Πρέσβυς Καλής Θελήσεως της UNESCO, Πρόεδρος του «Ιδρύματος Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη», του Συλλόγου «ΕΛΠΙΔΑ» και του Συλλόγου «ΟΡΑΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ», η Μαριάννα Βαρδινογιάννη συνέδεσε άρρηκτα το όνομά της με τις κοινωφελείς πρωτοβουλίες, την εκδήλωση γνήσιας ανθρωπιάς, την έμπρακτη αλληλεγγύη.
Θεωρώντας αυτονόητη την προσφορά στον συνάνθρωπο, ανέλαβε πρωτοβουλιακά και υλοποίησε ένα τεράστιο ανθρωπιστικό έργο, το οποίο την καταξίωσε διεθνώς και την κατέστησε παράδειγμα προς μίμηση.
Μητέρα πέντε παιδιών η ίδια, περιτριγυρισμένη από 11 εγγόνια και ένα δισέγγονο, γνώριζε να κοιτά τα παιδικά μάτια και να βλέπει μέσα σ’ αυτά την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο. Και με την αγάπη της μάνας ένιωσε και συμμερίστηκε τον πόνο και τα δάκρυα της κάθε μαρτυρικής γυναίκας, της οποίας το μικρο παιδί υπέφερε, χτυπημένο από τον καρκίνο.
Ευθύς εξ αρχής, απέναντι στον σπαραγμό της κάθε μάνας που το άρρωστο παιδί της κινδύνευε, έδωσε μια υπόσχεση ζωής: Για τη ζωή ενός και μόνο παιδιού άξιζε να αγωνίζεται. Συστρατεύθηκε σε αυτό τον στόχο με την ευαισθησία μιας αξιοπρεπούς γυναίκας, που ανέκαθεν πίστευε πως ο κάθε άνθρωπος, στο μέτρο των δυνατοτήτων του, έχει χρέος να προσφέρει στους γύρω του. Να είναι χρήσιμος στην κοινωνία.
Όταν στις διηγήσεις της ανέσυρε αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων, αφηγούνταν ότι τα βράδια έβλεπε τη μητέρα της να ανοίγει αθόρυβα την πόρτα και, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο τρόφιμα, τα πήγαινε σε σπίτια ανθρώπων που είχαν ανάγκη. Το έκανε πάντοτε βράδυ, γιατί δεν ήθελε να φέρει κανέναν σε δύσκολη θέση. Από τις σπιτικές παραστάσεις και την οικογενειακή ανατροφή πήρε τα πρώτα μαθήματα αλληλεγγύης, ενώ η κλασική της παιδεία την επηρέασε θετικά ως προς την κοινωνική προσφορά.
Με αυτή τη διαμορφωμένη από την τρυφερή της ηλικία προσωπική στάση ζωής και με πυξίδα την ανθρωπιστική της σκέψη, επωμίστηκε την ευθύνη να αποδειχθεί ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο. Και μίλησε με έργα παρά με λόγια, υλοποιώντας έμπρακτα ένα ευρύ και αξιοθαύμαστο έργο. Επίκεντρό του τα παιδιά, οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και τα ευάλωτα άτομα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Εκπληρώνοντας έναν σκοπό ζωής, προσέφερε με διαρκή ανιδιοτελή αγώνα, αγάπη, ανθρωπιά, στοργή, στήριξη, ενίσχυση, αλληλεγγύη. Αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του καθημερινού χρόνου της στον συνάνθρωπο που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Μοιράστηκε προσωπικά τις σκληρές μάχες των άρρωστων παιδιών, στάθηκε με σεβασμό στο πλευρό των βασανισμένων οικογενειών τους, αγκάλιασε με τρυφερότητα τους πυρόπληκτους συμπολίτες μας από τις φονικές φωτιές του καλοκαιριού του 2007.
Τα παιδικά χρόνια, ο εμφύλιος, η γνωριμία με τον Βαρδή και το «καρμικό» σμίξιμό τους
Γεννημένη στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Ερμιόνη στα οδυνηρά χρόνια της ιταλο-γερμανικής κατοχής και τα κατοπινά χρόνια του ολέθριου για τη χώρα εμφυλίου πολέμου. Τα πρώιμα παιδικά της χρόνια τα πέρασε μαζί με την αδερφή της, Ελευθερία, σε ένα περιποιημένο νεοκλασσικό σπίτι στο όμορφο χωριό της νοτιοανατολικής ακτής της Αργολίδας, τον τόπο καταγωγής της μητέρας της Ευαγγελίας, το γενος Δρακοπούλου. Ο πατέρας της, Γιώργος Μπουρνάκης, καταγόταν από τη Σαμπατική Αρκαδίας με το γραφικό λιμανάκι, λίγο έξω από το Λεωνίδιο.
