Χωρίς να είναι σε θέση να μπορεί να προσδιορίσει το ποσοστό των χορηγήσεων δανείων που είχαν δοθεί και έμειναν χωρίς εξασφαλίσεις, παραπέμποντας, όμως στο σχετικό πόρισμα της Τράπεζας της Ελλάδας, κατέθεσε χθες στην δίκη της Αχαϊκής τράπεζας, ο πρώην ειδικός εκκαθαριστής.
Ο μάρτυρας διορίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την περίοδο 2013 – 2017 και είχε κάνει πλήρη αποτύπωση για τα οικονομικά στοιχεία της Αχαΐκής Συνεταιριστικής.
Αν και ρωτήθηκε πολλές φορές τόσο από την Έδρα όσο και από τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν, δήλωσε πως δεν θυμάται και παρέπεμψε στα όσα είχε καταθέσει στην ανάκριση και στα πορίσματα των ελέγχων.
Ο ίδιος μίλησε για τον ρόλο που του ανέθεσε η ΤτΕ, δηλαδή να συνεχίσει την εκκαθάριση και για να εξασφαλίσει όσα δάνεια ήταν εφικτό ή να προβεί σε αναγκαίες ρευστοποιήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, στη διάρκεια της εκκαθάρισης εισέπραξε 95 εκατ. ευρώ με αποπληρωμές ή ρυθμίσεις των υπερχρεωμένων δανείων, είτε από ρευστοποιήσεις κυρίως επιταγών.
Για τα δάνεια που είχαν ληφθεί με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, τόνισε ότι ήταν εξασφαλισμένα από το Ελληνικό Δημόσιο, π.χ. οι συμβάσεις του ΤΕΜΠΜΕ, τα σεισμόπληκτα δάνεια, κ.ά.
Ερωτηθείς από συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων είπε πως «δεν πιστεύω ότι τα στελέχη της Τράπεζας ήθελαν να την βλάψουν», τόνισε όμως πως είχε εφαρμόσει την τακτική που ακολουθούσαν και άλλες τράπεζες της αγοράς μεριδίων από δανειολήπτες, ενώ είχε δώσει και εικονικά δάνεια σε στελέχη της, έναντι μεριδίων για λογιστικούς λόγους.
Ακολούθως, εξετάστηκε ως μάρτυρας, ένας ακόμη μεριδιούχος, ο Γιώργος Παπαδόπουλος, ο οποίος κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι η Αχαϊκή Τράπεζα ήταν ένα ισχυρό συνεταιριστικό τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο θα επιβίωνε αν δεν είχαν δοθεί δάνεια χωρίς εγγυήσεις, ακόμα και σε γνωστούς επιχειρηματίες, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς εμπράγματες εξασφαλίσεις. Σημείωσε πως από το 2006 έως 2011 δεν έπρεπε να γίνει ευρεία χορήγηση δανείων.