Tην αγιοκατάταξη του μοναχού Παπουλάκου, κατά κόσμον Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου, 160 χρόνια μετά την κοιμησή του, πρότεινε στο Φανάρι η Ιερά Σύνοδος, η οποία με τη σειρά της έκανε δεκτό τον σχετικό φάκελο της μητρόπολης Καλαβρύτων.
Ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, αν και απλός χασάπης, που έδρασε στην Πελοπόννησο σε μία περίοδο όπου η Βαυαροκρατία δημιουργούσε συνθήκες ασφυκτικές για το λαό.
Λίγο πριν το 1850, επί βασιλείας Όθωνα, έκανε την εμφάνισή του στην Πελοπόννησο ο καλόγερος Χριστόφορος Παπουλάκος. Ήταν ένας μεσήλικας από τον Άρμπουνα Καλαβρύτων ο οποίος κατάφερε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να αποκτήσει αμέτρητους πιστούς οπαδούς και να διχάσει με τα κηρύγματά του.
Ο Παπουλάκος, ήταν ένας αμόρφωτος κρεοπώλης και σφαγέας ζώων, όταν τον χτύπησε μια ασθένεια και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δουλειά του. Ήταν ήδη μεσήλικας και δεν μπορούσε να μάθει άλλη εργασία. Έχοντας πια πολύ ελεύθερο χρόνο, έμαθε να διαβάζει και αφιερώθηκε στη μελέτη θρησκευτικών συγγραμμάτων.
Τότε πήρε την απόφαση να «αυτοχειροτονηθεί» καλόγηρος και να κηρύξει τον λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έγινε μοναχός στο Μέγα Σπήλαιο. Η ευγλωττία και η ευστροφία ήταν σύμμαχοί του στο νέο ξεκίνημα που έκανε. Ο λαός τον υποδέχτηκε θερμά και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Παπουλάκος είχε αποκτήσει φανατικούς οπαδούς σε όλα τα χωριά των Καλαβρύτων. Κήρυττε για όλα τα δεινά, τα υπάρχοντα αλλά και τα μελλοντικά, υπεύθυνοι ήταν ο Όθωνας, οι Άγγλοι και η Ιερά Σύνοδος.
Ο Άννινος γράφει ότι κυρίως έπειθε τις γυναίκες που ήταν και οι πιο φανατικές του πιστές. Η φήμη του απλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο και οι αντιδράσεις του κόσμου άγγιζαν τα όρια του παροξυσμού. Σε όποιο χωριό επισκεπτόταν το διψασμένο, για τον λόγο του Θεού, πλήθος, του επιφύλασσε υποδοχή Αγίου. Οι πιστοί φιλούσαν το χώμα που πατούσε, έκοβαν κομμάτια από τα ράσα του και τα φύλαγαν μαζί με τα εικονίσματα, ενώ κρατούσαν ακόμα και τα κουταλοπίρουνα που χρησιμοποιούσε, σαν φυλακτά.
Ο μικρός παππούς, ο Παπουλάκος λοιπόν, παρηγορούσε τον λαό και έκανε προφητείες, όπως ότι τα άθεα γράμματα θα καταστρέψουν τον τόπο. Εννοούσε όλα τα κείμενα που δεν ήταν στη Αγία Γραφή. Επίσης, έλεγε ότι θα έρθει καιρός που όλη η Ευρώπη θα γίνει ένα. Ο Βαυαρός βασιλιάς της Ελλάδας, ο Όθωνας, ήταν νοητός εωσφόρος, τα πλοία ήταν καρότσες του διαβόλου, η πρωτεύουσα – πορνεύουσα, οι διορισμένοι επίσκοποι – κατάσκοποι, κ.ο.κ. Τα λόγια του άγγιζαν τον κόσμο που συμφωνούσε με τις καταγγελίες του σε βάρος της κρατικής εξουσίας.
Ο Παπουλάκος «όργανο» των Ρώσων
Σύντομα, η φήμη του Παπουλάκου έφτασε και στους ομόδοξους Ρώσους, οι οποίοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τη δημοτικότητά του για πολιτικούς σκοπούς. Μέσω του Ρώσου πρεσβευτή στην Αθήνα, Κατακάζη, ιδρύθηκε το 1833 μια συνωμοτική οργάνωση, η «Φιλορθόδοξος Εταιρία». Επίσημος σκοπός της οργάνωσης ήταν να εμποδίσει τον Όθωνα να χωρίσει την ελληνική εκκλησία από το Πατριαρχείο. Οι επικεφαλής της οργάνωσης προσέγγισαν τον Παπουλάκο τον έπεισαν να κηρύττει, μαζί με τον λόγο του Θεού και τα συνθήματα της εταιρίας. Η επιρροή τους στο γέροντα ήταν τέτοια, που σύντομα ο Παπουλάκος μετατράπηκε σε μεγάλο εχθρό του Όθωνα και της Ιεράς Συνόδου. Στα κηρύγματά του αποκαλούσε τον βασιλιά «Ψωριάρικο γίδι» και έλεγε ότι πρέπει να «βαπτισθεί ή να εξοριστεί».Το παλάτι τον κάλεσε να παρουσιαστεί στην Ιερά Σύνοδο. Εκείνος αδιαφορούσε και άρχισαν οι προσπάθειες σύλληψής του. Όποιος επιχειρούσε, εμποδίζονταν από τον λαό. Οι πιστοί ήταν τόσο φανατισμένοι που δε θα δίσταζαν να θυσιάσουν ακόμα και την ίδια τους τη ζωή για να τον προστετέψουν.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ανέλαβε τη συλληψή του.
Σύντομα όμως, διαπίστωσε πόσο δύσκολο ήταν να συλληφθεί ο Παπουλάκος, χωρίς να επικρατήσει «εμφύλιος» στην Πελοπόννησο. Τότε αποφάσισε να κινηθεί στρατηγικά. Προσέγγισε τους έμπιστους του καλόγερου και προσπάθησε να τους πείσει ότι ο «Άγιος» ήταν απατεώνας.
Αρχικά «αλλαξοπίστησε» ο επίσκοπος Ασίνης Μακάριος, που μέχρι τότε ακολουθούσε πιστά τον Παπουλάκο στις περιοδείες του και τον υποστήριζε φανατικά.
Ο άνθρωπος, όμως, που οδήγησε τον Γενναίο Κολοκοτρώνη στον καλόγερο, ήταν ο παπα- Βασίλαρος, που ήξερε την κρυψώνα του. Λέγεται ότι ο παπά- Βασίλαρος δεν πείστηκε με τα λόγια για την απάτη του Παπουλάκου και χρειάστηκε να τον δωροδοκήσουν για να τον προδώσει. Τελικά, όταν οι άντρες πλησίασαν την κρυψώνα, ο Παπουλάκος παραδόθηκε. Με αυστηρά μέτρα ασφαλείας μεταφέρθηκε στην Πάτρα με το πολεμικό πλοίο «Όθων».
Αν και παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη, ο καλόγερος δεν δικάστηκε ποτέ. Οι αρχές φοβήθηκαν εξέγερση του πλήθους, σε ενδεχόμενη καταδίκη του και του έδωσαν αμνηστία.
Τον κράτησαν, όμως, σε απομόνωση στη μονή Παναχράντου στην Άνδρο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του έως τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1863. Εκεί, τον επισκέπτονταν πιστοί από τα νησιά και κυρίως την Πελοπόννησο.