Για την προσωπική του ζωή, τις προκλήσεις ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, για τα παιδικά και τα φοιτητικά του χρόνια, το παιδί του αλλά και για τη σχέση του με τα μπουζούκια, τις ταβέρνες και τις δυσκολίες λόγω… ύψους, μίλησε ο Παύλος Μαρινάκης.
Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, μίλησε για όλους και για όλα αναφορικά με την ζωή του. «Ξεκλείδωσε» μία πλευρά του που δεν παρουσιάζει συχνά δημοσίως, αποκάλυψε λεπτομέρειες για τα χρόνια του σαν παιδάκι, αναφέρθηκε στον γιο του και την πρώτη λέξη που είπε, τόνισε ότι «θα πέθαινε» για τους φίλους του, ότι ήταν λάτρης των μπουζουκιών και ότι πλέον «δίνει τα ρέστα του» στις ταβέρνες.
Για τον αν τον έχει δυσκολέψει ο ρόλος του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, ο Παύλος Μαρινάκης, παραχωρώντας συνέντευξη στα parapolitika.gr, απάντησε: «Θα σας πω το τετριμμένο ότι είναι μια «ηλεκτρική καρέκλα». Αν και θεωρώ ότι κάποιες φορές αυτό είναι υπερβολικό, γιατί είναι μια θέση, η οποία δεν έχει ώρες, δεν έχει ημέρες, δεν έχει αργίες. Και επειδή στη ζωή όλα είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, όσο τιμητικό είναι σε αυτή την ηλικία να είμαι κοντά στον Πρωθυπουργό, στον Κυριάκο Μητσοτάκη και να εκπροσωπώ μια Κυβέρνηση, τόσο μεγάλη είναι και η ευθύνη και δεν μπορεί να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε. Άρα σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό. Είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση. Έχει πολλές δυσκολίες, αλλά έχει και στιγμές, που όταν η δουλειά γίνεται σωστά, με ευπρέπεια και με επιχειρήματα νιώθεις ότι δικαιώνεσαι για αυτό που κάνεις».
Για τα παιδικά του χρόνια και τις αναμνήσεις που έχει μεγαλώνοντας στην Πάτρα: «Ήμουν τυχερό παιδί. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα. Ο προπάππους μου ήρθε στην Πάτρα από τη Μάνη. Η προγιαγιά μου Σμυρνιά. Μια μεσαία οικογένεια στην Πάτρα. Πηγή έμπνευσης, το κατάλαβα μετά από πολλά χρόνια και σίγουρα μετά το θάνατό του ήταν ο παππούς μου, δικηγόρος. Πήγα σε δημόσιο σχολείο και θεωρώ ότι ήταν ήσυχα, κανονικά, παιδικά χρόνια σε μια πόλη την οποία την αγαπώ. Έχω φύγει, βέβαια, από αυτήν από το 2005 που πήγα στη Νομική στην Κομοτηνή, αλλά ακόμα είμαι πολύ δεμένος και με φίλους από το σχολείο και βέβαια με τους δικούς μου ανθρώπους».
Για την αδυναμία του στη μητέρα του είπε: «Νομίζω, ως παιδάκι, όπως όλα τα αγόρια, ήμουν πιο κοντά στη μαμά μου. Σίγουρα όμως έτσι είναι με τα αγόρια. Ελπίζω να γίνει και με τον γιο μου, γιατί έχει ξεκάθαρη αδυναμία στη μαμά του, τώρα είναι και πολύ μικρός. Όσο μεγαλώνουν και τα αγόρια έρχονται και πιο κοντά, στους μπαμπάδες βλέπουμε μαζί αγώνες, όσο μεγαλώνουμε, πηγαίνουμε στο γήπεδο, αλλά μπορώ να πω ότι γενικότερα η ζωή μου όλη και ίσως αυτό είναι και καλό και κακό, δεν είχε ανατροπές ως παιδάκι.
Ήμουν ένα ήσυχο παιδάκι, εντελώς διαφορετικό με αυτό το οποίο είδα τον εαυτό μου να γίνεται, ως φοιτητής. Είχα πολύ λιγότερους φίλους. Ως μαθητής είχα 4 – 5 φίλους το πολύ. Πολύ καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους συμμαθητές. Δεν ήμουν ιδιαίτερα εξωστρεφής. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και έζησα μόνος μου, σε μία άλλη πόλη, τότε γνώρισα έναν άλλο Παύλο, πολύ πιο κοινωνικό, πολύ πιο δραστήριο. Και ίσως αυτό είναι και κάτι το οποίο το λέω σε κάποια παιδιά μικρότερα, φίλων, που μπορεί να στεναχωριούνται, που μπορεί να έχουν περάσει σε μια άλλη πόλη και θα φύγουν από το σπίτι τους, ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία της ζωής τους, να γνωρίσουν τον εαυτό τους».
