(με αφορμή την υλοποίηση προγράμματος Erasmus+ με θέμα: “Μόνος ή μοναδικός – Είμαστε όλοι διαφορετικοί και στηρίζουμε τους μαθητές με ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες!”
Το δημοτικό σχολείο είναι ένας χώρος όπου συναντιούνται παιδιά από διαφορετικές κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές προελεύσεις. Αυτή η ποικιλία είναι πηγή εμπλουτισμού, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει συγκρούσεις και προκαταλήψεις. Η διαχείριση της διαφορετικότητας είναι κρίσιμης σημασίας για την πρόληψη του εκφοβισμού και της βίας στο σχολικό περιβάλλον.
Το φαινόμενο του εκφοβισμού (bullying) τείνει να πάρει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στην εποχή μας και τα περιστατικά βίας που αναφέρονται καθημερινά εντός σχολείου, αλλά κι εκτός σχολικής κοινότητας, σε χώρους συνάθροισης παιδιών, όλο και πληθαίνουν, προκαλώντας προβληματισμό κι ανησυχία. Η πολιτεία πρόσφατα παρενέβη, θεσπίζοντας κατασταλτικά μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου κι αυστηροποιώντας το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο με αύξηση ποινών παραβατικότητας των μαθητών (επαναφορά 5/ήμερης αποβολής, αυστηροποίηση διαγραφής αδικαιολόγητων απουσιών μαθητή, δυνατότητα Συλλόγου Διδασκόντων για αλλαγή τμήματος σε μαθητή–θύτη, δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας καταγγελιών περιστατικών σχολικής βίας). Όμως, πέρα από την αντιμετώπιση των όποιων περιστατικών βίας κι εκφοβισμού στο σχολικό περιβάλλον, είναι σημαντικό να υπάρξουν κινήσεις στην κατεύθυνση της πρόληψης κι αποτροπής της εμφάνισης ανάλογων φαινομένων στα σχολεία μας (ειδικά σε εκείνα της Β/θμιας Εκπαίδευσης).
Η πρόληψη του εκφοβισμού και της βίας απαιτεί πρώτα απ’ όλα μια προσέγγιση που ενισχύει την ενσυνειδητότητα και τον σεβασμό προς τη διαφορετικότητα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να διδάσκονται και να ενδυναμώνονται ν’ αντιμετωπίζουν τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις, με στόχο τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που αναγνωρίζει κι αξιοποιεί την “ποικιλία”. Η ανάγκη μαζικών διορισμών σχολικών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία φαντάζει πλέον αδήριτη. Έτσι, η καθημερινή τους παρουσία (τουλάχιστον στα 6/θέσια και άνω δημοτικά σχολεία) και η εμπλοκή τους στη σχολική ζωή (κι όχι για 1 ημέρα την εβδομάδα, όπως ισχύει μέχρι σήμερα), με αποστολή τη διαχείριση σοβαρών περιστατικών, την επιμόρφωση εκπαιδευτικών και την ενημέρωση γονέων θα μπορούσε να προσφέρει καταλυτικά σε αυτή την κατεύθυνση.
Ένα καίριο βήμα στην πρόληψη του εκφοβισμού είναι η εκπαίδευση των μαθητών. Μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων που προωθούν την ανοχή, την κατανόηση και τον σεβασμό προς τη διαφορετικότητα, τα παιδιά μπορούν ν’ αναπτύξουν δεξιότητες επικοινωνίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Με τον τρόπο αυτό είναι εφικτό να άρουμε προκαταλήψεις και στερεότυπα που έχουν περάσει άμεσα ή έμμεσα στα παιδιά μας από το οικογενειακό τους περιβάλλον και τα οποία προωθούν τον διχασμό, τη μισαλλοδοξία, τον κοινωνικό ρατσισμό.
Σημαντικό είναι, επίσης, η δημιουργία ενός κλίματος ασφάλειας κι εμπιστοσύνης στο σχολικό περιβάλλον. Οι μαθητές πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν υποστήριξη από τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές τους, σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Είναι σημαντικό να καλλιεργηθεί σε κάθε μαθητή–πιθανό θύμα εκφοβισμού η πεποίθηση ότι το φως στο τούνελ του αδιεξόδου του βρίσκεται στο σπάσιμο των δεσμών του φόβου του και στην αυτο–δύναμη ν’ αναζητήσει βοήθεια.
Τέλος, η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ εκπαιδευτικών, γονέων και κοινότητας είναι κρίσιμη. Μέσω συνεργατικών προσπαθειών, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον που προάγει τον αμοιβαία σεβασμό και την ανοχή στο διαφορετικό. Πόσες φορές, άλλωστε, το σχολείο φαντάζει αναποτελεσματικό κι ανήμπορο να επιτελέσει τον επιστημονικό του ρόλο, όταν από την οικογένεια εκφράζονται αντίθετα μηνύματα από εκείνα που εκπέμπει η σχολική μονάδα και το παιδί βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα σε αντικρουόμενες απόψεις, χωρίς να γνωρίζει τελικά ποια κατεύθυνση ν’ ακολουθήσει, την προτροπή του γονιού του ή την αντίθετη του δασκάλου του;
Συνοψίζοντας, η πρόληψη του εκφοβισμού και της βίας στο δημοτικό σχολείο απαιτεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, που εστιάζει στην ενίσχυση της ενσυνειδητότητας, την εκπαίδευση των μαθητών, τη δημιουργία ασφαλούς περιβάλλοντος και την ενίσχυση της συνεργασίας. Μόνον έτσι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κουλτούρα, που ελαχιστοποιεί τα φαινόμενα σχολικής βίας κι εκφοβισμού, αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και προάγει την ευημερία όλων των μαθητών.