακοποιήσεις ανηλίκων). Όταν έφτασε η ώρα να εμφανίσει το δικό του κυβερνητικό πρόγραμμα, θυμήθηκε την άλλη αγαπημένη του συνήθεια: αυτή της ακατάσχετης παροχολογίας, δίχως ρεαλιστικό υπόβαθρο, συνοδευόμενη με συνεχείς μυθοπλασίες περί σκανδάλων, δίχως να διστάσει να βάλει στο επίκεντρο ακόμα και τα αμυντικά εξοπλιστικά μας προγράμματα. Ως κυβέρνηση το ίδιο κόμμα, αφού πρώτα έπαιξε με τις τύχες της χώρας, δοκιμάζοντας θεωρίες διαπραγματεύσεων, και αφού τη ζημίωσε δεκάδες δις ευρώ, εν συνεχεία ξέχασε τις παροχολογίες, αποδέχτηκε και εφάρμοσε ένα σκληρό μνημόνιο, μέσω του οποίου επιδόθηκε σε μια ανελέητη φορολόγηση της κοινωνίας και ιδίως της μεσαίας τάξης.
Τέλος για τον τρίτο πιθανό εταίρο, το ΜΕΡΑ 25, είναι περιττά τα εκτενή σχόλια. Οι τελευταίες εμφανίσεις του κ. Βαρουφάκη, η ανάπτυξη του σχεδίου «ΔΗΜΗΤΡΑ», η κυνική ομολογία στελέχους του στην τηλεόραση ότι το κλείσιμο των τραπεζών είναι αποδεκτό ενδεχόμενο, θυμίζουν το εφιαλτικό πρώτο εξάμηνο του 2015, που κανείς δε θέλει να επαναληφθεί.
Πώς ακριβώς λοιπόν μπορεί ανάμεσα σε αυτούς τους σχηματισμούς να βρεθούν κοινές συνισταμένες; Και ποιες θα είναι; Για παράδειγμα στην εξωτερική πολιτική θα μετρήσει η σύνεση που επέδειξε το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση, ή οι αναθεωρητικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που ενίοτε θυμίζουν τουρκική προπαγάνδα; Τι να αναμένει κανείς στο κομμάτι της οικονομίας; Τον ρεαλισμό του ΠΑΣΟΚ και του μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ ή μήπως τις ασκήσεις επί χάρτου του κυρίου Βαρουφάκη; Πως μπορεί να πορευτεί μια κυβέρνηση συνεργασίας, που το πλάνο των εταίρων της δεν παρουσιάζει καμία απολύτως συνοχή σε βασικά ζητήματα;
Θα μπορούσα για κάθε τομέα διακυβέρνησης να θέτω ανάλογα ερωτήματα και οι απαντήσεις θα ήταν πάντα ίδιες. Το βέβαιο είναι ότι το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης «ηττημένων» είναι ένα επικίνδυνο σενάριο. Ικανοποιεί ενδεχομένως τις πολιτικές ονειρώξεις κάποιων, σε επίπεδο όμως σταθερότητας και ανάπτυξης της χώρας είναι μια βόμβα που απλά θα περιμένει να εκραγεί.
Στις εκλογές της 21ης Μαΐου δίνουμε σαφές μήνυμα: πριν και πάνω απ’ όλα είναι η Ελλάδα. Η σταθερότητα, η πορεία προς την ανάπτυξη, η επιστροφή στις ισχυρές δυνάμεις της ηπείρου. Και για τους στόχους αυτούς απαιτούνται όχι στοιχήματα και ευχολόγια, αλλά δοκιμασμένες λύσεις. Η ψήφος στη Νέα Δημοκρατία είναι η ψήφος για μια Ελλάδα σιγουριάς και προόδου.