Η εκτόξευση των εμπορικών τιμών ακινήτων σε όλη τη χώρα έχει οδηγήσει την κυβέρνηση στην απόφαση να διατηρήσει «παγωμένες» τις αντικειμενικές αξίες έως το τέλος του 2027, παγώνοντας ουσιαστικά κάθε νέα επιβάρυνση στους ιδιοκτήτες για τουλάχιστον ακόμη δύο χρόνια. Η επόμενη αναπροσαρμογή μετατίθεται πλέον για το 2028 – δηλαδή επτά ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία αύξηση του 2021. Πρόκειται για μία πολιτική επιλογή που ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη σταθερότητας στην κτηματαγορά και στον κίνδυνο έκρηξης φόρων και κοινωνικών πιέσεων.
Πίσω από την απόφαση, κρύβεται -προφανώς- ο φόβος για ένα ντόμινο ανατιμήσεων: αν οι αντικειμενικές τιμές ευθυγραμμίζονταν σήμερα με τις εμπορικές, το αποτέλεσμα θα ήταν αυτόματες αυξήσεις σε μεταβιβαστικά έξοδα, ΕΝΦΙΑ, φόρους κληρονομιάς, ακόμη και στα ίδια τα ενοίκια. Ειδικά αυτήν την περίοδο, όπου η κοινωνία ασφυκτιά από τις αυξημένες τιμές στην ενοικίαση και η κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει ανάσες στη μεσαία τάξη με στοχευμένες ελαφρύνσεις, μια τέτοια κίνηση θα έστελνε λάθος μηνύματα. Η διαφορά μεταξύ τιμών ζώνης και πραγματικών αξιών αυξάνεται διαρκώς, δημιουργώντας συνθήκες στρέβλωσης στην αγορά.
Στο Κολωνάκι πωλούνται ακίνητα προς 6.600 ευρώ ανά τετραγωνικό, όταν η τιμή ζώνης παραμένει στα 4.150 ευρώ. Στη Γλυφάδα καταγράφονται συμβόλαια στα 6.500 ευρώ/τ.μ., με την αντίστοιχη αντικειμενική τιμή να μην ξεπερνά τα 4.250 ευρώ. Σε πολλές περιοχές υψηλής ζήτησης η απόκλιση ξεπερνά πλέον το 40%, προκαλώντας ασυμμετρίες και στρεβλώσεις όχι μόνο στη φορολόγηση, αλλά και στην ίδια τη λειτουργία της αγοράς.
Παράλληλα, εκκρεμεί ακόμη η επανεκτίμηση σε 36 περιοχές, μεταξύ των οποίων η Γλυφάδα, ο Πειραιάς και το Χαλάνδρι. Οι ενστάσεις των δήμων έχουν γίνει δεκτές, ωστόσο οι πιστοποιημένοι εκτιμητές δεν έχουν ακόμη παραδώσει τα τελικά πορίσματα.