Η μόνη «ευχάριστη είδηση» σε όλη την Ευρώπη -εν μέσω μιας ακόμα παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- τείνει να είναι και φέτος η Ελλάδα! Αμέσως μετά το Πάσχα, την Τρίτη 22 Απριλίου, η Eurostat αναμένεται να ανάψει το πράσινο φως για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα του 2024. Ωστόσο, οι έως τώρα ενδείξεις από την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού μιλούν ήδη για «έκπληξη μεγατόνων»: ένα πρωτογενές πλεόνασμα-ρεκόρ, το οποίο ενδέχεται να αγγίξει ή και να ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ, συντρίβοντας τον αρχικό στόχο (2,1% του ΑΕΠ), αλλά και τις πλέον αισιόδοξες ενδιάμεσες προβλέψεις (2,4%). Και όχι μόνο αυτό: πρώτη φορά μετά από χρόνια, το 2024, η Ελλάδα φαίνεται να κατάφερε να μηδενίσει πλήρως τα κρατικά ελλείμματα, επιτυγχάνοντας μάλιστα και συνολικό πλεόνασμα (όχι μόνο πρωτογενές) της τάξεως του 0,2% ή ενδεχομένως και 0,3% .
Σε αντίθεση με το κοντινό παρελθόν, η χώρα δεν φιγουράρει πλέον σαν το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης που της κουνούσαν όλοι το δάχτυλο. Ξαναγράφει τους κανόνες για τα πλεονάσματα, προβάλλοντας πλέον σαν παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή, καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βουλιάζουν εδώ και τρία χρόνια σε χρέη και ελλείμματα και ήδη 8 κράτη-μέλη φλερτάρουν με κυρώσεις, ενώ η χώρα μας τα μειώνει ή τα εξαφανίζει.
Το στοίχημα των παροχών
Μια τέτοια εξέλιξη, εφόσον επιβεβαιωθεί, όχι μόνο θα πιστοποιεί την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας εν μέσω πολλαπλών κρίσεων, αλλά θα ανοίξει τη συζήτηση για το πώς θα αξιοποιηθεί ο απροσδόκητος αυτός δημοσιονομικός χώρος, πυροδοτώντας τα σενάρια (αλλά και ισχυρά αιτήματα) για το «καλάθι» των παροχών που θα ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Σε μια συγκυρία όπου όλη η Ευρώπη αναζητά μέτρα λιτότητας και προσθέτει νέα βάρη στους πολίτες της αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες (πάνω από 800 δισ. ευρώ συνολικά), η Ελλάδα έχει το προνόμιο να συζητά για φοροελαφρύνσεις και μόνο. Πίσω από τους πανηγυρικούς τόνους, όμως, βρίσκεται σε εξέλιξη μια κρίσιμη διαπραγμάτευση στα επιτελεία της Αθήνας και των Βρυξελλών. Υψηλόβαθμα στελέχη της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ESM βρέθηκαν πρόσφατα στη χώρα μας εξετάζοντας ενδελεχώς τα δεδομένα. Το κεντρικό ερώτημα που πλανάται είναι κατά πόσο αυτή η εντυπωσιακή αύξηση εσόδων είναι μόνιμη και διατηρήσιμη, ή μια απλώς συγκυριακή επίδοση.
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι τεχνοκρατική. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στον οποίο στηρίζεται η ευελιξία της Ελλάδας υπό το πρίσμα των νέων δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται, κυρίως, στα μέτρα περιστολής της φοροδιαφυγής και τα ηλεκτρονικά συστήματα (myDATA, διασύνδεσης με POS κ.λπ.), τα οποία φαίνεται να απέδωσαν πάνω από 2 δισ. ευρώ -ή σχεδόν 1% του ΑΕΠ- περισσότερα φορολογικά έσοδα, πέρα από όσα προέκυψαν λόγω της Ανάπτυξης και του υψηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, μόνο αν η Αθήνα καταφέρει να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι τα αυξημένα έσοδα οφείλονται σε μόνιμους παράγοντες όπως η ανάπτυξη και η βελτιωμένη φορολογική συμμόρφωση (αυτοί οι δύο παράγοντες εκτιμάται ότι ευθύνονται για τα 2/3 της υπεραπόδοσης) και όχι μόνο σε συγκυριακούς όπως η ακρίβεια (που ευθύνεται για το 1/3 και βαίνει μειούμενη), θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει παροχές και ελαφρύνσεις, ξεφεύγοντας από τον κόφτη αύξησης κρατικών δαπανών που έχει τεθεί σε ισχύ από πέρυσι σε όλη την Ευρώπη.
Το «παζάρι» μόλις ξεκίνησε, θα κορυφωθεί όμως τους επόμενους μήνες και αναμένεται να κλειδώσει μέσα στο καλοκαίρι, αφού υπάρξει και μια πρώτη ασφαλής εικόνα για την πορεία των φετινών κρατικών εσόδων. Η έκβασή του θα καθορίσει όχι μόνο τα περιθώρια για παροχές που θα εξαγγελθούν το 2025, αλλά την ευρύτερη δημοσιονομική στρατηγική της χώρας στα επόμενα χρόνια, επηρεάζοντας τις αξιολογήσεις των Οίκων και την πορεία του δημόσιου χρέους.
