Κάθε χρόνο, σε κάθε αγωνιστική περίοδο και με διάφορες αφορμές, καλή ώρα οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Παρίσι, έρχονται στο προσκήνιο προβλήματα, μικρά και μεγάλα στις αθλητικές εγκαταστάσεις της Πάτρας.
Είτε αυτές είναι κρατικές, είτε δημοτικές, είτε αθλητικών συλλόγων (διάφορα στάδια, κλειστά γυμναστήρια και κολυμβητήρια) μόνιμη επωδός, σχεδόν, είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Οι αθλητικές εγκαταστάσεις όμως έχουν μακρά ιστορία.
Αθλητισμό στην Αχαΐα είχαμε από την αρχαιότητα.
Και αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία τους.
Ιδού:
«Σε όλες σχεδόν τις πόλεις της αρχαίας Αχαΐας και σε αυτές που ανήκαν τότε στην Αρκαδία υπήρχαν Στάδια και Γυμναστήρια, για να μην στερούνται οι νέοι τα ωφελήματα από την Γυμναστική. Ως κοινωνικό αγαθό, όμως, η Γυμναστική ήταν προσφιλής ενασχόληση και για τους μεσήλικες, ακόμα και για τους γέροντες, ενώ στην Πάτρα με την Γυμναστική ασχολούνταν και οι γυναίκες.
Την ύπαρξη γυμναστικών χώρων στις αρχαίες αχαϊκές πόλεις, μαρτυρούν οι Ολυμπιονίκες (αλλά και Ισθμιονίκες και Νεμεονίκες) αθλητές τους, τα αρχαιολογικά ευρήματα και κυρίως οι αρχαίες γραπτές πηγές. Για παράδειγμα, ο περιηγητής Παυσανίας αναφέρει για το αρχαίο Αίγιο: «…Κοντά στην πόλη έχει γίνει στοά για ένα αθλητή Στρατώνα, ο οποίος στην Ολυμπία την ίδια μέρα είχε κερδίσει νίκες για παγκράτιο και πάλη. Η στοά έγινε για να προπονείται ο αθλητής…». Επίσης, ο αρχαίος περιηγητής για την Πελλήνη αναφέρει: «…Υπάρχει και γυμναστήριο παλιό που το διαθέτουν προπάντων για την άσκηση των εφήβων… Εδώ είναι στημένος ο ανδριάντας ενός πελληνέα Προμάχου, γιου του Δρύωνα, που κέρδισε νίκες για παγκράτιο, μία στην Ολυμπία, τρεις στα Ισθμια και δύο στη Νεμέα. Οι πελληνείς έκαναν δύο ανδριάντες του, από τους οποίους αφιέρωσαν τον έναν στην Ολυμπία και τον άλλον, που είναι λίθινος κι όχι χάλκινος, στο γυμναστήριο.. .».
Τότε αφιέρωσαν ανδριάντα του Οιβώτα στην Ολυμπία και τον τίμησαν και με άλλους τρόπους, οπότε μπόρεσε να νικήσει ο Σώστρατος από την Πελλήνη στο Στάδιο Παίδων. Οι Αχαιοί αθλητές που συμμετέχουν στους αγώνες της Ολυμπίας εξακολουθούν μέχρι σήμερα (σ.σ. 173 – 176 μ.Χ.) να προσφέρουν εναγισμούς στον Οιβώτα. Και όταν νικήσουν, καταθέτουν στεφάνι στον ανδριάντα του Οιβώτα στην Ολυμπία…».
Ωστόσο, ο ισχυρισμός του περιηγητή, ότι ουδείς Αχαιός δεν νίκησε στην Ολυμπία μεταξύ των ετών 756 π.Χ. (νίκη του Οιβώτα) και 460 π.Χ., έτος κατά το οποίο αναδείχθηκε Ολυμπιονίκης ο Πελληνέας Σώστρατος, δεν είναι σωστός. Και τούτο, γιατί το 688, το 512 και το 496 π.Χ., δηλαδή στις 23η, 67η και 71η Ολυμπιάδες, είχαν αναδειχθεί Ολυμπιονίκες οι Αχαιοί Ικαρος ή Ικάριος, Φάνας ή Φανάς και Πάταικος, αντίστοιχα, όπως αναφέρει ο κατάλογος Ολυμπιονικών του Ιππία, που τον κατάρτισε το 400 π.Χ. και μάλλον τον αγνοούσε ο Παυσανίας. Επίσης, ο περιηγητής θα πρέπει να αγνοούσε και τις αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις, που έγιναν στον Κατάλογο του Ιππία, από τους Αριστοτέλη και Ερατοσθένη.
