Ο Ολλανδός ερευνητής, που κάνει τις εκτιμήσεις του με βάση τις κινήσεις των πλανητών και της Σελήνης (μέθοδος που δεν είναι επιστημονικά αποδεκτή), προέβλεψε πάλι κάτι πολύ μεγάλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε μια στιγμή που στη χώρα μας επικρατεί «σεισμική ησυχία»: έτσι αποκαλούν οι σεισμολόγοι την περίοδο μη εκδήλωσης ισχυρού σεισμού μεγέθους 6 Ρίχτερ και άνω.
Ηταν 27 Σεπτεμβρίου του 2021, πριν από δύο χρόνια, όταν καταγράφηκε στην περιοχή του Αρκαλοχωρίου σεισμική δόνηση μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Εκτοτε και γενικότερα στον ελλαδικό χώρο δεν έχει παρατηρηθεί κάποιο, ανάλογο σε μέγεθος, σεισμικό γεγονός.
Εχουν καταγραφεί περίοδοι υψηλής σεισμικότητας και περίοδοι πολύ χαμηλής, όπως είχαμε πολλούς και μεγάλους σεισμούς από το 1953 έως το 1957, από το 1965 έως το 1968, ενώ μετά πέρασαν δέκα χρόνια μέχρι τον σεισμό των 6,5 Ρίχτερ που έπληξαν τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια το 1981 εκδηλώθηκε αυτός των 6,7 Ρίχτερ στις Αλκυονίδες.
«Στον ελληνικό χώρο μέσα από την παρουσία του ΟΑΣΠ και τη θέσπιση αντισεισμικού κανονισμού έχουμε αποκτήσει έναν πολύ ανθεκτικό δομημένο ιστό ο οποίος μπορεί να αντέξει και μεγάλα σεισμικά γεγονότα χωρίς να έχουμε ιδιαίτερες επιπτώσεις. Και φυσικά δεν υπάρχει καμία περίπτωση να δούμε σκηνές στον ελλαδικό χώρο όπως αυτές που έχουμε δει στην Τουρκία, στο Αφγανιστάν ή στο Μαρόκο», ανέφερε στο «ΘΕΜΑ» ο πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και πρόεδρος της Μόνιμης Επιστημονικής Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου και Σεισμικής Διακινδύνευσης, καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας.
Ο κύκλος των σεισμών
Παρομοίως, ο διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, σεισμολόγος δρ Γεράσιμος Χουλιάρας, στον οποίο θα πρέπει να πιστωθεί η επιτυχία εγκατάστασης μικρών σεισμογράφων σε πάρα πολλά σχολεία της χώρας, αναφέρει ότι «η σεισμική ησυχία δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Είχαμε και στο παρελθόν τέτοιες περιόδους και θα έχουμε και στο μέλλον. Δεν πρέπει να ανησυχεί ο κόσμος από κάτι που είναι φυσιολογικό.
Οπως έχουμε σεισμικές εξάρσεις, έχουμε και σεισμικές ησυχίες, έτσι είναι ο κύκλος των σεισμών», επισημαίνοντας ότι «η πιστοποίηση της σεισμικής ησυχίας πρέπει να εντοπίζεται πάνω σε συγκεκριμένα ρήγματα, συγκεκριμένες περιοχές και όχι με αοριστολογίες ή γενικότητες. Αλλωστε, δύο χρόνια δεν είναι μεγάλη περίοδος για να μιλάμε για σεισμική ησυχία».
Αυτό που τονίζουν με κάθε τρόπο οι ειδικοί είναι ότι κανείς δεν ξέρει πότε και πού θα γίνει ένας ισχυρός σεισμός, αλλά αυτό που πρέπει να προσέχουν οι πολίτες είναι οι κατασκευές των κτιρίων και συγκεκριμένα η τοποθεσία στην οποία θα χτίσουν την κατοικία τους. «Δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται η απουσία ενός ισχυρού σεισμού. Γενικότερα, η γέννηση ισχυρών σεισμών δεν είναι εντελώς περιοδική.
Υπάρχει και μια συνιστώσα χαοτική μέσα στη διαδικασία, οπότε δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι θα έχουμε αυτή την περιοδικότητα. Δηλαδή δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνουν σύντομα ισχυροί σεισμοί, θα γίνουν, αλλά δεν ξέρουμε το πότε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν χτίζουμε πάνω σε ρήγματα και για τον λόγο αυτό γίνονται οι προβλεπόμενες μελέτες. Οπως δεν πρέπει να δίνονται άδειες για επέκταση οικισμών κοντά ή πάνω σε ρήγματα», επισημαίνει ο διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, δρ Αθανάσιος Γκανάς.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ενεργά ρήγματα βρίσκονται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πολλά από αυτά έχουν χαμηλή δραστηριότητα, που σημαίνει ότι ιστορικά δεν έχουν δώσει επιβεβαιωμένους σεισμούς, αλλά έχουν το δυναμικό να δώσουν ισχυρούς σεισμούς εάν ενεργοποιηθούν. «Τα μεγάλα ρήγματα τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε αν έχουν διάφορους κλάδους. Επίσης, ξέρουμε γενικά το δυναμικό, αλλά υπάρχουν και ρήγματα τυφλά, χωρίς επιφανειακή έκφραση, που και αυτά μπορούν να δώσουν σεισμούς μεγέθους 5-6 Ρίχτερ. Και έχουμε και στον υποθαλάσσιο χώρο, όπου εκεί δεν τα γνωρίζουμε όλα και από τα οποία θα μπορούσαμε να έχουμε και μικρά τσουνάμι», λέει ο κ. Γκανάς.
Οι πλανήτες και η σελήνη
Πριν από λίγες ημέρες ο Φρανκ Χούγκερμπετς με ανάρτησή του στα social media ανέφερε ότι παρατηρεί μέτρια σεισμική δραστηριότητα στα άκρα του ελληνικού τόξου, και συγκεκριμένα από τα νοτιοδυτικά της Κρήτης ενώ φτάνει μέχρι και ανοιχτά της Κύπρου. Μάλιστα ο ερευνητής έκανε αναφορά στον μεγάλο σεισμό 8,6 Ρίχτερ που είχε γίνει το 365 μ.Χ. νοτιοδυτικά της Κρήτης, για να επισημάνει τα μεγέθη που μπορεί να δώσει το ελληνικό τόξο.
«Η μέθοδος που ακολουθεί ο συγκεκριμένος δεν είναι αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα γιατί δεν μπορεί να οδηγήσει στις πραγματικές αιτίες εκδήλωσης σεισμών», λέει ο κ. Λέκκας και επισημαίνει ότι «οι όποιες εκτιμήσεις κάνει δεν συνιστούν πρόγνωση με την έννοια του ακριβούς μεγέθους, ακριβούς χρονικού προσδιορισμού και συγκεκριμένης περιοχής. Το να λέμε ότι ένα μέγεθος σεισμού που κυμαίνεται από 5 έως 7 Ρίχτερ της χρονικής τάξης του ενός έτους ή δύο ετών σε έναν χώρο που, για παράδειγμα, πιάνει από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Ινδία και το Πακιστάν δεν συνιστά πρόγνωση, αλλά κακή εκτίμηση, η οποία όχι μόνο δεν μας οδηγεί στο να εντάξουμε την όποια πληροφορία στον επιχειρησιακό σχεδιασμό που οφείλει να είναι συντεταγμένος, αλλά αποπροσανατολίζει ουσιαστικά όλες τις δράσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε επίπεδο πρόληψης και σχεδιασμού».