Η ιστορία της δράσης της «Σπείρας Ροκαμβόλ», όπως είχε ονομαστεί, είχε συνταράξει την Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μνημονεύεται ακόμα και σήμερα ως μια υπόθεση με ανάγλυφο το κοινωνικό υπόστρωμα της πρωτεύουσας εκείνα τα χρόνια αλλά και με μια έντονη κινηματογραφική διάσταση. Και όχι άδικα, καθώς οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας είχαν ως πρότυπα ήρωες της ακόμα νέας και άκρως επιδραστικής έβδομης τέχνης και των παράνομων ηρώων που εξήπταν τη φαντασία των νέων.
***
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της περασμένης Κυριακής
***
Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο αδέλφια, ο Ανδρέας και η Κούλα Χριστοφιλέα. Ο Ανδρέας είχε γεννηθεί το 1905 στη Μάνη και η Κούλα το 1912 στην Αθήνα. Ο πατέρας τους Νίκος Χριστοφιλέας, έχοντας εγκαταλείψει τη σύζυγό του, έχει ανοίξει ένα κακόφημο καπηλειό στους Αμπελόκηπους, με το όνομα «Δροσιά» στο οποίο συχνάζουν άνδρες και γυναίκες με κακή φήμη. Ο ίδιος ο Νίκος Χριστοφιλέας περιγράφεται ως κακοποιό στοιχείο, τραμπούκος, έκφυλος και με έφεση σε κάθε είδους παράνομη απόλαυση. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε σεξουαλικές σχέσεις και με τα δύο παιδιά του, τα οποία μάλιστα είχαν αναπτύξει και ερωτικό δεσμό μεταξύ τους.
Ο Ανδρέας ήταν αυτός που προσπάθησε να ξεφύγει πρώτος κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού ενώ σπούδασε και οδοντοτεχνίτης. Παράλληλα ανέπτυξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα αστυνομικά μυθιστορήματα του διάσημου εκείνη την εποχή Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail, ο οποίος είχε ως ήρωα ένα παράνομο αλλά και προστάτη των φτωχών με το όνομα Ροκαμβόλ. Η Κούλα την ίδια περίοδο φιλοξενούνταν ως οικότροφος σε διάφορα σπίτια και μάθαινε την τέχνη της μοδιστρικής. Τα δύο αδέλφια είχαν στενό δεσμό και μάλιστα ο Ανδρέας πλήρωνε τα έξοδα της αδελφής του για να έχει στέγη και τροφή.
***
Η δράση τους αρχίζει το 1926, όταν ο Ανδρέας Χριστοφιλέας στέλνει εκβιαστικές επιστολές σε τρεις άνδρες, τον βουλευτή Παναγιώτη Φλώρο και τους Παναγιώτη Καμπή και Παναγιώτη Σταυρόπουλο, οι οποίοι διέμεναν στο ίδιο σπίτι της οδού Ζήνωνος όπου έμενε και ο ίδιος. Ζητούσε να του καταβάλουν 15.000 δραχμές και παράλληλα να δίνουν ελεημοσύνη σε όποιον ζητιάνο συναντούσαν στον δρόμο τους και να καταβάλουν χρήματα στον Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου υπέρ των φτωχών. Οι τρεις άνδρες δεν ενέδωσαν, αλλά ειδοποίησαν την Αστυνομία. Για να τους εκδικηθεί, ένα βράδυ ο Αντρέας πήρε βενζίνη και πανιά και έβαλε φωτιά στο σπίτι. Μάλιστα κλείστηκε και ο ίδιος μέσα και στην συνέχεια κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να σώσει εκείνους που λίγο νωρίτερα είχε προσπαθήσει να κάψει ζωντανούς.
