Ηπρόκριση χάθηκε για τον Ολυμπιακό στο πρώτο ημίχρονο, αλλά εμφάνισε κατά διαστήματα τις αδυναμίες της Ρεάλ που μπορεί να εκμεταλλευτεί ο Παναθηναϊκός στον τελικό της Κυριακής (26/5, 21:00).
Στον τελικό του 2013 στο Λονδίνο, στην τρίτη (και τελευταία προς το παρόν) Euroleague της ιστορίας του, ο Ολυμπιακός βρέθηκε στα πρώτα λεπτά να χάνει από την Ρεάλ Μαδρίτης με σκορ 27-10, για να φτάσει στη συνέχεια σε εμφατική ανατροπή και θριαμβευτική κατάκτηση του τίτλου με 100άρα.
Στο νέο αντάμωμά τους με την Βασίλισσα οι Ερυθρόλευκοι, πάλι με τον Γιώργο Μπαρτζώκα στον πάγκο, βρέθηκαν και πάλι πίσω με σκορ που παρέπεμπε σε εκείνο τον τελικό (28-10), έδειξαν (μικρά) σημάδια ανάκαμψης στην παραδοσιακά καλή τους περίοδο, την τρίτη, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν πραγματικότητα τον πρώτο ελληνικό τελικό στην ιστορία της διοργάνωσης.
Η Ρεάλ φάνηκε ψύχραιμη στα κρίσιμα σημεία και, επίσης για πρώτη φορά σε Final Four (ασύλληπτο αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για δύο ομάδες που έχουν μαζί 17 τρόπαια), θα ανταμώσει με τον Παναθηναϊκό (Κυριακή 26/5, 21:00), σε έναν τελικό όπου οι Πράσινοι ξέρουν τι πρέπει να κάνουν για να βραχυκυκλώσουν ένα κομπιούτερ όπως αυτό του Τσους Ματέο. Και, σε μεγάλο βαθμό, τους έδειξε τον δρόμο (και) ο Ολυμπιακός.
Όχι μόνο για το (ενδεχομένως και τιμητικό για τον Ολυμπιακό) +19 της Ρεάλ με το οποίο και έκλεισε, αλλά και για τα επιμέρους στατιστικά: Οι Μαδριλένοι είχαν 21/29 σουτ εντός παιδιάς, εκ των οποίων 9/12 τρίποντα, τα περισσότερα ελεύθερα, ενώ οι Ερυθρόλευκοι μόλις 12/28.
Και, βεβαίως, όχι μόνο αυτό. Στα ριμπάουντ, η Ρεάλ κυριαρχούσε με 19-6 (!), στις ασίστ επίσης (13-6), ενώ είχε και πέντε κοψίματα έναντι μηδενός του Ολυμπιακού. Η περίφημη front line των Μουσταφά Φαλ, Νίκολα Μιλουτίνοφ, Μόουζες Ράιτ και Φιλίπ Πετρούσεφ, έμοιαζε παιχνιδάκι στα χέρια αυτής των Βάλτερ Ταβάρες, Βενσάν Πουαριέ και Ζέρσον Γιαμπουσέλε, η οποία είχε μόλις ένα άστοχο σουτ (10/11) και αυτό τρίποντο από τον Γάλλο φόργουορντ, παίκτης – κλειδί στο πρώτο ημίχρονο μαζί με τον Μάριο Χεζόνια.
Ο Κροάτης, ο οποίος έχει ξεχωριστό δέσιμο με τον Παναθηναϊκό και τον κόσμο του, δεν έχει ξεχάσει ότι φόρεσε τα πράσινα εν μέσω πανδημίας του κορωνοϊού και δεν μπόρεσε να απολαύσει ως… γηπεδούχος την ατμόσφαιρα του ΟΑΚΑ, κάτι που ενδέχεται να μπορέσει να κάνει από την επόμενη σεζόν, εφόσον επιβεβαιωθούν οι φήμες για έντονο φλερτ από τους Πράσινους.
Μέχρι και εάν το κάνει, όμως, ο Χεζόνια ξέρει πως να είναι καθοριστικός για την Ρεάλ και, με τρία σχεδόν απανωτά τρίποντα στα πρώτα λεπτά, δημιούργησε τις πρώτες σημαντικές διαφορές, οι οποίες διαρκώς αυξάνονταν, φτάνοντας στο πρώτο εικοσάλεπτο και στο δυσθεώρητο +25 (54-29).
Στην τρίτη περίοδο ο Άλεκ Πίτερς, ο οποίος πέρυσι δεν είχε παίξει ούτε δευτερόλεπτο στον τελικό, μόνιμα στην σκιά του Αλεξάντερ Βεζένκοφ, ντύθηκε «Σάσα» και πήρε τον ρόλο του Ελληνο-Βούλγαρου φόργουορντ, ο οποίος ξεροσταλιάζει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και σκέφτεται μήπως θα έπρεπε να είχε αφήσει στην άκρη το αμερικανικό όνειρο για να εξακολουθεί να είναι σταρ στην Ευρώπη.
Στην τέταρτη και καθοριστική περίοδο, εκεί όπου η απόδοση του Ολυμπιακού έπρεπε να αγγίξει το τέλειο για να έχει ρεαλιστικές ελπίδες για μια (ιστορική, μην κρυβόμαστε) ανατροπή, έκανε έξι λάθη.
Γιουλ, Ροντρίγκεθ και Φερνάντεθ μετρούν μαζί 112 χρόνια ζωής (36, 37 και 39 αντίστοιχα), αλλά και τεράστια καντάρια μπασκετικής νοημοσύνης, πολύτιμης στις κρίσιμες στιγμές ενός τόσο σημαντικού αγώνα, έστω και αν η νίκη της Ρεάλ επί της ουσίας δεν τέθηκε ποτέ σε αμφιβολία από τον Ολυμπιακό.
Η (ακόμα;) πρωταθλήτρια Ευρώπης έκανε εν μέρει συντήρηση στο δεύτερο ημίχρονο ενόψει τελικού, έχοντας βάλει τις βάσεις από το πρώτο, αλλά έδειξε ότι αν πιεστεί σωστά βρίσκει δυσκολίες.
Και, αν τα καταφέρει με διάρκεια, έχει πολλές πιθανότητες να επαναλάβει ό, τι και στις 29 του (δίσεκτου) Φλεβάρη, όταν είχε θριαμβεύσει στο «WiZink Center», φωνάζοντας σε όλη την μπασκετική Ευρώπη ότι «κύριοι, επέστρεψα για τα καλά!».