Μίλησε ακόμη, για τα φοιτητικά του χρόνια: «Εκεί γνώρισα τον εαυτό μου ή για να το πω πιο σωστά, μια πολύ σημαντική πτυχή του εαυτού μου. Έμαθα να μένω μόνος μου. Έμαθα να κατανέμω το χρόνο μόνος μου. Γνώρισα και εκεί πολύ καλούς μου φίλους, κουμπάρους μου. Γνώρισα τη γυναίκα της ζωής μου, είδα τα όριά μου και έζησα καταστάσεις σε μια πόλη πάρα πολύ φιλική, σε έναν φοιτητή, χωρίς ακραία φαινόμενα, χωρίς ιδιαίτερη, θα πω ελάχιστη εγκληματικότητα, σε πολύ καλά χρόνια. Ήταν από τα πιο ωραία, θεωρώ, ίσως τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Κάθε πράγμα στον καιρό του βέβαια, δεν θα μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, αλλά ναι, τα χρόνια της Νομικής στην Κομοτηνή ήταν για μένα μαγικά χρόνια».
Για την γνωριμία του με τη γυναίκα του: «Τη γυναίκα μου τη γνώρισα, την Κατερίνα… Την είχα γνωρίσει ως πρωτοετή φοιτήτρια, αλλά είμαστε μαζί από το 3ο έτος, το δικό μου, των σπουδών. Είμαστε μαζί, δηλαδή 18 χρόνια…Προφανώς όσο περνάνε τα χρόνια προσαρμόζονται και τα συναισθήματα γίνονται πολύ πιο έντονα, σίγουρα πολύ πιο δυνατά. Η ανθεκτικότητα που αποκτάς από τις καταστάσεις που ζεις, η υπομονή που κάνει ο ένας για τον άλλον. Οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι η πιο δύσκολη άσκηση. Χρειάζονται υποχωρήσεις. Δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι. Αλλά ένα πράγμα που σίγουρα ξέρω για τη γυναίκα μου και το οποίο το έχω διαπιστώσει στα εύκολα, αλλά κυρίως στα δύσκολα, είναι ότι είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που αυτή τη στιγμή μπορεί να προτιμήσει να μπει μπροστά για μένα ακόμα που λέει ο λόγος, υπερβολικά και για μια «σφαίρα». Και σίγουρα όταν ήρθε το παιδί μας, ο γιος μας, τότε αυτή η σχέση πέρασε σε μια άλλη πίστα.
Δηλαδή επειδή είμαστε ένα ζευγάρι που δεν έχει κάτι δεδομένο και λυμένο και δεν γκρινιάζω, δόξα τω Θεώ, είμαστε καλά. Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε πολύ πιο δύσκολα από εμάς και χρειάζεται να κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να ζήσουν. Είμαστε όμως μια μεσαία οικογένεια και προερχόμαστε και από δύο από μεσαίες οικογένειες, που δεν ήταν τίποτα δεδομένο για εμάς. Και επειδή η γυναίκα μου είναι μια δυναμική γυναίκα, που δουλεύει και αυτή όπως και εγώ από 22 ετών, έκανε πολύ μεγάλη υποχώρηση, άφησε πίσω ουσιαστικά αυτά που έκανε για παραπάνω από έναν χρόνο και αφιέρωσε όλο της το είναι στο γιο μας. Προσπάθησα και εγώ να το κάνω όσο μπόρεσα παραπάνω, αλλά μην λέμε ψέματα. Το μεγαλύτερο βάρος το επωμίστηκε η ίδια. Ναι. Είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής μας. Όσο τον βλέπουμε να μεγαλώνει παίρνουμε και εμείς τις πιο ωραίες εικόνες. Αλλά όποιος λέει ότι το μεγάλωμα ενός παιδιού είναι μόνο ευχάριστες στιγμές, δεν λέει την αλήθεια. Είναι και δύσκολες στιγμές. Βέβαια γλυκιά κούραση, αλλά ειδικά μια μαμά και κάποιες μαμάδες που το μεγαλώνουν και μόνες τους στο παιδί είναι νομίζω οι μεγαλύτερες ηρωίδες που μπορεί κανείς να φανταστεί σε αυτό τον κόσμο».
