Ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα επενδύσεων που αντιστοιχεί στο 0,4% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και θα διατεθεί για την ανάπτυξη των ηλεκτρικών δικτύων διανομής θα απαιτήσει η ενεργειακή μετάβαση από το 2025 έως το 2050.
Υπολογίζεται ότι συνολικά στην Ευρώπη θα δαπανηθούν 67 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, μέγεθος που για την Ελλάδα αντιστοιχεί σε 25 δις. ήτοι 1 δις. κάθε χρόνο. Πρόκειται για διπλάσιες επενδύσεις σε σχέση με σήμερα (πέρσι δαπανήθηκαν περί τα 500 εκ. ευρώ), τις οποίες θα κληθεί να επωμιστεί ο ΔΕΔΔΗΕ και να πληρώσουν στο μέτρο που τους αναλογεί οι Έλληνες καταναλωτές μέσω των τελών χρήσης δικτύου.
Οι δαπάνες αυτές στην πραγματικότητα θα είναι ακόμη μεγαλύτερες αν υπολογιστούν και οι επενδύσεις που θα απορροφήσουν τα ηλεκτρικά συστήματα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στα 100 εκατ. ευρώ ετησίως υπολογίζονται οι δαπάνες για την αναβάθμιση του δικτύου ώστε να μπορεί να εντάξει νέα έργα ΑΠΕ και 250 εκατ. ευρώ για επενδύσεις αντικατάστασης και ανανέωσης εξοπλισμού. Για την ενίσχυση της αντοχής του δικτύου θα διατεθούν 150 εκατ. ευρώ ενώ τα υπόλοιπα κονδύλια θα επενδυθούν σε έξυπνους μετρητές, την ψηφιοποίηση και τους αυτοματισμούς τηλεδιαχείρισης.
Για την Eurelectric, οι επενδύσεις στο δίκτυο θα πρέπει να διπλασιαστούν από ένα μέσο όρο 33 δισεκατομμυρίων ευρώ σήμερα, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% των δαπανών της ΕΕ για τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων το 2023.
Υπολογίζεται ότι η τεράστια αυτή ανάπτυξη θα οδηγήσει σε περισσότερες από 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας αλλά και σε άλλα σημαντικά πλεονεκτήματα όπως μεγαλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας, πιο αξιόπιστο ηλεκτρικό ρεύμα αλλά και την επιτάχυνση των μέτρων για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ωστόσο, οι προκλήσεις είναι πολύ μεγάλες. Η μελλοντική προστασία του δικτύου εξαρτάται επίσης από το βαθμό ανταπόκρισης της αλυσίδας εφοδιασμού. Ακόμη και αν πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις, οι τρέχουσες ελλείψεις χαλκού, το έλλειμμα ταλέντων, οι παρατεταμένοι χρόνοι παραγωγής και το κόστος εξοπλισμού και μετασχηματιστών μπορούν να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη των υποδομών.
Οι πιέσεις στο δίκτυο
Μέχρι το 2050, η ηλεκτρική ενέργεια θα αποτελεί το 60% της τελικής χρήσης ενέργειας σε σύγκριση με το 23% που είναι σήμερα ενώ η δυναμικότητα των ανανεώσιμων πηγών θα έχει εξαπλασιαστεί σε σχέση με το 2020.
Τα αιτήματα σύνδεσης θα αυξάνονται ταχύτερα λόγω του εκσυγχρονισμού του δικτύου και θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθώς προχωρά η ηλεκτροκίνηση. Οι εξελίξεις ασκούν πίεση στο δίκτυο και για να ανακουφιστεί η πίεση αυτή θα χρειαστεί ο διπλασιασμός των επενδύσεων έως το 2050.
Ελκυστικές αποδόσεις
Αντίθετα, η αποτυχία επίτευξης αυτών των επενδύσεων θα έθετε σε κίνδυνο το 74% των μελλοντικών συνδέσεων σε βασικές τεχνολογίες που θα οδηγήσουν στην απαλλαγή από τον άνθρακα, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα (EVs), οι αντλίες θερμότητας και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Για μια επιτυχημένη ενεργειακή μετάβαση, επισημαίνεται ότι η ΕΕ χρειάζεται τεράστια ποσά πρόσθετης χωρητικότητας δικτύου. Ο όγκος δαπανών για τους διαχειριστές συστημάτων διανομής πρέπει να διπλασιαστεί. «Για να το πετύχουμε χρειαζόμαστε ελκυστικές αποδόσεις για τους επενδυτές για να μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις νέες επενδύσεις, τεχνολογία και διαχείριση των τελών διανομής» δηλώνει ο Πρόεδρος της Eurelectric και Διευθύνων Σύμβουλος της E.ON, Leonhard Birnbaum».
Οι εθνικές αρχές όπως τονίζεται θα πρέπει να εφαρμόσουν τη νομοθεσία προσαρμόζοντας παράλληλα το ρυθμιστικό καθεστώς για να υποστηρίξουν την αύξηση των επενδύσεων. Αυτό σημαίνει εξάλειψη των ανώτατων ορίων επενδύσεων, ταχεία παρακολούθηση διαδικασιών αδειοδότησης και προμηθειών και απομάκρυνση του κινδύνου επενδύσεων για την τόνωση της ιδιωτικής χρηματοδότησης.