Επρόκειτο, για τον διάσημο αθλητή της εποχής εκείνης Αυρίλιο Σεπτίμιο, γιο του Ευτυχίου, που αναδείχθηκε νικητής και στην Πάτρα, σε αγώνες πυγμαχίας και δρόμου. Οι αγώνες είχαν τελεστεί προφανώς στο Στάδιο της πόλης, γεγονός που φανερώνει την μεγάλη φήμη της Πάτρας, ως αθλητικού κέντρου, αλλά και του Σταδίου της, ως αθλητικού χώρου υψηλών (για την εποχή) προδιαγραφών. Και πράγματι, ο χώρος του τεράστιου Αλσους των Πατρέων και του Σταδίου τους ήταν ιδανικός και μαγευτικός, όπως συνάγεται από τα γραφόμενα του ιστορικού των Πατρών Στέφανου Ν. Θωμόπουλου: «…Κοντά στο ναό της Δήμητρας υπήρχε το Αλσος των Πατρέων, που ήταν πολύ μεγάλο, όπως δείχνει και το πλήθος των ναών, που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Αποτελούνταν από ψηλά και ισκιερά δέντρα, οι δε δρόμοι, οι κρυψώνες και οι ανθοστεφανωμένοι θόλοι μαζί με την ιωδιούχα αύρα της ήρεμα κυματίζουσας θάλασσας και τον ελαφρό ψίθυρο των φυλλωμάτων, προσφέρανε στους Πατρείς ευχάριστη εκεί παραμονή, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Στο Αλσος οι Πατρείς γυμνάζονταν κάτω από την αιγίδα του μουσηγέτη Απόλλωνα και της μαγεύτρας Αφροδίτης, δεδομένου ότι είχε χτιστεί στο μέρος αυτό μεγάλο στάδιο, παρόμοιο με εκείνο της Εφέσου…».
Κατά πάσα πιθανότητα, τα δύο Στάδια της Πάτρας λειτούργησαν παράλληλα, γιατί, όπως συνάγεται από σχετική επιγραφή των πρώτων βυζαντινών χρόνων, στο παλαιό και ελληνικό Στάδιο διεξάγονταν γυναικείοι αγώνες, οι οποίοι «…υπήρξαν πιθανότατα απομίμηση των αγώνων δρόμου, που τελούνταν από ηλείες γυναίκες κάθε ηλικίας στην Ολυμπία προς τιμή της Ηρας (Ηραίοι). Είναι όμως άγνωστο, αν και στην Πάτρα έπαιρναν μέρος σε τέτοιους αγώνες από παρθένες μέχρι γριές, γιατί σε κάποια επιγραφή… γίνεται λόγος ως προς την Πάτρα μόνο για αγώνα δρόμου παρθένων…».
Την εν λόγω επιγραφή, που αναφέρεται στη νίκη της παρθένου Νικηγόρας, διέσωσε, στα τέλη περίπου του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα, ο Μητροπολίτης Καισαρείας και λόγιος Αρέθας ο Πατρεύς, ο οποίος αναφέρει: «…Είδον εγώ εν Πάτραις της Πελοποννήσου, επί τοις ερειπίοις των παλαιών οικοδομημάτων επί κίονος κεφαλίδος, ταύτην την γραφήν: Νικηγόραν Νικόφιλος νικήσασαν δρόμω, τον των παρθένων δρόμον, τηδ’ ανέθηκα λίθου Πάριου την γλυκυτάταην αδελφήν…».
Εκείνα «τα ερείπια των παλαιών οικοδομημάτων», που αναφέρει ο Αρέθας, δεν ήταν παρά τα απομεινάρια του αρχαίου και ειδωλολατρικού κόσμου, ο οποίος, μετά από μακρά περίοδο παρακμής, είχε πλέον καταρρεύσει και μαζί του είχε χαθεί όλη η προηγούμενη αθλητική και γυμναστική αίγλη των Ελλήνων.
ΠΑΡΑΚΜΙΑΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Η ρωμαιοκρατία (από το 146 π.Χ.), εκτός της θεατρικής παιδείας, έπληξε και το φίλαθλο πνεύμα των Ελλήνων με τα βίαια θεάματα των επαγγελματιών μονομάχων, σφενδονητών και αρματοδρόμων, που «…προσέφερον κατώτερον θέαμα δια τον όχλον…», ενώ, με την επέκταση του δικαιώματος συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες κάθε Ρωμαίου πολίτη – βάρβαρου ή μη – αλλοιώθηκαν οι βαθύτεροι στόχοι των πανάρχαιων αγώνων στον ιερό χώρο της Ολυμπίας. Έτσι, οι μετέχοντες στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν ήταν αναγκασμένοι πλέον να ασπάζονται την ελληνική παιδεία, βασική αρχή που είχε εναγάγει ως προϋπόθεση ο Μέγας Αλέξανδρος, για τους μη Ελληνες πολίτες του αχανούς κράτους του, όταν επιχειρούσε και πετύχαινε την παγκοσμιοποίηση τους.
Κατά τον Β. Κύρκο, την εποχή της ρωμαιοκρατίας «…μεγάλη δοκιμασία για το κύρος γενικά των αγώνων και ιδίως της Ολυμπίας ήταν η λεηλασία της από τον Σύλλα κατά τον Μιθριδατικό πόλεμο και η μεταφορά των Ολυμπιακών Αγώνων στη Ρώμη από τον ίδιο, που ανάγκασε τους αθλητές να αγωνιστούν εκεί για να είναι πιο μεγαλόπρεπος ο θρίαμβος του. Περίπου έναν αιώνα αργότερα ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων δοκιμάστηκε ακόμα μια φορά από την αυθαιρεσία και την εξευτελιστική συμπεριφορά του Νέρωνος…».
Ο αυτοκράτορας Νέρων, το 67 μ.Χ. συγκάλεσε -σε αυθαίρετο χρόνο- Ολυμπιακούς Αγώνες, θεσπίζοντας μάλιστα το αγώνισμα της Μουσικής, στο οποίο επρόκειτο να λάβει μέρος.
Ετσι, «…στα τέλη του 66, κατεβαίνοντας (στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας) με πλήθος μουσικών και τραγουδιστών, για να πάρει μαζί τους μέρος σε τελούμενους αγώνες, τόσο πολύ γοητεύθηκε από τις χαμερπείς κολακείες και τις υπερβολικές τιμές, που κυρίως ως κιθαρωδού Ολυμπιονίκη του πρόσφεραν, ώστε, συναγωνιζόμενος τον Φλαμινίνο, εκήρυξε στις γιορτές των Ισθμίων ελεύθερη την Ελλάδα και απαλλαγμένη από κάθε φόρο. Αυτή όμως η ελευθερία, που δωρίθηκε στους Έλληνες, τους έβλαψε τελικά, γιατί κάθε πολύτιμο και αριστουργηματικό έργο τέχνης, που υπήρχε στον τόπο τους, αρπάχτηκε, για να στολίσει στη Ρώμη τον χρυσό οίκο του αυτοκράτορα – τον οποίον οι Ελληνες, κρίνοντας επιφανειακά τα πράγματα, ιδιαίτερα δε ο δημαγωγούμενος όχλος, εξαιτίας της ευπιστίας του, Απόλλωνα και Ηρακλή και σωτήρα και νικητή τον είχαν ονομάσει.. .όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί ακόμη οι βουλευτές, φώναζαν… για τον αυτοκράτορα: «Ολυμπιονίκα ουά, Πυθιονίκα ουά, Αύγουστε, Αύγουστε, Νέρωνι τω Ηρακλεί, Νέρωνι τω Απόλλωνι, ως εις περιοδονίκης (σ.σ. ως ο μοναδικός νικητής και των τεσσάρων πανελληνίων αγώνων), εις απ’ αιώνος (σ.σ. ο απαρχής μοναδικός), ιερά φωνή, μακάριοι οι σου ακούοντες…». Μάλιστα, οι Πατρείς για να τιμήσουν τον «πολυνίκη» αυτοκράτορα Νέρωνα, που με διαταγή του μαρτύρησε ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων Ανδρέας, έκοψαν νόμισμα με την επιγραφή «Grenio Colonie Neroniana-e Patrensis».
