Η τραγική ιστορία του Κλοντ Γκάρετ που έχασε τριάντα χρόνια από τη ζωή του και έζησε μόνο έξι μήνες ελεύθερος…
Ο 66χρονος Κλοντ Γκάρετ είχε περάσει 30 χρόνια στη φυλακή για τον φόνο της κοπέλας του, τον οποίο όμως όπως αποδείχθηκε δεν είχε κάνει ποτέ. Αφού απαλλάχθηκε τον Μάιο του 2022 από κάθε κατηγορία μετά από τρεις ολόκληρες δεκαετίες προσπαθούσε να κερδίσει πίσω τη ζωή του. Ζούσε πλέον με την κόρη του, η οποία ήταν μόλις τεσσάρων ετών, όταν ο πατέρας της μπήκε στη φυλακή και με τον μικρό εγγονό του. Επιτέλους μπορούσε να νιώθει ευτυχισμένος παρά τα χρόνια που είχε χάσει. Στις 30 Οκτωβρίου ξάπλωσε στο κρεβάτι του μέσα στο δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει η κόρη της. Όμως δεν ξύπνησε ποτέ ξανά. Είχε προλάβει λιγότερο από έξι μήνες ελεύθερος…
Η μοιραία φωτιά
Το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου 1992 ο Κλοντ Γκάρετ και η σύντροφός του, Λόρι Λι Λανς, κοιμούνταν στο σπίτι τους στο Ολντ Χίκορι του Τενεσί, όταν ξύπνησαν περικυκλωμένοι από τις φλόγες. Ο Γκάρετ δήλωσε αργότερα ότι προσπαθούσαν να βγουν έξω και οι δύο, όταν η Λόρι επέστρεψε μέσα στο σπίτι αντί να τον ακολουθήσει ως την έξοδο. Ο Γκάρετ βγήκε έξω έχοντας υποστεί μερικά εγκαύματα, ωστόσο η Λόρι βρέθηκε αργότερα νεκρή έχοντας πεθάνει από εισπνοή καπνού.
Παρόλο που και ο ίδιος ο Γκάρετ ήταν σε κατάσταση σοκ, οι αστυνομικοί άρχισαν να τον υποψιάζονται από τη στιγμή που έφτασαν στο σπίτι. Μύρισαν κηροζίνη, την οποία το ζευγάρι χρησιμοποιούσε για θέρμανση και βρήκαν μεγάλα ανισομεγέθη καμένα μοτίβα στο πάτωμα του σαλονιού. Στην αρχική τους εκτίμηση, οι πυροσβέστες χαρακτήρισαν αυτά τα στοιχεία ως πιθανή ένδειξη ότι είχε χυθεί στο πάτωμα κάποιο εύφλεκτο υλικό, όπως βενζίνη, κάτι που θα υποδήλωνε εσκεμμένο εμπρησμό (pour pattern).
Σήμερα, με την επιστήμη να έχει προχωρήσει, η ύπαρξη τέτοιων μοτίβων ως αποδεικτικό εμπρησμού θεωρείται μύθος και ψευδοεπιστήμη. Τότε όμως, θεωρήθηκαν ως το βασικό στοιχείο στο κατηγορητήριο που δημιουργήθηκε εναντίον του Γκάρετ. Βασιζόμενοι μόνο στα υγρά μοτίβα που βρήκαν στο πάτωμα, οι εισαγγελείς κατηγόρησαν τον Γκάρετ ότι είχε κλειδώσει την Λόρι σε μια αποθήκη στο πίσω μέρος του σπιτιού και στη συνέχεια χρησιμοποίησε κηροζίνη, για να προκαλέσει την φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστεί για τη δολοφονία της συντρόφου του παρόλο που ο ίδιος δήλωνε εξ αρχής ότι είναι αθώος.
Ωστόσο τα στοιχεία ήταν από την αρχή αδύναμα. Μετά την αρχική του καταδίκη, ο Γκάρετ ανακάλυψε μια αστυνομική αναφορά, η οποία δεν είχε παρουσιαστεί στους συνηγόρους του κατά τη διάρκεια της δίκης, σύμφωνα με την οποία η πόρτα της εν λόγω αποθήκης είχε βρεθεί ξεκλείδωτη. Ως αποτέλεσμα, ένα δικαστήριο ανέτρεψε την καταδίκη του. Έτσι, οδηγήθηκε ξανά σε δίκη το 2003.
