Ενώ συνήθως η θλίψη είναι το συναίσθημα που προσπαθούμε να αποφύγουμε και να αποτινάξουμε από τη ζωή μας, καθώς δεν μας αρέσει να είμαστε λυπημένοι, φαίνεται τελικά να απολαμβάνουμε το γεγονός ότι η μουσική μάς κάνει να νιώθουμε έτσι. Πού οφείλεται άραγε αυτό το παράδοξο της ευχάριστης θλίψης που μας προκαλεί η μουσική; Yπάρχουν πολλές έρευνες που επιχειρηματολογούν πάνω στη συναισθηματική μας ανταπόκριση στη θλιβερή μουσική, κρίνοντάς την ως πολυδιάστατη, δηλαδή ότι δεν επικεντρώνεται μόνο στη λύπη, ή τη χαρά. Πράγματι, όταν οι άνθρωποι ακούνε λυπητερή μουσική μόνο το 25% περίπου δηλώνουν ότι αισθάνονται πραγματικά λυπημένοι. Οι υπόλοιποι βιώνουν άλλα, συχνά συναφή, συναισθήματα.
Σύμφωνα με τους Henna-Riikka Peltola και Tuomas Eerola και την έρευνά τους σε 363 ακροατές, οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε θλιβερά τραγούδια χωρίζονται περίπου σε τρεις κατηγορίες. Θλίψη, που περιλαμβάνει ισχυρά αρνητικά συναισθήματα όπως θυμό, τρόμο και απελπισία, μελαγχολία, μια απαλή θλίψη, λαχτάρα ή αυτολύπηση και γλυκιά θλίψη, ένα ευχάριστο αίσθημα παρηγοριάς ή εκτίμησης. Ουσιαστικά όταν ακούμε στενάχωρη μουσική, μας προκαλεί συνήθως το ίδιο στενάχωρο συναίσθημα. Το παράξενο εδώ είναι γιατί επιλέγουμε συνειδητά να το κάνουμε αυτό; Μήπως θέλουμε να είμαστε δυστυχισμένοι; Η απάντηση είναι πολυεπίπεδη και έχει να κάνει με αυτό το παράδοξο της ευχάριστης θλίψης που προβληματίζει τους μελετητές της μουσικής εδώ και δεκαετίες.
Η βιολογία της θλιμμένης μουσικής
Ενας βασικός λόγος για τον οποίο απολαμβάνουμε τα λυπητερά τραγούδια είναι επειδή μας “συγκινούν” βαθιά. Αυτή η εμπειρία ονομάζεται kama muta, ένας σανσκριτικός όρος που σημαίνει “συγκινημένος από την αγάπη”. Το αίσθημα της συγκίνησης μπορεί να περιλαμβάνει ρίγη, ανατριχίλα, πλημμύρα συναισθημάτων (συμπεριλαμβανομένων των ρομαντικών), μια ζεστασιά στο στήθος μας και αγαλλίαση. Βλέποντας τα πράγματα λίγο πιο ψύχραιμα, θα διαπιστώσουμε ότι όταν βιώνουμε μια πραγματική απώλεια, ή όταν συμπάσχουμε με τον πόνο κάποιου άλλου, απελευθερώνονται μέσα μας ορμόνες όπως η προλακτίνη και η ωκυτοκίνη. Αυτές μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε την απώλεια και τον πόνο, κάνοντάς μας να νιώθουμε ηρεμία, παρηγοριά και υποστήριξη. Η αίσθηση του πόνου, που μας προκαλεί ένα τραγούδι της Adele, ή των Coldplay μπορεί να μας οδηγήσει στην ανάκληση του δικού μας πόνου. Κάνοντας κλικ στο τραγούδι τους, μπορεί να είναι σαν να κάνουμε κλικ στη δική μας μεταφορική σταγόνα μορφίνης.
