Στον χάρτη του αυστριακού ερευνητικού κέντρου World Data Lab, με τις τελευταίες προβλέψεις για την εξέλιξη της «καταναλωτικής τάξης», το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κόκκινο.
Αυτό σημαίνει ότι οι προβλέψεις για την άνοδο της καταναλωτικής τάξης αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω, συνέπεια παραγόντων όπως η δημογραφική κρίση, η ασθενική οικονομική ανάπτυξη και το brain drain.
Η σημαντικότερη εξαίρεση είναι η Ελλάδα, όπου οι προβλέψεις αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω. Μάλιστα η χώρα μας βρέθηκε στην ομάδα των 15 χωρών με την μεγαλύτερη πρόβλεψη επέκτασης της καταναλωτικής τάξης παγκοσμίως.
Εκτόξευση της καταναλωτικής δαπάνης στην Ελλάδα
Μέλη της καταναλωτικής τάξης είναι οι πολίτες που ξοδεύουν από 12 δολάρια την ημέρα (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, PPP, του 2017).
Ο μέσος Έλληνας καταναλωτής αναμένεται να ξοδέψει φέτος 20.344 ευρώ (από 19.548 το 2022) και να φτάσει στα 21.820 ευρώ το 2030.
Καταναλωτική επέκταση παρά την πληθυσμιακή συρρίκνωση
Πώς όμως επιτυγχάνεται αύξηση των καταναλωτών και των δαπανών τους στην Ελλάδα, την ώρα που η χώρα μαστίζεται από τη μείωση των γεννήσεων και της συρρίκνωσης του πληθυσμού;
«Παρά τις δημογραφικές προκλήσεις, η αναβάθμιση σε 2% (από 1,5%) των προβλέψεων για την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης στην Ελλάδα το 2024 αντανακλά πέντε παράγοντες» εξήγησε στο newmoney ο επικεφαλής του World Data Lab, Βόλφγκανγκ Φένγκλερ:
«Καταρχάς, η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας θα μπορούσε εύκολα να αντισταθμιστεί από την ενεργοποίηση ατόμων που δεν εργάζονται αυτήν τη στιγμή, ιδιαίτερα από γυναίκες άνω των 40 ετών.
Δεύτερον, η οικονομική ανάκαμψη και η σύγκλιση εισοδήματος: η άνοδος της οικονομίας σε επίπεδο τάσης πριν από την πανδημία, χάρη στην κυκλική ανάκαμψη της τουριστικής ζήτησης— που ανήλθε σε 18% του συνολικού ΑΕΠ το 2022 στην Ελλάδα—και η επανάληψη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων.
Τρίτον, οι βελτιωμένες οικονομικές προοπτικές. Η ισχυρή ανάπτυξη και ο υψηλός πληθωρισμός συμβάλλουν στη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ σε επίπεδο κάτω από αυτό προ της πανδημίας.
Τέταρτον, η φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική εξυγίανση και η στοχευμένη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά, αναμένεται να διατηρήσουν την ανάπτυξη και να τονώσουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις καταναλωτικές δαπάνες.
Πέμπτον, η Ελλάδα προχώρησε σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Ως αντανάκλαση της οικονομικής δυναμικής της χώρας, η Ελλάδα αναγνωρίστηκε ως “Η χώρα της χρονιάς” από τον Economist για το 2023.»
Ελλάδα: η θετική εξαίρεση της Ευρώπης
Την ίδια ώρα, πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να δούνε τις καταναλωτικές δαπάνες να μειώνονται. Μεταξύ αυτών, η Ιαπωνία ξεχωρίζει: προβλέπεται ότι η χώρα θα χάσει 3,6 εκατομμύρια καταναλωτές στα επόμενα επτά χρόνια.
Άλλες συρρικνούμενες καταναλωτικές αγορές περιλαμβάνουν την Ιταλία, την Πορτογαλία, Γερμανία και τη Βουλγαρία.
«Η Ελλάδα έχει καταφέρει να διαφοροποιηθεί από την κυρίαρχη στην Ευρώπη τάση, χάρη
- στην ανθεκτική ανάκαμψη: η ικανότητα της Ελλάδας να επαναφέρει τη σύγκλιση εισοδήματος και να πετύχει ανάπτυξη πέρα από το επίπεδο τάσεων προ πανδημίας, ιδίως μέσω του τουρισμού και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
- τα αποτελεσματικά μέτρα πολιτικής: η εφαρμογή ενός κατάλληλου μείγματος πολιτικών για τη μόχλευση της βελτιωμένης οικονομικής απόδοσης και την εξασφάλιση εξωτερικής χρηματοδότησης, έχει βοηθήσει την Ελλάδα να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις και να χρηματοδοτήσει την αντιμετώπιση των κινδύνων καλύτερα από ορισμένους ευρωπαϊκούς εταίρους της.
- στη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα: η Ελλάδα έχει δει μια ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας, με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους να ενισχύεται περαιτέρω, και βελτιώσεις στους τραπεζικούς ισολογισμούς, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες» μας είπε ο Β. Φένγκλερ.
Από τα ενδιαφέροντα σημεία της έκθεσης του World Data Lab, είναι η ανοδική τάση των καταναλωτών στην ηλικιακή ομάδα άνω των 50, σε όλο τον κόσμο. Σχεδόν οι μισοί από τους νέους καταναλωτές και η αύξηση των σχετικών δαπανών το 2024 θα προέλθουν από πολίτες ηλικίας 50 ετών και άνω.