Το «καλάθι της ΔΕΘ»
Μέσα σε αυτό το παρασκήνιο ζυμώσεων και διαπραγματεύσεων, η κυβέρνηση προτάσσει στοχευμένες ελαφρύνσεις, κυρίως στην άμεση φορολογία και στα μεσαία εισοδήματα.

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης έκλεισε οριστικά την πόρτα σε δαπανηρά σενάρια επιστροφής 13ου και 14ου μισθού ή σύνταξης (ετήσιου κόστους 8 δισ. ευρώ), τονίζοντας ότι «ακόμη και αν υπήρχαν αυτά τα χρήματα δεν θα ήταν σωστό να κατευθυνθούν εκεί», αλλά «να πάνε όσο πιο πολλά γίνεται, σε όσο πιο πολλούς».
Στο τραπέζι βρίσκονται ήδη τρία βασικά σενάρια που φαίνεται να συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες:
1. Μείωση τεκμηρίων διαβίωσης: η μείωση των τεκμηρίων κατά 30% θα μείωνε σημαντικά την τελική φορολογική επιβάρυνση για ενάμισι εκατομμύριο φορολογούμενους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά κυρίως, όπως δείχνουν τα στοιχεία, μισθωτούς και συνταξιούχους με περιουσιακά στοιχεία (σπίτια, αυτοκίνητα) που οδηγούν σε τεκμαρτό εισόδημα υψηλότερο του δηλωθέντος, αίροντας ή περιορίζοντας αδικίες.
2. Μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5 ποσοστιαία μονάδα: μία περαιτέρω μείωση των εισφορών κατά μισή μονάδα (0,25 για τον εργοδότη και 0,25 για τον εργαζόμενο) θα ενίσχυε ελαφρώς το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών και θα μείωνε το κόστος για τις επιχειρήσεις, τονώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση σε μια κρίσιμη -λόγω εμπορικού πολέμου- περίσταση για την οικονομία.
3. Μείωση φορολογίας για τη μεσαία τάξη: οι αλλαγές θα περιλαμβάνουν είτε την αύξηση των ορίων των φορολογικών κλιμακίων (ώστε υψηλότερα τμήματα εισοδήματος να φορολογούνται με χαμηλότερο συντελεστή), είτε τη μείωση των ίδιων των φορολογικών συντελεστών, ιδίως των μεσαίων (π.χ. του 22% ή του 28%). Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της παρέμβασης είναι ότι η ελάφρυνση γίνεται άμεσα αισθητή στην τσέπη, καθώς μειώνεται η μηνιαία παρακράτηση φόρου από τον μισθό ή τη σύνταξη, αλλά και το τελικό εκκαθαριστικό. Επιπλέον, επιβραβεύει τους νομοταγείς φορολογούμενους και όχι όσους κατά σύστημα φοροδιαφεύγουν.
«Αγνωστος Χ» οι αμυντικές δαπάνες
Για να συμβούν αυτά, κριτήριο αποτελεί το δημοσιονομικό κόστος. Παρά την αισιοδοξία που γεννά το αναμενόμενο υπερπλεόνασμα του 2024, η εξίσωση των παροχών περιπλέκεται από τον παράγοντα των αμυντικών δαπανών.
Αρχικά, ο σχεδιασμός προέβλεπε ότι μετά την κορύφωση των πληρωμών για εξοπλιστικά το 2025 (κυρίως για φρεγάτες Belharra), οι αμυντικές δαπάνες θα μειώνονταν, απελευθερώνοντας δημοσιονομικό χώρο για άλλες πολιτικές από το 2026 και μετά, με εκτιμώμενο όφελος 1 δισ. σωρευτικά στη διετία 2026-2027.
Ωστόσο, οι συνεχείς γεωπολιτικές εντάσεις και οι πρόσφατες εξαγγελίες για απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων (πύραυλοι Exocet, πιθανόν και νέα φρεγάτα) δημιουργούν αβεβαιότητα για το αν αυτή η μείωση θα υλοποιηθεί στον αναμενόμενο βαθμό. Οι αυξημένες αμυντικές ανάγκες λειτουργούν σαν ένας δημοσιονομικός «κορσές», που μπορεί να περιορίσει τα περιθώρια για άλλες παροχές, ιδίως μεσοπρόθεσμα.
Από την άλλη, σε εξέλιξη θα βρίσκεται μέχρι τον Ιούνιο και η συζήτηση για μια πανευρωπαϊκή απόφαση εξαίρεσης των αμυντικών δαπανών από τον υπολογισμό των ελλειμμάτων («ρήτρα διαφυγής») κατά τρόπο που να ευνοεί και την Ελλάδα, δίνοντας πολύτιμες ανάσες και «ξεκλειδώνοντας» χώρο περίπου 0,5-1 δισ. ετησίως για τις μόνιμες ελαφρύνσεις από το 2026-2027.