Εκτός των λεηλασιών, των αυθαιρεσιών και της εισαγωγής κατώτερων «αθλημάτων» στους γυμναστικούς χώρους, οι Ρωμαίοι και οι υποτελείς τους άρχοντες ίδρυσαν και καθιέρωσαν νέες αθλητικές γιορτές, πολλές από τις οποίες, όπως αναφέρει ο Β. Κύρκος, «…χαρακτηρίζονταν με το όνομα των πανελληνίων αγώνων, από τα ιερά των οποίων όμως και σ’ αυτή ακόμα την εποχή ζητούσαν την άδεια. Ετσι έχουμε στη Φιλιππούπολη της Θράκης και στην Ανάζαρβο της Κιλικίας Πύθια, στην Αγχίαλο της Θράκης και στην Αίτνα της Σικελίας Νέμεα , στην Κυρήνη της βορείου Αφρικής και στη Σμύρνη Ολύμπια, στην Αγκυρα και στις Συρακούσες Ισθμια. Η καθιέρωση των Ακτίων σαν πέμπτης πανελλήνιας αθλητικής γιορτής ήταν μια κακή αρχή. Οι πόλεις των υποτελών για να κολακεύσουν τους Ρωμαίους αυτοκράτορες ίδρυαν αθλητικούς αγώνες στο όνομα τους, όπως Ισοολύμπια Αυγούστεια στη Νεάπολη, Αδριάνεια στην Αθήνα, στην Αλικαρνασσό, στις Σάρδεις κ.ά…».
Αποτέλεσμα της ρωμαϊκής αθλητικής παρέμβασης ήταν η αλλοίωση του Ολυμπιακού Ιδεώδους, η παρακμή των κλασικών αθλημάτων και η διαστρέβλωση του διαπαιδαγωγητικού ρόλου που διαδραμάτιζε ο αθλητισμός στη διαμόρφωση των νέων. Συνακόλουθο αυτών των στρεβλώσεων ήταν η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία στους αθλητικούς χώρους των επαγγελματιών αθλητών, οι οποίοι, μάλιστα, με το πέρασμα του χρόνου, συνέστησαν και «Αθλητικές Ενώσεις». Τα μέλη των «Αθλητικών Ενώσεων» συνέρχονταν συχνά σε «Συνόδους», στις οποίες έδιναν το όνομα του ευεργέτη τους, όπως για παράδειγμα «Σύνοδος του Αδριανού» κ.λ.π., ενώ, θεωρώντας τον Ηρακλή ως προστάτη τους, οι συγκεντρώσεις τους αποκαλούνταν «Ιερά Σύνοδος των Ηρακλειστών». Οι «Αθλητικές Ενώσεις» μετακινούνταν από πόλη σε πόλη για να συμμετέχουν στους διάφορους αγώνες, γι αυτό και φρόντιζαν να τελειοποιούν τις μεθόδους αθλήσεως τους, έτσι ώστε τα μέλη τους να βρίσκονται σε συναγωνιστική φόρμα. Οπως συνάγεται από τα προαναφερόμενα, «…οι επαγγελματικές αυτές ενώσεις δεν υπάρχει αμφιβολία πως έβλαψαν τον αθλητισμό. Δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό του γυμνασίου αλλά ούτε και με τις τοπικές γιορτές, που διαφύλαξαν, όσο ήταν δυνατό, τη μεγάλη αθλητική παράδοση των Ελλήνων…».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
Στην μακρά περίοδο παρακμής του ρωμαϊκού κόσμου και του εναπομείναντος αθλητικού πνεύματος, έδωσε τέλος ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος το 393 μ.Χ., χρονιά που «…έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες…» στο Ιερό της Ολυμπίας, οι οποίοι, όμως, είχαν ήδη εκφυλιστεί. Οι αθλητικοί αγώνες, ωστόσο, συνεχίστηκαν στις ελληνικές πόλεις της Ανατολής και μάλιστα στην Αντιόχεια, όπου τελούνταν Ολύμπια έως το 510 μ.Χ., έτος κατά το οποίο απαγορεύτηκε η τέλεση τους, από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο.
Η οριστική εξαφάνιση και των τελευταίων υπολειμμάτων και εστιών αντίστασης της προχριστιανικής αρχαιότητας συντελέστηκε το 529 μ.Χ., με το κλείσιμο της περίφημης Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών και την ταυτόχρονη ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, μετά από σχετικό διάταγμα του Ιουστινιανού. Προηγουμένως, όμως, αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, οι εισβολείς Γότθοι – υπό την αρχηγία του Αλάριχου – είχαν αποδείξει εμπράκτως το μένος τους κατά του αρχαίου κόσμου, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμα τους, ακόμα και το χώρο της Ολυμπίας, πριν στραφούν και κατακτήσουν τη Ρώμη, το 410 μ.Χ.
Το έργο των Γότθων ολοκλήρωσαν οι ισχυροί σεισμοί του 522 μ.Χ., καθώς και ο σεισμός του 551 μ.Χ, «…ο οποίος εκτός άλλων μερών γκρέμισε από τα θεμέλια της και την Πάτρα, όπου πάνω από τέσσερις χιλιάδες κάτοικοι της βρήκαν οικτρό θάνατο…».