***
Ο Ανδρέας αρχίζει να εντυπωσιάζεται από την παράνομη πλευρά του εαυτού του και, θέλοντας να μεγαλώσει τη δράση του, βάζει στο κόλπο την αδελφή του Κούλα κι έναν παλιό οικογενειακό φίλο, τον Θανάση Ντούνη. Μαζί αρχίζουν να σχεδιάζουν τα επόμενα βήματα, βάζοντας την Κούλα να παριστάνει την υπηρέτρια σε σπίτια καλών οικογενειών και στη συνέχεια να ξαφρίζει χρήματα και αντικείμενα αξίας. Όμως η λεία δεν είναι αξιόλογη και έχοντας ως πρότυπο πλέον και τους κινηματογραφικούς ήρωες, θαμπώνεται από τα αυτοκίνητα και αποφασίζει να αναβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη δράση τους, κάνοντας απαγωγές και ληστείες άλλων αυτοκινήτων.
***
Ξεκίνησαν με τη ληστεία ενός ταξιτζή τον οποίο τον οδήγησαν μέχρι τα Σπάτα και αφού του άρπαξαν τα χρήματα, επέστρεψαν στην Αθήνα. Το επεισόδιο αυτό άρχισε να δημιουργεί έναν μικρό αστικό μύθο γύρω από το όνομά τους, ο οποίος θέριεψε με την επόμενη και πιο αιματηρή επίθεση στη δράση τους ως συμμορίας. Στις 11 Ιουλίου του 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο εραστής της Φώτης Αναγνωστόπουλος μπήκαν στο ταξί του Ιωάννη Τσάνγκα για να τους πάει σε ένα παραλιακό κέντρο. Όταν έφθασαν εκεί, ζήτησαν από τον ταξιτζή να βγει έξω από το αυτοκίνητο, όμως εκείνος αντέδρασε και έβγαλε ένα μικρό πιστόλι. Στη θέα του όπλου ο Ανδρέας τα χάνει και σηκώνει το δικό του περίστροφο και πυροβολεί τον Τσάνγκα, σκοτώνοντάς τον επιτόπου.
***
Ακούστε το ρεμπέτικο τραγούδι «Κούλα» από την Ρόζα Εσκενάζι
Για να μην τους αντιληφθούν οι θαμώνες των παραλιακών ταβερνών, σέρνουν γρήγορα το πτώμα στην ακροθαλασσιά και εξαφανίζονται φθάνοντας έως την Παλλήνη, έχοντας καταφέρει να αρπάξουν 17.000 δραχμές. Μετά φθάνουν με οτοστόπ στην Αθήνα, και την επομένη όλοι μιλούν -άλλοτε με φόβο και άλλοτε με έναν ιδιότυπο θαυμασμό- για τους Έλληνες Μπόνι και Κλάιντ, το διάσημο ζευγάρι κακοποιών που είχε αναστατώσει την Αμερική εκείνη την περίοδο. Η φήμη τους απλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, δίνοντας έμφαση κυρίως στην Κούλα, τη γυναίκα με το κόκκινο καπέλο που δολοφονούσε εν ψυχρώ τα θύματά της και διέπραττε ληστείες.
***
Οι καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες που τους είχαν συναντήσει στις διάφορες επιθέσεις που έκαναν είχαν οδηγήσει την Αστυνομία να σχηματίζει σιγά-σιγά το προφίλ τους. Και ένα λάθος που έκαναν στις 20 Οκτωβρίου του 1929 αποτέλεσε την αντίστροφη μέτρηση για τη σύλληψή τους. Εκείνο το βράδυ είχαν και πάλι απαγάγει ένα ταξί, όμως ο οδηγός του αντιστάθηκε με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να χτυπήσει σε ένα δέντρο. Παρότι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν, εκείνος διέφυγε και έδωσε πλήρη κατάθεση στην Αστυνομία. Σε αυτήν προστέθηκε και μια ακόμα σημαντική κατάθεση από τη συγκάτοικο της Κούλας και ερωμένη του πατέρα της, στην οποία της είχε εκμυστηρευτεί όλη τη δράση της συμμορίας.
