Θα έλεγε κανείς πως η προσπάθεια διαχείρισης του βάρους και ομαλής λειτουργίας του οργανισμού είναι σταθερή και αδιάκοπη, ιδιαίτερα στον σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής, που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από επεξεργασμένα τρόφιμα και καθιστική ζωή. Σε αυτή την αέναη «μάχη», μια πρόσφατη μελέτη από ερευνητές του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αριζόνα (ASU) αναδεικνύει ένα συγκεκριμένο διατροφικό μοτίβο ως τον απόλυτο σύμμαχο υγείας και απώλειας βάρους.
Οι ερευνητές συνέκριναν τις επιδράσεις δύο διατροφικών παρεμβάσεων χαμηλού θερμιδικού προφίλ: Μια υγιεινή για την καρδιά δίαιτα με συνεχή περιορισμό θερμίδων (με βάση τις διατροφικές συστάσεις του USDA) κι ένα σχήμα περιορισμένων θερμίδων που περιλάμβανε διαλείπουσα νηστεία και πρωτεϊνική διατροφή. Στη δοκιμή συμμετείχαν 41 υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα (27 γυναίκες και 14 άνδρες) για μια περίοδο 8 εβδομάδων. Και οι δύο ομάδες παρακολουθήθηκαν για αλλαγές στο βάρος, τη σύνθεση του σώματος, τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος και μεταβολικές αλλαγές. Στο τέλος της μελέτης, παρατηρήθηκε ότι τα άτομα στην ομάδα της διαλείπουσας νηστείας και της πρωτεϊνικής δίαιτας παρουσίασαν μείωση των γαστρεντερικών συμπτωμάτων και αύξηση της ποικιλομορφίας του εντερικού μικροβιώματος σε σύγκριση με την ομάδα περιορισμού των θερμίδων.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες είχαν παρόμοια μέση εβδομαδιαία ενεργειακή πρόσληψη, η ομάδα της διαλείπουσας νηστείας και πρωτεϊνικής δίαιτας πέτυχε μεγαλύτερη απώλεια βάρους και μείωση λίπους, χάνοντας κατά μέσο όρο 8,81% του αρχικού σωματικού τους βάρους σε σύγκριση με την απώλεια 5,4% στην ομάδα χαμηλού θερμιδικού προφίλ. Παρουσίασαν, επίσης, μείωση του συνολικού σωματικού λίπους, συμπεριλαμβανομένου του κοιλιακού λίπους, και αύξηση της άλιπης σωματικής μάζας.
Υπενθυμίζεται ότι η διαλειμματική νηστεία, η οποία εναλλάσσει περιόδους φαγητού και νηστείας, απολαμβάνει τον τελευταίο καιρό μεγάλη δημοφιλία, χάρη στα πιθανά οφέλη της για την υγεία. Η νέα μελέτη συσχέτισε αυτό το διατροφικό μοτίβο με ενίσχυση των ευεργετικών μικροβίων του εντέρου που ευνοούν τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, συμβάλλοντας παράλληλα στη βελτίωση της συνολικής υγείας. Επιπλέον, αύξησε τα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών (κυτοκινών) και υποπροϊόντων αμινοξέων, που συνδέονται με την απώλεια βάρους και την καύση λίπους.
Το μικροβίωμα του εντέρου, μια πολύπλοκη κοινότητα τρισεκατομμυρίων μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων βακτηρίων, ιών, μυκήτων και άλλων μικροβίων, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στις σωματικές λειτουργίες και τη συνολική υγεία. Βοηθά στη διάσπαση των τροφών, την παραγωγή βιταμινών, την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, την θωράκιση του ανοσοποιητικού συστήματος και τη ρύθμιση του μεταβολισμού. «Ένα υγιές εντερικό μικροβίωμα είναι απαραίτητο για τη συνολική υγεία, ιδίως για τη διαχείριση της παχυσαρκίας και των μεταβολικών ασθενειών», δήλωσε η Karen Sweazea, επικεφαλής ερευνήτρια της μελέτης. «Τα βακτήρια του εντέρου επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αποθηκεύουμε λίπος, εξισορροπούμε τα επίπεδα γλυκόζης και ανταποκρινόμαστε στις ορμόνες που μας κάνουν να αισθανόμαστε πεινασμένοι ή χορτάτοι. Οι διαταραχές στον εντερικό μικροβιόκοσμο μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη φλεγμονή, αντίσταση στην ινσουλίνη και αύξηση του σωματικού βάρους, υπογραμμίζοντας τον κρίσιμο ρόλο της υγείας του εντέρου στην πρόληψη και τη διαχείριση των μεταβολικών διαταραχών».
«Δεδομένης της συνεχούς αλληλεπίδρασης του εντερικού μικροβιώματος με τον γαστρεντερικό σωλήνα, έχουμε αποκτήσει μια βαθύτερη κατανόηση του κομβικού του ρόλου στις διατροφικές αντιδράσεις», λέει ο Alex Mohr, επικεφαλής συγγραφέας της νέας μελέτης. «Αν και περιορισμένη σε διάρκεια και μέγεθος δείγματος, αυτή η ολοκληρωμένη έρευνα υπογραμμίζει την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ διατροφής, μεταβολισμού και μικροβιακών κοινοτήτων». Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα, τα ευρήματα αυτά προσφέρουν μια πολλά υποσχόμενη οδό για τη δημιουργία αποτελεσματικών διατροφικών παρεμβάσεων για την παχυσαρκία και συναφείς μεταβολικές διαταραχές.