Από τον Πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος, πρώην Υπουργό και Βουλευτή

Η δημοσίευση του άρθρου του Αντώνη Σαμαρά στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» με τον τίτλο «Πού πάμε;» δεν ήταν απλώς μια πολιτική ανάλυση. Ήταν ένας σεισμός που ανέδειξε ό,τι πολλοί τολμούν μόνο να σκεφτούν και λίγοι να ψιθυρίσουν. Μια ξεκάθαρη, ασυμβίβαστη καταγγελία της εθνικής υποχώρησης, της διπλωματικής capitulance, και της αποσταθεροποίησης που επιβάλλεται στην Ελλάδα από μια κυβέρνηση χωρίς όραμα, χωρίς στάση, χωρίς εθνική συνείδηση.
Ο Αντώνης Σαμαράς, με τη χαρακτηριστική του ευθύτητα και το βάρος της εμπειρίας του ως πρώην Πρωθυπουργός και ηγέτη της ΝΔ, έδωσε φωνή σε ό,τι ο ελληνικός λαός αισθάνεται εδώ και χρόνια: ότι η χώρα μας έχει γίνει ένας «αόρατος» παράγοντας στη δική της γεωπολιτική περιοχή. Από το Αιγαίο έως την Ανατολική Μεσόγειο, από την Κύπρο έως τα Βαλκάνια, η Ελλάδα παραδίδει συστηματικά θέσεις, χωρίς αντίσταση, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς στρατηγική.
Το άρθρο του δεν ήταν απλώς μια κριτική – ήταν μια καταγγελία. Καταγγελία της πολιτικής του Μητσοτάκη, η οποία έχει μετατρέψει τη χώρα μας σε έναν «παθητικό παρατηρητή» της δικής της υποβάθμισης. Όπως σωστά επισημαίνει ο Σαμαράς, αυτή η πολιτική δεν ανήκει ούτε στη Νέα Δημοκρατία ούτε στον ευρύτερο πατριωτικό χώρο. Είναι η πολιτική μιας τεχνοκρατικής ελίτ που φοβάται να πει «όχι», ακόμα και όταν αυτό σημαίνει να θυσιάζονται εθνικά συμφέροντα.
Σε μια εποχή που το διεθνές σύστημα ανατρέπεται και νέες γεωπολιτικές δυνατότητες ανοίγονται, η Ελλάδα βρίσκεται εκτός πλάνου. Ο Σαμαράς το έθεσε με ακρίβεια: «Εκτός παιχνιδιού, εκτός πρωτοβουλιών». Αυτή η κατάσταση δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής στρατηγικής που επιβάλλεται από το Μαξίμου και το ΥΠΕΞ, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση.

Η παρέμβαση του Σαμαρά δεν ήταν απλώς μια πολιτική κριτική. Ήταν μια προκλητική πρόταση. Μια πρόταση που δείχνει ότι ο χρόνος της σιωπής έχει περάσει και ότι ο ελληνικός λαός απαιτεί μια νέα, δυναμική εναλλακτική.
Σε όλη τη χώρα, όλο και περισσότεροι πολίτες, αλλά και πολιτικοί, μιλούν ανοιχτά για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πατριωτικού, λαϊκού και κοινωνικού σχηματισμού. Ένας σχηματισμός που θα εκφράζει τις πραγματικές αγωνίες του Έλληνα, που θα υπερασπίζεται τα εθνικά συμφέροντα χωρίς δισταγμούς, και που θα αποτελέσει την απάντηση στην τωρινή κρίση ηγεσίας.
Ο Σαμαράς, με το άρθρο του, έδειξε ότι έχει τη θέση, τη γνώση και το ηθικό δικαίωμα να ηγηθεί μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Αν αυτή η κίνηση έχει ως πυρήνα την ασυμβίβαστη εθνική στάση, την ιστορική συνείδηση και την κοινωνική δικαιοσύνη που χαρακτηρίζουν την παράδοση της ελληνικής Δεξιάς, τότε μπορεί να γίνει ο μοχλός για μια πραγματική εθνική ανασυγκρότηση.
Ο τίτλος του άρθρου του Σαμαρά δεν ήταν τυχαίος. «Πού πάμε;» είναι η ερώτηση που τόσοι Έλληνες κάνουν στον εαυτό τους κάθε μέρα. Πάμε προς μια Ελλάδα δυνατή, κυρίαρχη, με αυτοσεβασμό; Ή προς μια Ελλάδα δειλή, υποχωρητική, που παραδίδει τα πάντα;
Η απάντηση εξαρτάται από εμάς. Ως Πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, χαιρετίζω το άρθρο του Αντώνη Σαμαρά και τον προκαλώ ρητά να πάρει την πρωτοβουλία για μια ευρύτερη πατριωτική συσπείρωση. Δεν υπάρχει άλλη στιγμή. Δεν υπάρχει άλλη ευκαιρία.
Ο λαός θέλει ηγεσία. Και η ηγεσία πρέπει να είναι πατριωτική, λαϊκή και αληθινά δημοκρατική. Ώρα να δώσουμε μάχη. Ώρα να αλλάξουμε την ιστορία.