Το ουσιαστικό πλήγμα, ωστόσο, κατά του αρχαίου φίλαθλου πνεύματος προήλθε από τις ιπποδρομίες, οι οποίες, τόσο στη Ρώμη όσο και στην Κωνσταντινούπολη, «…ήταν το πιο αγαπητό θέαμα, από την εποχή που η αρχαία Χριστιανική Εκκλησία απαγόρευσε τις μονομαχίες…». Μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, οι «Ενώσεις Ιπποδρόμων» μετεξελίχθηκαν σε πολιτικούς οργανισμούς, όπως ισχυρίζεται ο ιστορικός Α.Α. Βασίλιεφ, γράφοντας: «…Γύρω από τους «ηνιόχους» των διαφόρων χρωμάτων είχαν σχηματισθεί καλά οργανωμένες φατρίες. Οι ομάδες αυτές διέθεταν χρήματα για την αμοιβή των «ηνιόχων», ενώ συγχρόνως συναγωνίζονταν με τα «κόμματα» των άλλων χρωμάτων. Γρήγορα δε έγιναν γνωστοί με τα ονόματα Πράσινοι, Βένετοι (Κυανοί), Αευκοί και Ρούσιοι (Ερυθροί). Ο Ιππόδρομος και οι ιπποδρομίες, καθώς και οι φατρίες του Ιπποδρόμου, προέρχονταν από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία…
Οι φατρίες του Ιπποδρόμου, γνωστές κατά τη Βυζαντινή περίοδο ως Δήμιοι, μετεβλήθησαν σιγά – σιγά σε πολιτικά κόμματα, τα οποία αντιπροσώπευαν πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές τάσεις…».
Παράλληλα, η υιοθέτηση από τους Βυζαντινούς του εκκλησιαστικού δόγματος Tertullianus «Palaestrica Diaboli Negotium», που σημαίνει «ο αθλητισμός είναι έργο του διαβόλου», προσέφερε στον επιχειρούμενο διωγμό κατά του κλασικού αθλητισμού τον αναγκαίο θεωρητικό μανδύα. Ετσι, ο αρχαίος αθλητισμός δεν άντεξε στα χτυπήματα του Χριστιανισμού, που ταύτιζε τους αθλητικούς αγώνες και τις αθλητικές γιορτές με τον παγανισμό, καθοδηγητής του οποίου ήταν ο διάβολος.
Κατά τον Μεσαίωνα, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή, η μοναδική αθλητική κίνηση που εκδηλώθηκε ήταν η ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες της εποχής, ιδιαίτερα δε με την ξιφασκία, την τοξοβολία και τους ιππικούς αγώνες. Ονομαστές έμειναν στην ιστορία οι περίφημες κονταρομαχίες των ιπποτών, ιδίως στην κεντρική Ευρώπη και την Αγγλία, που διεξάγονταν στις βασιλικές αυλές και στα κάστρα των «σενιόρων» – φεουδαρχών. Γύρω από τους αγώνες των ιπποτών είχε αναπτυχθεί η ρομαντική φιλολογία των «τροβαδούρων», που εξυμνούσαν την αρετή και την γενναιοφροσύνη, συγχέοντας όμως το πραγματικό με το επιθυμητό.
Την ίδια εποχή στην Πελοπόννησο ή μάλλον στο «Πριγκιπάτο της Αχαΐας», κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, σπουδαίο «αθλητικό κέντρο» είχε αναδειχθεί η Γλαρέντζα, πρωτεύουσα του κράτους των Φράγκων, η οποία χαρακτηρίζεται στο Χρονικό του Μορέως σαν «η χώρα η λαμπρότερη στον κάμπο του Μορέως». Οι ηγεμόνες της έπαιρναν τον τίτλο Duke of Clarence, τίτλος που με τον γάμο της Mahaut de Hainaut πέρασε στον αγγλικό θρόνο και αποτελεί μέχρι σήμερα έναν από τους πιο επίσημους τίτλους του…». Εδώ, λοιπόν, στα ερείπια της αρχαίας Κυλλήνης, πάνω στα οποία ήταν χτισμένη η Γλαρέντζα, διεξάγονταν μεγάλου κύρους ιπποτικοί αγώνες που προσέλκυαν το ενδιαφέρον των ιπποτών της Καμπάνιας και της Βουργουνδίας, καθώς και των ιπποτών της Φραγκοκρατούμενης Ελλάδας.
* Με στοιχεία από το βιβλίο «Αχαΐα περί αθλητικού παρελθόντος», του Κώστα Κοκοβίκα