Πλέον, η επιστήμη είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο σχετικά με την κατανόηση του πώς δρα η φωτιά και εύκολα θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι τα στοιχεία σχετικά με τα μοτίβα που βρέθηκαν στο πάτωμα δεν είχαν καμία βάση ως ένδειξη εμπρησμού. Ωστόσο, στη δίκη εμφανίστηκε ο βετεράνος ειδικός πράκτορας Τζέιμς Κούπερ της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Αλκοόλ, Καπνού, Πυροβόλων Όπλων και Εκρηκτικών (Bureau of Alcohol, Tobacco, Firearms and Explosives-BATFE), ο οποίος θεωρείται ως «σταρ» της υπηρεσίας στην πολιτεία του Τενεσί και επέμενε ότι ήταν 100% σίγουρος με αυτά που είχε δει στο σημείο ότι η φωτιά αποτελούσε εμπρησμό και όχι ατύχημα. Έτσι, και το δεύτερο σώμα ενόρκων το 2003 βρήκε τον Γκάρετ και πάλι ένοχο ως αποτέλεσμα κυρίως της κατάθεσης του Κούπερ.
Πολλοί άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια αντιλαμβανόμενοι την άδικη καταδίκη του Γκάρετ προσπάθησαν να συλλέξουν όλα τα στοιχεία που θα οδηγούσαν στην αθώωση του, ενώ μια σειρά επιστημών ειδικών στις πυρκαγιές ασχολήθηκαν με την υπόθεσή του. Αρχικά, τα δικαστήρια είχαν αρνηθεί να επανεξετάσουν την υπόθεση για τρίτη φορά, ωστόσο τα άρθρα της Λιλιάνα Σεγκούρα από την ιστοσελίδα The Intercept, η οποία είχε ασχοληθεί εκτενώς με την υπόθεση του Γκάρετ ήδη από το 2015, τράβηξαν τελικά την προσοχή της εισαγγελίας του Τενεσί το 2018, η οποία πρόσφατα είχε ιδρύσει ένα νέο τμήμα επανεξέτασης υποθέσεων.
Η υπόθεση οδηγήθηκε ξανά σε δίκη τελικά την άνοιξη του 2022. Στην ακρόαση που έγινε σε δικαστήριο του Νάσβιλ, οι ειδικοί έκαναν ξεκάθαρο ότι τα όσα δήλωσε ο Κούπερ δεν είχαν καμία σχέση με την επιστήμη και απείχαν απόλυτα από τα όσα ξέρουμε πλέον για το πώς δρα η φωτιά. Οι εικασίες του δεν θα μπορούσαν να έχουν επιστημονική βάση ούτε ακόμα και με τα δεδομένα που ήταν γνωστά το 1992. Εκτός αυτού οι αρχές δεν είχαν καταφέρει να διατηρήσουν ή τουλάχιστον να εξετάσουν λεπτομερώς την πόρτα και την κλειδαριά της πίσω από την οποία υποτίθεται ότι είχε παγιδευτεί η Λόρι μέσα στην αποθήκη. Ο καπνός πάνω στην πόρτα θα μπορούσε να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την θέση της (αν ήταν κλειστή ή όχι) κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς. Ωστόσο, ο Κούπερ είχε αδιαφορήσει γι’ αυτά τα κρίσιμα στοιχεία κατά την έρευνά του.
Όπως ανέφερε ο δικαστής του δικαστηρίου στην Κομητεία Ντέιβιντσον, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση, Μοντ Γουάτκινς «κάθε ειδικός που εξέτασε την υπόθεση με βάση τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα κατέληξε ότι η κλειδαριά δεν ήταν κλειδωμένη».
