Πρόκειται για την μικροβιακή αντοχή, την αποκαλούμενη και AMR, η οποία αποτελεί σοβαρή απειλή για την αποτελεσματική πρόληψη και θεραπεία ενός ολοένα και αυξανόμενου φάσματος λοιμώξεων από βακτήρια, παράσιτα, ιούς και μύκητες. Η «ρίζα του κακού» βρίσκεται στην αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, αντισηπτικών και αντιμυκητιασικών.
Η AMR εμφανίζεται καθώς τα βακτήρια, οι ιοί, οι μύκητες και τα παράσιτα εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, προσαρμόζονται και γίνονται πιο ανθεκτικά στα φάρμακα, καθιστώντας τις λοιμώξεις πιο δύσκολες στην θεραπεία τους, πιο μεταδοτικές και πιο επικίνδυνες – έως και θανατηφόρες – για τον άνθρωπο.
Τα αντιμικροβιακά φάρμακα (αντιβιοτικά, των αντιικά, αντιμυκητιασικά και αντιπαρασιτικά) που χρησιμοποιούνται σε ανθρώπους, ζώα και φυτά είναι αναποτελεσματικά για τα «υπερμικρόβια». «Τα ανθεκτικά μικρόβια δεν καταστρέφονται από τα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν να πολλαπλασιάζονται ελεύθερα και να μεταφέρουν την αντοχή στις επόμενες γενιές μικροβίων […] Η ανάπτυξη της μικροβιακής αντοχής αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα και αφορά την ιατρική, κτηνιατρική, γεωργία/κτηνοτροφία και το περιβάλλον», εξηγεί o ΕΟΔΥ.
Και εάν κάποιος ενδεχομένως εκλαμβάνει τις προειδοποιήσεις και τις επισημάνσεις των αρμόδιων αρχών υγείας ως «υπερβολικές», αρκεί μια ματιά στα συγκλονιστικά στοιχεία.
Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Lancet, το 2019, τελευταία χρονιά πριν το ξέσπασμα της πανδημίας covid λόγω της οποία επιβλήθηκαν ακραία μέτρα υγειονομικής προστασίας (lockdown και απαγορεύσεις κυκλοφορίας), η AMR ήταν υπεύθυνη για περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια θανάτους.
Συσχετίστηκε επίσης με περίπου 5 εκατομμύρια θανάτους την ίδια χρονιά. Μια μακάβρια σύγκριση καταδεικνύει την κρισιμότητα: Την ίδια χρονιά, το 2019, τα θύματα από τον HIV/Aids ήταν 860.000.