Στην αιματηρή δίνη του βίαιου εμφύλιου πολέμου, καθώς επιχειρήθηκε η σύλληψη του εμπόρου πατέρα της, η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει μια νύχτα με καταιγίδα από την Ερμιόνη, μέσα σε μια μικρή βάρκα. Έφτασαν σώοι, αλλά πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, στον Πειραιά. Στο μεγάλο λιμάνι έζησαν ως το τέλος του πολέμου.
Επιστρέφοντας στην Ερμιόνη, η Μαριάννα συνέχισε να πηγαίνει στο Δημοτικό σχολειο. Η μητέρα της, παρότι είχε αποφοιτήσει μόνο από το σχολαρχείο, πίστευε σθεναρά ότι η εκπαίδευση ήταν η μεγαλύτερη αξία για την ανθρωπότητα. Και καθώς η κόρη της ξεχώριζε με τις μαθησιακές τις ικανότητες, την έστειλε να μάθει αγγλικά από τα οκτώ της χρόνια. Όσο για τη συνέχειά της, στο Γυμνάσιο επέμεινε για την σπουδαστική της αναβάθμιση να την στείλει στην Αθήνα. Αρχικά, η έφηβη Μαριάννα αρνιόταν πεισματικά να αφήσει τον οικείο τόπο της και να εγκαταλείψει τις παρέες των συμμαθητών της. Ως συναισθηματικό και υποδειγματικά φιλομαθές κορίτσι, όμως, που σεβόταν τους γονείς του, τους έκανε το χατίρι.
Μαθήτρια ακόμη, όμορφη και κομψή, γνώρισε σε ένα συγγενικό της σπίτι στον Πειραιά τον γοητευτικό νεαρό Κρητικό αξιωματικό του Πολεμικού, Βασιλικού τότε, Ναυτικού, με τη λεβέντικη κορμοστασιά, Βαρδή Βαρδινογιάννη. Έρωτας αμοιβαίος από την πρώτη κιόλας ματιά τους. Στο δεύτερο βλέμμα ο αυθόρμητος ρομαντικός παλμός της καρδιάς είχε πλέον φωλιάσει συνειδητά στο μυαλό. Κατάλαβε, αδιαμεσολάβητα, ότι αυτός ήταν ο άνθρωπος της ζωής της.
Με το που τέλειωσε το Γυμνάσιο, η Μαριάννα έφυγε για την Αμερική για να σπουδάσει Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ στο Κολοράντο. Ακολούθησε τον Βαρδή, ο οποίος την ίδια ακριβώς περίοδο ως Σημαιοφόρος του Ναυτικού είχε σταλεί από το Σώμα στη Χαβάη και την Καλιφόρνια σε αποστολή παραλαβής κάποιου από τα επισκευασμένα παλαιά πολεμικά πλοία των ΗΠΑ, τα οποία παραχωρούνταν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.
Οι δυο τους αλληλογραφούσαν αδιαλείπτως στα ξένα, αλλά με την από κοινού αίσθηση ότι ήταν κοντά, παρότι φορές απείχαν έως και 5.500 χιλιόμετρα. Ήταν πλασμένοι ό ένας για τον άλλον, και καθένας ακολουθούσε τα χνάρια του άλλου. Καθώς λέγεται, όταν διέπλευσε τον Ατλαντικό και επέστρεψε με το παραληφθέν πολεμικό πλοίο στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας ο αξιωματικός, σχεδόν ταυτόχρονα γύρισε αεροπορικώς στην Ελλάδα και η φοιτήτρια Οικονομικών.
Το ίδιο «πήγαινε-έλα» επαναλήφθηκε, όταν ο ένστολος αξιωματικός του Ναυτικού μετατέθηκε προσωρινά για μετεκπαίδευση στη ναυτική βάση του Πόρτσμουθ της Αγγλίας. Πήγε μαζί του. Εκεί επιχείρησε να διδαχτεί Ιστορία της Τέχνης, που τόσο λάτρευε από παιδί. Δεν πρόλαβε να περατώσει τις πανεπιστημιακές σπούδες της. Αλλά επειδή δεν άφηνε τίποτε ανολοκλήρωτο, ούσα πλέον γιαγιά, σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Deree και έκανε τη διατριβή της στην Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Sheffield.
