Ευθύνονται για το θάνατο τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη μεταδίδοντας ασθένειες όπως η ελονοσία, ο δάγκειος πυρετός, ο ιός Ζίκα, ο ιός Τσικουνγκούνια, ζουν και αναπτύσσονται ταχύτατα και σκοτώνουν περισσότερους ανθρώπους από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα στον κόσμο. Τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) έχουν δεσμευτεί να παρέχουν όλα τα απαραίτητα επιστημονικά εργαλεία για την καταπολέμηση των ασθενειών που μεταδίδονται από τα ενοχλητικά κι επικίνδυνα κουνούπια.
Στο μεταξύ, ερευνητικές ομάδες επιχειρούν από την πλευρά τους να καταλήξουν σε μεθόδους και τρόπους αντιμετώπισης των κουνουπιών. Ανάμεσα στις προσπάθειες ο έλεγχος των πληθυσμών τους, μέσω τεχνολογίας γενετικής παρέμβασης, χωρίς τους κινδύνους άλλων τεχνικών όπως η γονιδιωματική καθοδήγηση που μπορεί να επιφέρει ανεξέλεγκτες και επιβλαβείς επιπτώσεις.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από ερευνητική ομάδα του τμήματος Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Μακουάρι στην Αυστραλία και δημοσιεύθηκε στο Nature Communications μία από τις νέες τεχνολογίες γενετικού βιοελέγχου των κουνουπιών θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα των κουνουπιών, χωρίς τη χρήση εντομοκτόνων. Τα αποτελέσματα της δοκιμής έδειξαν ότι η καινοτόμα μέθοδος της «Toxic Male Technique» (TMT), θα μπορούσε να μειώσει τα τσιμπήματα κατά 40-60%.
Αυτό που επισημαίνουν οι ειδικοί είναι με αυτή τη μέθοδο το τροποποιημένο γονίδιο δε μεταφέρεται στην επόμενη γενιά, επομένως σταδιακά θα εξαφανιστεί φυσιολογικά, σε αντίθεση με άλλες παρεμβάσεις που έχουν σχεδιαστεί ώστε το γονίδιο να μεταφέρεται αυτόνομα, απειλώντας ακόμα και είδη που δε συνδέονται με τις προσπάθειες ελέγχου, με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Ανθεκτικά στα εντομοκτόνα
Η εμφάνιση ανθεκτικότητας στα εντομοκτόνα, λοιπόν, έχει αυξήσει την ανάγκη για εναλλακτικά εργαλεία διαχείρισης των παρασίτων.
Με αυτόν τον τρόπο τα θηλυκά, μπορεί να μην παράγουν απογόνους ή μόνο αρσενικούς (που δεν τσιμπάνε), αλλά εξακολουθούν να τρέφονται με αίμα και να μεταδίδουν ασθένειες, μέχρι να πεθάνουν φυσικά, γεγονός που σημαίνει ότι οι πληθυσμοί των θηλυκών που τσιμπάνε μειώνονται μόνο με την επόμενη γενιά. Προς το παρόν, λοιπόν, όλες οι τεχνικές απαιτούν τουλάχιστον μια γενιά για να επιδράσουν στον πληθυσμό-στόχο.
Εντούτοις, σύμφωνα με την τεχνική τους μειώνεται η διάρκεια ζωής των θηλυκών όπως αποδείχθηκε σε δοκιμές στο είδος δροσόφιλα ή μύγα φρούτων (Drosophila melanogaster). Αναλυτικότερα, η τεχνική των «τοξικών αρσενικών» μείωσε τη μέση διάρκεια ζωής των θηλυκών κατά 37-64%, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι επιδημίες και οι περιβαλλοντικές συνέπειες.