***
Ωστόσο η δράση τους συνεχίστηκε για λίγο καιρό, με την Κούλα να κλέβει ένα τεράστιο ποσό από το σπίτι του γενικού πρόξενου Στεφανάκου, όπου είχε προσληφθεί ως υπηρέτρια. Την πήρε είδηση όμως ο γιος του προξένου και την πυροβόλησε χωρίς όμως να καταφέρει να τη χτυπήσει. Η Κούλα πήγε στο ξενοδοχείο όπου θα συναντούσε τον αδελφό της, όμως η Αστυνομία ήταν ήδη στα ίχνη της και τη συνέλαβαν βρίσκοντας πάνω της και το περίστροφο με το οποίο είχαν σκοτώσει τον ταξιτζή. Ο αδελφός της είχε κρυφτεί στην οδό Ζήνωνος, κάνοντας σχέδια να διαφύγει στη Θεσσαλονίκη με κινηματογραφικό τρόπο, κλεισμένος μέσα σε ένα μπαούλο που θα φορτωνόταν στο τρένο. Όμως οι αστυνομικοί πρόλαβαν να τον συλλάβουν προτού καταφέρει και πάλι να ξεφύγει και τον οδήγησαν μαζί με την αδελφή του στον ανακριτή.
***
Για τις εφημερίδες της εποχής, η σύλληψη της συμμορίας του Ροκαμβόλ ήταν πρωτοσέλιδο για πολύ καιρό και ένα ανάγνωσμα που προκαλούσε δέος αλλά κι ένα είδος συμπάθειας για τους πρωταγωνιστές. Ο ίδιος ο Ανδρέας είχε δηλώσει ότι για όλα έφταιγε ο ήρωας Ροκαμβόλ, τον οποίο ήθελε να μιμηθεί κλέβοντας χρήματα τα οποία θα τα μοίραζε στους φτωχούς αλλά και θα έκανε και μεγάλη ζωή με σπατάλες, πλούτη και ταξίδια στον κόσμο. Ο ίδιος είχε αντιληφθεί ότι η ιστορία του πουλούσε στο αναγνωστικό κοινό, οπότε φρόντιζε διαρκώς να προσδίδει έναν κινηματογραφικό τόνο αλλά και μια φιλανθρωπική διάσταση στη δράση του. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, η Κούλα τα έριξε στον αδελφό της, λέγοντας ότι την εξουσίαζε και ότι φοβόταν πως θα τη σκότωνε αν δεν συμμετείχε στις πράξεις του.
***
Η δίκη τους έγινε μεταξύ 13 και 16 Μαΐου του 1931 στο Κακουργιοδικείο του Πειραιά. Και οι τρεις καταδικάστηκαν σε δις ισόβια για τον φόνο και την απόπειρα φόνου. Οδηγήθηκαν στις φυλακές, με τη φήμη να τους ακολουθεί και κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού και τον Τύπο της εποχής να παρακολουθεί κάθε βήμα αυτού του σχεδόν κινηματογραφικού ζευγαριού. Η Κούλα αποφυλακίστηκε στις 13 Αυγούστου του 1941 έπειτα από διάταγμα του κατοχικού πρωθυπουργού Τσολάκογλου για αποσυμφόρηση των φυλακών. Ο αδελφός της Ανδρέας δεν έκανε ποτέ αίτηση για αποφυλάκιση. Όσο για την υστεροφημία τους, γι’ αυτή φρόντισε η από στόμα σε στόμα αφήγηση αλλά και τουλάχιστον δύο ρεμπέτικα τραγούδια με τον τίτλο «Κούλα» (ένα εκ των οποίων είχε τραγουδήσει η Ρόζα Εσκενάζι) τα οποία δείχνουν πόσο είχε εντυπωσιάσει την αθηναϊκή κοινωνία η δράση των Ελλήνων Μπόνι και Κλάιντ, φτάνοντας στο σημείο να τους έχουν κατατάξει στα λαϊκά είδωλα του Μεσοπολέμου.