Η ζωή της ήταν αδιαχώριστα συναρθρωμένη με εκείνη του Βαρδή. Τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο καρμικό σχεδόν σμίξιμό τους, που θα διαρκούσε μια ολόκληρη ζωή. Παντρεύτηκαν τον Μάιο του 1961, με κουμπάρο στη γαμήλια τελετή τον Χρήστο Λαμπράκη, συνομήλικο και γνωστό του Βαρδή από την κοινή στρατιωτική τους θητεία. Το ζευγάρι εγκαινίασε τη νέα του κοινή ζωή στο «προικώο» της Μαριάννας στην οδό Πιπίνου, στο ύψος της Πατησίων, στην Κυψέλη.
Αυτό το διαμέρισμα θα αποδεικνυόταν καλότυχο. Εκεί έφεραν στον κόσμο τα τρία τους πρώτα παιδιά, πριν μετακομίσουν στην κοντινή Φωκίωνος Νέγρη. Το πρώτο σπίτι, που στέγασε τα αρχικά οικογενειακά όνειρά τους, προσημειώθηκε για το δάνειο που πήρε ο Βαρδής, ώστε να ξεκινήσει με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Νίκο, την πρώτη τους επιχειρηματική απόπειρα: Τον σταθμό ανεφοδιασμού ναυτιλιακών καυσίμων στους Καλούς Λιμένες, στα νότια παράλια του νομού Ηρακλείου.
Η Μαριάννα, μητέρα κιόλας, με τα άπταιστα αγγλικά της, εργαζόταν ως υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Για να συνεισφέρει έξτρα εισόδημα στο σπίτι, καθώς ο μισθός του αξιωματικού συζύγου της ήταν πενιχρός, δούλεψε και ως εκφωνήτρια ειδήσεων στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αμερικανικής Βάσης στο Ελληνικό.
Η φιλία με τη Μελίνα Μερκούρη, τα χρόνια της δικτατορίας, η Μεταπολίτευση και η επίθεση της 17Ν στον Βαρδή
Εκείνα τα χρόνια γνώρισε και τη Μελίνα Μερκούρη, την πρωταγωνίστρια στην ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», η οποία ως θεατρικό μιούζικαλ θα αποθεωνόταν στο Μπρόντγουεϊ με το τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ». Οι δυο γυναίκες έκτισαν μια ισχυρή φιλία, που θα διαρκούσε στα επόμενα πολλά χρόνια. Πριν φύγει από τη ζωή, τον Μάρτιο του 1994, η ηθοποιός και πολιτικός την κάλεσε και της είπε: «Μαριάννα, αν επιστρέψουν τα Μάρμαρα, εγώ θα ξαναγεννηθώ». Η παρακαταθήκη της Μελίνας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα έγινε όνειρο, υπόσχεση και προσπάθεια με όλες τις δυνάμεις της Μαριάννας.
Τα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ήταν γεμάτα από όλες τις εμπειρίες της ζωής, εύκολες και δύσκολες. Μαζί με τον Βαρδή μοιράστηκαν αγώνες και αγωνίες, φουρτούνες και νηνεμίες, χαρές και λύπες, Αυτή η πορεία την δίδαξε πως η ζωή είναι απρόβλεπτη και πολλές φορές σκληρή.
Όταν, τον Απρίλιο του 1967, η χούντα των συνταγματαρχών κατέλυσε τη Δημοκρατία, ο έντιμος δημοκρατικός, με βενιζελικές καταβολές, αξιωματικός του Ναυτικού Βαρδής Βαρδινογιάννης ύψωσε το ανάστημά του. Αντιστάθηκε στο παράνομο και καταπιεστικό καθεστώς τους, με συνέπεια να φυλακιστεί και κατόπιν να εκτοπιστεί από τους δικτάτορες στην Αμοργό. Η Μαριάννα, μέσα στην αγωνία για την τύχη του, έσπευσε να του συμπαρασταθεί στην εξορία και να μείνει κοντά του. Εμπιστεύτηκε στη μητέρα της την φροντίδα των τριών μικρών παιδιών τους, του 5χρονου Γιάννη, της 3χρονης Χριστιάνας και του 40 μόλις ημερών βρέφους Γιώργου και ταξίδεψε ατέλειωτες ώρες με ένα καΐκι για τα απρόσιτο τότε νησί των Κυκλάδων.
Έμεινε στο πλευρό του συζύγου της επί οκτώ μήνες σε ένα δωματιάκι δίχως ρεύμα, θέρμανση και τρεχούμενο νερό. Τα βγάλανε πέρα χάρη στη γενναιοδωρία των ντόπιων νησιωτών, που τους αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή. Όταν επέστρεψαν στην πρωτεύουσα ο Βαρδής αποτάχτηκε από το Σώμα. Οι χουντικοί τον τιμώρησαν για την εμπλοκή του στο Κίνημα του Ναυτικού με το αντιτορπιλικό «Βέλος».
