Η διαχείριση του σωματικού βάρους και η απώλεια κιλών ίσως να μην είναι εν τέλει το κλειδί για να παραμείνει ο διαβήτης τύπου 2 σε ύφεση, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο PLoS Medicine. Σύμφωνα με τα ευρήματα, μόνο ένα 6% των ατόμων που επιλέγουν τον παραπάνω τρόπο για να διαχειριστούν τη νόσο την κρατούν σε ύφεση για οκτώ χρόνια.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα με τη μεγαλύτερη απώλεια βάρους κατά τον πρώτο χρόνο είχαν περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσουν τον διαβήτη σε ύφεση τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, δύο στους τρεις που πέτυχαν αρχικά ύφεση μέσω της απώλειας κιλών, εμφάνισαν ξανά αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μέσα σε τρία χρόνια.
Η ερευνητική ομάδα σημειώνει ότι, σε αντίθεση με τις κλινικές δοκιμές που περιλαμβάνουν συνήθως βοηθητικές παρεμβάσεις όπως υποστήριξη για διατροφικές αλλαγές, σωματική άσκηση και ψυχική υγεία και καταλήγουν σε υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας όπως 27%, η προκείμενη μελέτη αποτυπώνει μια πιο ρεαλιστική εικόνα.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λίγοι ασθενείς μπορούν να επιτύχουν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μόνο μέσω της διαχείρισης του βάρους, ιδίως μακροπρόθεσμα. Η ταχεία απώλεια κιλών κατά το πρώτο έτος της διάγνωσης του διαβήτη φαίνεται να πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες οι αλλαγές στον τρόπο ζωής να είναι αποτελεσματικές και η πάθηση να παραμείνει σε ύφεση.
«Η μεγαλύτερη απώλεια βάρους εντός του πρώτου έτους από τη διάγνωση του διαβήτη συσχετίστηκε με αυξημένη πιθανότητα επίτευξης ύφεσης της νόσου» ανέφερε η συγγραφέας της μελέτης καθηγήτρια Andrea Luk σε δελτίο τύπου και πρόσθεσε ότι «τα ποσοστά όμως της ύφεσης του διαβήτη ήταν χαμηλά, καθώς μόνο το 6% των ατόμων πέτυχε ύφεση σε διάστημα 8 ετών, ενώ οι μισοί απ’ όσους πέτυχαν αρχικά ύφεση επέστρεψαν σε υπεργλυκαιμία εντός 3 ετών, γεγονός που υποδηλώνει την κακή βιωσιμότητα της ύφεσης του διαβήτη σε πραγματικές συνθήκες».