Μεγαλώνει η μερίδα των αγανακτισμένων καταναλωτών που προσπαθούσαν επί χρόνια να ακολουθήσουν τη συνεχή άνοδο των τιμών -από το κόστος των τροφίμων μέχρι τη στέγαση και τις μεταφορές- και πλέον αποφασίζουν να μειώσουν τα έξοδά τους στα μη αναγκαία. Είτε πρόκειται για αποτέλεσμα της περιορισμένης οικονομικής δυνατότητας των καταναλωτών είτε για αληθινή αγανάκτηση με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, οι εταιρείες άρχισαν ήδη να δέχονται πλήγματα από αυτή τη στροφή των καταναλωτών.
Κολοσσοί του λιανεμπορίου και γνωστές αλυσίδες τροφίμων -μεταξύ άλλων Walmart, H&M, Ikea, Michaels, McDonald’s, Starbucks- προειδοποιούν τους επενδυτές στις ΗΠΑ ότι πρέπει να προσέξουν περισσότερο στην αξία των προϊόντων τους, το λεγόμενο value for money, ή να αυξήσουν τις προσφορές, ώστε να κρατήσουν τους πελάτες τους.
Τα τελευταία χρόνια, οι εταιρείες αυξάνουν τις τιμές, προκειμένου να απορροφήσουν τα ανεβασμένα έξοδά τους και η διαδικασία αυτή δεν είχε ποτέ προκαλέσει μεγάλη αναταραχή ή ιδιαίτερες αντιδράσεις από τους καταναλωτές. Πλέον, όμως, ορισμένοι καταναλωτές δείχνουν πως έφτασαν στα όριά τους και αλλάζουν στάση απέναντι στις αγορές.
Βέβαια, οι απόψεις για την πρακτική επίδραση που μπορεί να προκαλέσει αυτή η μερίδα των καταναλωτών στις τιμές διίστανται. Σε κάθε περίπτωση, οι αναφορές περί «αξίας» από επικεφαλής εταιρειών στα τελευταία εταιρικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ έχουν αυξηθεί με ρυθμό-ρεκόρ, το οποίο αποτελεί μια μικρή «νίκη» για τους καταναλωτές. «Ο καταναλωτής έχει τη δύναμη να κάνει αλλαγές στο λιανεμπόριο, αλλά σίγουρα μέρος του προβλήματος αποδίδεται στην καταναλωτική διάθεση που πέφτει συνεχώς», διότι ο κόσμος πανικοβάλλεται όλο και περισσότερο για την οικονομική του κατάσταση, δήλωσε στο MarketWatch ο Chad Lusk, υψηλόβαθμο στέλεχος της Alvarez & Marsal.
Τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα είναι βέβαια πιο ευάλωτα στην άνοδο των τιμών. Σύμφωνα όμως με την τελευταία έρευνα της Alvarez & Marsal στις ΗΠΑ, όλα τα νοικοκυριά ανεξαρτήτως οικονομικής άνεσης σκοπεύουν να μειώσουν τις δαπάνες τους και μάλιστα τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφηκαν ανάμεσα σε όσους έχουν ετήσιο εισόδημα μεταξύ 150.000 και 200.000 δολαρίων.
«Όσοι είχαν ανοσία σε αυτού του είδους τις οικονομικές υφέσεις στο παρελθόν, είναι αυτοί που τώρα σφίγγουν περισσότερο τα λουριά», εξήγησε ο Lusk. «Οι χαμηλόμισθοι έχουν κάνει ήδη πολλούς τέτοιους συμβιβασμούς. Τώρα πλησιάζει το σημείο, στο οποίο οι υψηλόμισθοί λένε “πρέπει να ξεκινήσω να το κάνω κι εγώ τώρα, έχει παραπάει η κατάσταση, ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλός, δεν βλέπω να βελτιώνονται τα πράγματα για εμένα και την οικογένειά μου. Ήρθε η ώρα να κάνω περικοπές”», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Εξού και σύμφωνα με την έρευνα της A&M, οι καταναλωτές σκοπεύουν να μειώσουν τα έξοδά τους σε πολλές κατηγορίες μη απαραίτητων αγαθών, όπως κοσμήματα, αλκοόλ, προϊόντα ομορφιάς, ηλεκτρονικά, ψυχαγωγία, αθλητικές διοργανώσεις, γεύματα εκτός σπιτιού, παπούτσια, ένδυση και αναβάθμιση σπιτιού. Παράλληλα, όμως, αναμένουν ότι θα αυξήσουν τις δαπάνες στα αναγκαία, όπως τρόφιμα από σούπερ μάρκετ και προϊόντα προσωπικής φροντίδας.