Μετά τη Μεταπολίτευση στον Βαρδή απονεμήθηκε ο βαθμός του υποναυάρχου, που του στέρησε η χούντα. Πλέον, όμως, συμμετείχε ενεργά και επιτυχημένα σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μαζί με την αγαπημένη σύζυγό του, έφεραν στον κόσμο ακόμη δύο παιδιά: Τον Νίκο και τη Βαρδιάννα, που συμπλήρωσαν την ευτυχία της πολυμελούς οικογένειας.
Η Μαριάννα αφοσιώθηκε στην ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών της, ακολουθώντας πιστά τη συμβουλή «δώσε στα παιδιά σου φτερά για να πετάξουν και ρίζες για να επιστρέφουν» της μητέρας της Ευαγγελίας. Σε παρόμοιο τόνο, με βαριά συναίσθηση της ευθύνης του γονιού, ο Βαρδής της έλεγε: «Μπορεί να επιτύχω σαν επιχειρηματίας, αλλά δεν θα το αντέξω αν αποτύχω σαν πατέρας».
Πέρασε μεγάλη ταραχή η σύζυγός του επιχειρηματία, όταν τον Νοέμβριο του 1990 η τρομοκρατική οργάνωση 17Ν του επιτέθηκε άνανδρα με παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο και τρεις αντιαρματικές ρουκέτες. Παρότι τα πυρά βρήκαν στόχο, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης σώθηκε, χάρη στην πολύ ισχυρή θωράκισή του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε. Μέσα στην αναστάτωση της παραλίγο μοιραίας αυτής περιπέτειας, η Μαριάννα έδειξε μεγάλη γενναιότητα, σθένος και ψυχραιμία.
Πάντα ήταν ο ανεξίτηλος συνεκτικός κρίκος και ο ακλόνητος βράχος της οικογένειάς της. Ποτέ, όμως, δεν κόπασε το έντονο ενδιαφέρον της για τον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου, καθώς και η εσωτερική συμπονετική ανάγκη της να βοηθήσει σε κάθε ευκαιρία τους ανυπεράσπιστους της κοινωνίας.
Καλή μητέρα, καλή σύζυγος και καλή πολίτης η ίδια, ποτέ δεν εξάρτησε το γνήσιο αλληλέγγυο προφίλ της από την οικονομική ευμάρεια του οικογενειακού επιχειρηματικού ομίλου. Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα. Με την ίδια όρεξη θα πρόσφερε αγάπη, ελπίδα, παρηγοριά στους ευάλωτους και τους ανήμπορους, ακόμη και να ήταν φτωχή. Ωστόσο, χάρη στην οικονομική της επιφάνεια, η αρωγή ανακούφισης και υποστήριξής της έπιασε πραγματικά ωφέλιμο τόπο.
Η «ΕΛΠΙΔΑ» και ο αγώνας της δίπλα στα παιδιά με καρκίνο
Από το 1990, όταν δημιούργησε Σύλλογο Φίλων Παιδιών με καρκίνο «ΕΛΠΙΔΑ», έδωσε πρωτοπόρα τη μάχη να γιατρευτούν τα παιδιά και να κρατηθούν από την ελπίδα οι γονείς, ώστε να μπορέσουν να τα βοηθήσουν. Υπήρξε η θαρραλέα και συνειδητοποιημένη γυναίκα, που δεν δίστασε στιγμή στις πρώτες εγχειρήσεις να μπει μαζί με τους γιατρούς στο χειρουργείο, φορώντας την πράσινη ιατρική μπλούζα, για να δώσει δύναμη και κουράγιο στα πάσχοντα παιδιά -«αυτούς τους μικρούς ήρωες».
Έκτοτε, επί τρεις και πλέον δεκαετίες, ακολούθησε πιστά το προσωπικό της όραμα. Το «ΟΡΑΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ». Ίδρυσε την πρώτη παιδιατρική Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών, τον Ξενώνα «ΕΛΠΙΔΑ», το πρώτο Ογκολογικό Παιδιατρικό Νοσοκομείο, την πρώτη Τράπεζα εθελοντών Δοτών Μυελού των Οστών και ό, τι πιο σύγχρονο για την αντιμετώπιση του καρκίνου παγκοσμίως: Το Κέντρο Κυτταρικής και Γονιδιακής Θεραπείας -όλα στην Ελλάδα.
