Οι άνδρες που πάσχουν από περιοδοντίτιδα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Clinical Periodontology.
Ερευνητές των Τμημάτων Χειρουργικής και Οδοντιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας (UGR) στην Ισπανία διεξήγαν τη μελέτη σε δείγμα 80 ατόμων από τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία για στυτική δυσλειτουργία στο Τεχνολογικό Πάρκο Επιστημών Υγείας της Γρανάδας και επιπλέον 78 ως δείγμα ελέγχου. Οι συμμετέχοντες παρείχαν τα κοινωνικά και δημογραφικά τους στοιχεία, υποβλήθηκαν σε περιοδοντική εξέταση και εξετάστηκαν όσον αφορά τα επίπεδα τεστοστερόνης, το λιπιδαιμικό τους προφίλ, την C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 74% των ασθενών με στυτική δυσλειτουργία παρουσίαζε σημάδια περιοδοντίτιδας. Μάλιστα, εκείνοι με την πιο σοβαρή στυτική δυσλειτουργία παρουσίασαν τη χειρότερη περιοδοντική βλάβη, ενώ οι πάσχοντες από περιοδοντίτιδα ήταν 2,28 φορές πιο πιθανό να παρουσιάσουν στυτική δυσλειτουργία, σε σχέση με τους ασθενείς με υγιή ούλα. Οι βιοχημικές μεταβλητές που σχετίστηκαν με την στυτική δυσλειτουργία ήταν τα τριγλυκερίδια, η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.
Στυτική δυσλειτουργία ορίζεται ως η ανικανότητα ενός άνδρα να έρθει σε στύση, λόγω φυσικών ή ψυχολογικών παραγόντων ή ενός συνδυασμού των δύο. Η περιοδοντίτιδα, από την άλλη, είναι μια μορφή προχωρημένης ουλίτιδας όπου τα ούλα υποχωρούν, τα δόντια σταδιακά χάνουν τη στήριξή τους και τελικά πέφτουν. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η περιοδοντίτιδα μπορεί τελικά να οδηγήσει σε απώλεια των δοντιών. Τα βακτηρίδια της περιοδοντίτιδας ή οι φλεγμονώδεις κυτοκίνες που περιέχονται στα μολυσμένα ούλα βλάπτουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων. Όταν αυτή η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία εμφανίζεται στα αιμοφόρα αγγεία του πέους, η ροή του αίματος επηρεάζεται δυσμενώς, οδηγώντας σε ανικανότητα.
Η μελέτη, η πρώτη του είδους της σε ευρωπαϊκό πληθυσμό, ήταν μέρος της διδακτορικής διατριβής της οδοντιάτρου Amada Martín Amat και τους επιβλέποντες Francisco Mesa (Στοματολογία) και Miguel Arrabal (Ουρολογία).