Οι επιστήμονες επισήμαναν ότι από το 1992 έως σήμερα έχουν αλλάξει τελείως οι γνώσεις μας και οι μέθοδοι που ακολουθούνται γύρω από την έρευνα στις φωτιές. Οι σύγχρονοι ερευνητές είναι εκπαιδευμένοι να ακολουθούν επιστημονικές μεθόδους για να καταλήξουν στην αιτία της φωτιάς και συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία πριν καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα. Παρόλο μάλιστα που στην εκδίκαση του 2003 ήδη είχαν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ερευνών ο Κούπερ επέμενε στην αρχική του θέση επαναλαμβάνοντας μάλιστα 34 φορές στην κατάθεσή τον όρο «pour pattern», ο οποίος είχε ήδη απορριφθεί ως αντιεπιστημονικός. Τα τελευταία 20 χρόνια μάλιστα οι συνεχείς έρευνες σχετικα με το πώς δρα η φωτιά κατέρριπταν συνεχώς τα στοιχεία πάνω στα οποία είχε βασιστεί η καταδίκη του Γκάρετ. Σύμφωνα μάλιστα με τον δικαστή Γουάτκινς, είναι φανερό ότι στη δίκη του 2003 κανένας από τους ενόρκους δεν ενημερώθηκε για αυτές τις εξελίξεις στην επιστήμη.
Ο δικαστής Γουάτκινς κατέληξε ότι δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει την αθωότητα του Γκάρετ συμπληρώνοντας ότι αν αυτή η υπόθεση εκδικαζόταν σήμερα δεν θα υπήρχε καμία βάση για την καταδίκη του εξαρχής και ότι «κανένας λογικός ένορκος δεν θα είχε καταδικάσει τον Κλοντ Γκάρετ για ανθρωποκτονία υπό το φως των νέων επιστημονικών στοιχείων».
Ένας άλλος κόσμος
Στις 6 Μαΐου ο δικαστής Γουάτκινς απάλλαξε από κάθε κατηγορία τον Κλοντ Γκάρετ. Ο Γκάρετ έπρεπε να περιμένει περίπου μια ακόμα εβδομάδα στην φυλακή μέχρι να ολοκληρωθεί όλη η γραφειοκρατική διαδικασία για να μπορέσει να περπατήσει επιτέλους ελεύθερος. Όταν βγήκε από την φυλακή, τον περίμεναν όλοι οι άνθρωποι που είχαν βοηθήσει στην αθώωσή του.
Ο Γκάρετ αφού ευχαρίστησε όσους ήταν εκεί και όσους τον βοήθησαν να αποκαλυφθεί η αλήθεια, δήλωσε ότι το μόνο που ήθελε πια ήταν να εστιάσει στην κόρη του και στον χαμένο χρόνο μεταξύ τους.
Ο Γκάρετ έπρεπε να συνηθίσει πολλά πράγματα, όπως τα κινητά, αν και όπως έλεγε δεν του άρεσε που όλοι πλέον κοιτούσαν σε αυτά. Του έκαναν επίσης εντύπωση κάποια πράγματα που οι άλλοι έπαιρναν ως δεδομένα. Σε ένα σπίτι φίλου που πήγε λίγο μετά την απελευθέρωσή του είδε ένα μπολ με φράουλες και όπως λέει συνειδητοποίησε ότι δεν είχε δει το φρούτο εδώ και 30 χρόνια.
Τον εντυπωσίασαν ακόμα οι αλλαγές στην πόλη του Νάσβιλ. Όλα έμοιαζαν τόσο διαφορετικά. Άλλες αλλαγές όμως ήταν πιο επώδυνες. Ο Γκάρετ μέτρησε όλους τους δικούς του ανθρώπους που είχαν φύγει αυτά τα χρόνια από τη ζωή και δεν κατάφερε ποτέ να τους δει ξανά. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν πάνω από 50, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του.
Η κόρη του Ντίνα Γουότσον αμέσως μετά την αποφυλάκιση του πατέρα της ανέφερε: «Το σχέδιο είναι να μείνει μαζί μας για λίγο και μετά θα δούμε τι θα γίνει. Είχαμε μια μεγάλη συζήτηση για τα κινητά και το πώς λειτουργούν. Θα τον βοηθήσουμε να ξαναμπει στην κοινωνία».
Έξι μήνες μετά όμως ο Κλοντ Γκάρετ είναι νεκρός. Την είδηση μετέφερε η δημοσιογράφος Λιλιάνα Σεγκούρα μέσα από τον λογαριασμό της στο Twitter.
«Τους τελευταίους πέντε μήνες, ο Κλοντ απολάμβανε την ελευθερία του. Απολάμβανε κάθε στιγμή με την κόρη του, Ντίνα, και ειδικά με τον εγγονό του, τον οποίο λάτρευε», ανέφερε η Σεγκούρα.