Κατάφερε με τις δημιουργικές δράσεις της να κερδηθούν οι ζωές χιλιάδων πασχόντων παιδιών, τα οποία προχωρούν πια στη ζωή τους, σπουδάζουν, δουλεύουν, κάνουν οικογένειες. Περισσότερα από 1.000 παιδιά από την Ελλάδα και τις γειτονικές χώρες έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Το Ογκολογικό Κέντρο Μαριάννα Βαρδινογιάννη-ΕΛΠΙΔΑ έχει επιτύχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θεραπείας στον κόσμο. Τρία στα τέσσερα παιδιά γίνονται καλά, στέλνοντας το ελπιδοφόρο μήνυμα ενός πιο αισιόδοξου μέλλοντος για την υγεία της παιδικής ηλικίας.
Δεν επαναπαύθηκε στην αίσια έκβαση της λειτουργίας του Κέντρου και τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της στατιστικής. Όπως πάντα, δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Σταθερά προσηλωμένη στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο στόχευε να σωθούν στο 100% οι ζωές όλων των παιδιών. Καθένα που έκανε εισαγωγή, ήθελε να βγει νικητής.
Αεικίνητη, εστίασε παράλληλα στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προώθηση του πολιτισμού, της ειρήνης, της παιδείας, της υγείας, στην ευαισθητοποίηση για την κλιματική αλλαγή και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Συνεργάστηκε με πολλούς διακεκριμένους φορείς, κορυφαία πανεπιστήμια, διάσημα νοσοκομειακά ιδρύματα, διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτών των συνεργασιών, εκτός από τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε μέσω των ιδρυμάτων της ΕΛΠΙΔΑΣ, συμμετείχε επίσης σε συνέδρια και διασκέψεις, εκφωνώντας με ενσυναίσθηση ομιλίες, καθώς και σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, διεθνείς και ευρωπαϊκές συναντήσεις και εκστρατείες.
Για την αδιάκοπη εργατικότητα, την εκδήλωση κοινωνικής μέριμνας και την απλόχερη βοήθειά της προς όσους είχαν πραγματική ανάγκη περίθαλψης, υπήρξε διεθνώς αναγνωρισμένη ως κορυφαία προσωπικότητα της ειλικρινούς συμπαράστασης προς δοκιμαζόμενους συνανθρώπους. Μια γενναία γυναίκα, που ενεργοποίησε τον αυθεντικό ανθρωπισμό της σε ακούραστο πόνημα ζωής.
Επαινέθηκε, τιμήθηκε, βραβεύτηκε για το προσωπικό της παραδείγματα, τις αξίες, τα ιδανικά και, βέβαια, για τα επιτεύγματά της. Για την ίδια τα βραβεία δεν υπήρξαν ποτέ αυτοσκοπός. Το μόνο που ήθελε -έλεγε με ανυπόκριτη σεμνότητα- ήταν να προσφέρει στην πατρίδα της.
Όταν της απονεμήθηκε, από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το βραβείο «Νέλσον Μαντέλα 2020», αποδέχθηκε την ύψιστη αυτή διάκριση, ευχαρίστησε τον Οργανισμό και με μεγάλη συγκίνηση, πλαισιωμένη με δάκρυα χαράς, δήλωσε: «Αυτό το βραβείο δεν ανήκει σε μένα. Ανήκει στη χώρα μου και το αφιερώνω στον ελληνικό λαό».
Γνώριζε πως αυτή η τεράστια τιμή -καθώς επιλέχτηκε για τη συγκεκριμένη βράβευση ανάμεσα σε κορυφαίες προσωπικότητες υποψήφιων από 193 χώρες- της πρόσθετε ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη στο έργο που επιτελούσε.
Από τη φιλοσοφική κληρονομιά του θρυλικού μαύρου αγωνιστή του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ που έμεινε 27 χρόνια στη φυλακή είχε ξεχωρίσει τη ρήση του: «Όταν ανέβει κανείς ένα μεγάλο βουνό, καταλαβαίνει ότι έχει μπροστά του πολλά ακόμη να ανέβει».
Στο πνεύμα αυτού του φωτισμένου άνθρωπου, μιας από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα, συνέχισε να αυξάνει τις προσπάθειές της και να πολλαπλασιάζει το ευεργετικό έργο της, έχοντας βαθιά επίγνωση ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την ολόθερμη υποστήριξη της δεμένης οικογένειάς τους, του συζύγου της Βαρδή, των παιδιών και των εγγονιών της…