Μια ακόμη θεωρία βλέπει αυτά τα θλιβερά τραγούδια ως «συναισθηματικά γυμναστήρια», τα οποία μας προσφέρουν έναν ασφαλή, ελεγχόμενο χώρο, στον οποίο μπορούμε να εξερευνήσουμε την προσομοιωμένη θλίψη. Αυτό μας επιτρέπει να πειραματιστούμε με αυτό το συναίσθημα και να μάθουμε από αυτό. Μπορούμε να ενισχύσουμε την ενσυναίσθησή μας, να μάθουμε να βλέπουμε καλύτερα τα πράγματα από την οπτική γωνία των άλλων ανθρώπων και να δοκιμάσουμε διάφορες αντιδράσεις μας στη θλίψη. Μέσα από αυτή την «επιστημονικής φαντασίας» εμπειρία, μπορούμε να βελτιώσουμε τις αντιδράσεις μας στην πραγματική απώλεια και θλίψη. Ωστόσο φαίνεται ότι ο βασικός λόγος που μας παρακινεί έγκειται σε κάτι ακόμα βαθύτερο.
Η αίσθηση της σύνδεσης
«Την στιγμή που οι άνθρωποι σταματάνε να ακούνε θλιβερή μουσική, απενεργοποιούν τους εαυτούς τους», είπε κάποια στιγμή ο Tom Yorke, ο τραγουδιστής των Radiohead, το συγκρότημα-μνεία στην θλιβερή μουσική. Ισως τελικά να ακούμε μουσική όχι για μια συναισθηματική, αλλά για να τονώσουμε την αίσθηση της σύνδεσής μας με τους άλλους. Αυτό προκύπτει από την ίδια τη φύση της Τέχνης και της μουσικής εν γένει. Ο συγγραφέας Jeremy Adam Smith αναφέρει σε άρθρο του ότι η Τέχνη χτίζει γέφυρες ανάμεσα σε εμάς τους ίδιους και τον υπόλοιπο κόσμο, συγκεντρώνοντας και καταγράφοντας τα θραύσματα των συναισθημάτων και των σκέψεων που δεν μπορούμε να εκφράσουμε με άλλο τρόπο. Αν όντως η θλιβερή μουσική συμβάλει στην αύξηση της αίσθησης της κοινωνικής μας σύνδεσης, στην άμβλυνση των συναισθημάτων ανούσιας ζωής και στη μείωση του άγχους, τότε είναι απόλυτα φυσιολογική η έντονη ανάγκη μας να την ακούμε.
Οταν ακούμε ένα θλιβερό κομμάτι συνήθως νιώθουμε μεγάλη συγκίνηση, κάτι που μπορεί να προέρχεται από το ότι ξαφνικά νιώθουμε πιο κοντά σε άλλους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι που είναι πιο πιθανό να συγκινηθούν από τη θλιβερή μουσική, είναι αυτοί που έχουν υψηλή ενσυναίσθηση. Το τραγούδι μπορεί να μας βοηθά να μοιραστούμε μια συναισθηματική εμπειρία με τους άλλους και να λειτουργήσει ως κοινωνικό υποκατάστατο. Η λυπητερή μουσική μπορεί να βιωθεί ως ένας φανταστικός φίλος που παρέχει υποστήριξη και ενσυναίσθηση μετά από μια απώλειά μας.
Είτε βιώνουμε μια κάθαρση αρνητικών συναισθημάτων μέσω της μουσικής, είτε ταυτιζόμαστε επειδή είμαστε κοινωνικά διαμορφωμένοι να εκτιμούμε τον πόνο, είτε απλώς παρηγορούμαστε από αυτή, η σύνδεση που νιώθουμε με τα συναισθήματα, στο άκουσμα ενός λυπημένου τραγουδιού, είναι πολύ σημαντική. Και τελικά όσο στενάχωρο κι αν είναι ένα μουσικό κομμάτι, στον πυρήνα του δεν παύει να είναι ένα έργο τέχνης και ένα αποτέλεσμα δημιουργικότητας κάποιου. Πάντα η Τέχνη και η δημιουργικότητα, όπως κι αν εκφράζεται και αντιλαμβάνεται, μας βοηθά να παραμένουμε συναισθηματικά υγιείς και σε επαφή με τον εσωτερικό και εξωτερικό μας κόσμο, που πολλές φορές τόσο έχουμε ανάγκη, αλλά τόσο πολύ προσπαθούμε να απωθήσουμε.